Όπως χαρακτηριστικά σχολίαζε το Reuters πριν από μερικές
ημέρες, με την ανάληψη των
καθηκόντων της ως υπουργού Οικονομικών, η Τζάνετ Γέλεν
τόνισε την ανάγκη να τεθεί τελικώς το δημόσιο χρέος σε μια
πορεία βιωσιμότητας.
Σύμφωνα με
το Reuters, ωστόσο, τα ευρύτερα σχόλιά της υπέρ ενός μεγάλου
προγράμματος κρατικών δαπανών για την αντιμετώπιση των
επιπτώσεων της πανδημίας με κονδύλια 1,9 τρισ. δολαρίων, το
οποίο προτείνει ο νέος Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν,
φανερώνουν ότι έχει υπάρξει κάποια μετατόπιση των απόψεων
των οικονομολόγων.
Πρόκειται
για τις απόψεις σχετικά με το τεράστιο δημόσιο χρέος σε όλο
τον ανεπτυγμένο κόσμο, που αναπτύσσονται εδώ και μια
δεκαετία και πηγάζουν από την παρ’ ολίγον διάλυση της
Ευρωζώνης.
Η Τζάνετ
Γέλεν, πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των
Ηνωμένων Πολιτειών, απευθυνόμενη στα μέλη της επιτροπής
οικονομικών της Γερουσίας τούς είπε: «Ξεχάστε το ποσόν που
δανείζεστε και επικεντρωθείτε στο επιτόκιο και στις
αποδόσεις που θα δημιουργήσει αυτό». Η εν λόγω προσέγγιση
σημαίνει πως δυνητικά η χώρα μπορεί να αντέξει επιπλέον
δανεισμό, οπότε το χρέος των 26,9 τρισ. δολαρίων σήμερα δεν
θα φαίνεται τόσο τρομακτικό.
«Το
ποσοστό του χρέους επί του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος
δεν είναι πλέον υψηλότερο από όσο ήταν πριν από την
οικονομική κρίση το 2008, παρά το γεγονός ότι το χρέος μας
έχει κλιμακωθεί», δήλωσε η νέα υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ.
«Αν αποφύγουμε να αυξήσουμε τις δημόσιες δαπάνες,
διογκώνοντας το έλλειμμα, ώστε να αντιμετωπίσουμε την
πανδημία και την οικονομική ζημία που προκαλεί, θα
καταλήξουμε σε χειρότερη κατάσταση από σήμερα». Σε ετήσια
βάση οι πληρωμές των τόκων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση
φθάνουν τα σχεδόν 600 δισ. δολάρια, αλλά τα πρωτοφανή χαμηλά
επιτόκια τις διατήρησαν σε σταθερά επίπεδα ως ποσοστό επί
του ΑΕΠ από τη δεκαετία του 1990.
Το θέμα
των δημοσίων δαπανών, λοιπόν, θα τεθεί στο επίκεντρο της
συζήτησης για το σχέδιο Μπάιντεν στο Κογκρέσο. Εκεί θα
αποδειχθεί εάν οι Ρεπουμπλικανοί εξακολουθούν να θέλουν να
ξοδεύουν περισσότερα για να καταπολεμήσουν την πανδημία,
τώρα που έχουν χάσει τον έλεγχο του Λευκού Οίκου και του
Κογκρέσου από τους Δημοκρατικούς.
Χαρακτηριστικά τόνισε ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Τζον
Θιουν της Νότιας Ντακότας, κατά την ακρόαση της Τζάνετ Γέλεν:
«Πότε φτάνουμε στο σημείο όπου το πράγμα αρχίζει να
καταρρέει; Αυτό είναι που με απασχολεί πραγματικά και κανείς
πλέον δεν μιλάει γι’ αυτό ούτε στο ένα κόμμα ούτε στο άλλο».
Στην πραγματικότητα, έχει γίνει μεγάλη συζήτηση τουλάχιστον
ανάμεσα στους συναδέλφους της Τζάνετ Γέλεν ήδη από την κρίση
και την οικονομική ύφεση του 2007-2009 και τα μετέπειτα
προβλήματα στην Ευρωζώνη.
Οταν ομάδα
μικρότερων ευρωπαϊκών χωρών, και ειδικότερα η Ελλάδα,
αντιμετώπισε πρόβλημα με την αποπληρωμή των χρεών τους μετά
την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η απάντηση των
μεγαλύτερων κρατών-μελών της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ ήταν να
περικόψουν δραστικά τις κρατικές δαπάνες. Αντί να ενισχύσει
την ανάκαμψη, αυτή η σκληρή πολιτική λιτότητας οδήγησε την
Ελλάδα σε χειρότερη ύφεση, επιδεινώνοντας τα ελλείμματά της.
Εκ των
υστέρων, το ΔΝΤ αναγνώρισε ότι έκανε λάθος. Επειτα από
εκτενή έρευνα, ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, ο τότε επικεφαλής
οικονομολόγος του ΔΝΤ, συμπέρανε πως οι κρατικές δαπάνες
μπορούν να αποφέρουν πολλά ιδίως σε περιόδους κρίσης, όταν η
συνολική ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών είναι αδύναμη. Σήμερα
οι κάποτε ανορθόδοξες απόψεις, όπως η σύγχρονη νομισματική
θεωρία, που υποστηρίζουν τον ευρύτερο, σταθεροποιητικό ρόλο
των δημοσίων δαπανών φαίνονται ελκυστικές, ενώ συμβατικοί
οικονομολόγοι επανεξετάζουν τις θέσεις τους για το χρέος.
|