Με τις οικονομικές επιπτώσεις του Covid-19 να έχουνε
μετατραπεί σε πραγματικό εφιάλτη. Πολύ ενδιαφέροντα ήτανε τα
όσα έγραψαν οι New York Times για τις οικονομικές ανισότητες
στις ΗΠΑ. Οικονομικές ανισότητες οι οποίες γίνονται όλο και
μεγαλύτερες. Συγκεκριμένα, οι NYT έγραψαν πως από
τη μία άκρη των Ηνωμένων Πολιτειών έως την άλλη, οι
επιχειρήσεις και οι όμιλοι αποπειρώνται να αντιμετωπίσουν
τις χρόνιες ανισότητες ως ανταπόκριση στις ειρηνικές
διαμαρτυρίες για κοινωνική δικαιοσύνη και άρση των φυλετικών
διακρίσεων στη χώρα. Ωστόσο, υπάρχει μία σχετική αδικία, την
οποία ελάχιστοι διοικητές εταιρειών έχουν παραδεχθεί:
πρόκειται για την κακομεταχείριση των χαμηλά αμειβόμενων
εργαζομένων τα τελευταία 50 χρόνια. Η κατάσταση αυτή έχει
δυσανάλογα πλήξει και τους μη ανήκοντες στη λευκή φυλή.
Σήμερα, πάρα πολλοί Αμερικανοί δεν έχουν καν τη δυνατότητα
να παρέχουν με αξιοπρέπεια και ασφάλεια τροφή και στέγη στις
οικογένειές τους.
Όπως έγραψαν οι NYT, μέσα στα τελευταία 40 χρόνια οι μισθοί
των εργαζομένων, προσαρμοζόμενοι στον πληθωρισμό, ως επί το
πλείστον παρέμειναν στάσιμοι. Και οι ευκαιρίες για
επαγγελματική εξέλιξη είναι περιορισμένες, όταν κάποιοι
εργάζονται με βραχείας διάρκειας συμβάσεις και στο πλαίσιο
ανάθεσης έργου. Την ίδια περίοδο, πάντως, οι αποδοχές των
διοικητικών στελεχών των επιχειρήσεων εκτινάχθηκαν, ενώ οι
καρποί της οικονομικής ανάπτυξης διανεμήθηκαν κυρίως σε
επενδυτές και μετόχους, αλλά όχι σε υπαλλήλους.
Ανω του
40% των Αμερικανών, οι οποίοι λαμβάνουν προνοιακά επιδόματα
σίτισης, έχουν ένα μέλος του νοικοκυριού τους το οποίο
εργάζεται, αλλά είναι τέτοιος ο μισθός του ώστε δεν μπορεί
να επιβιώσει με αυτόν και μόνο. Ανεξάρτητοι φορείς έχουν
υπολογίσει ότι οι χαμηλά αμειβόμενοι υπάλληλοι της αλυσίδας
σούπερ μάρκετ Walmart και του ψηφιακού κολοσσού του
λιανεμπορίου Amazon, που αποτελούν δύο από τους μεγαλύτερους
εργοδότες στις ΗΠΑ, εξαρτώνται σε μέγιστο βαθμό από το
κοινωνικό κράτος, όπως τα κουπόνια σίτισης και το πρόγραμμα
περίθαλψης Medicaid.
Εν τω
μεταξύ, ακόμη και ορισμένοι, που έχουν πλήρη απασχόληση,
αδυνατούν να στηρίξουν την οικογένειά τους χωρίς κρατική
αρωγή. Την τελευταία 50ετία μπορεί να πει κανείς πως κάποιοι
πραγματικά έζησαν σε μεγάλη ευημερία, αλλά για πολύ
περισσότερους ήταν μια περίοδος απογοήτευσης και κακουχιών.
Oπως είχε δηλώσει ο Αμερικανός πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούζβελτ
το 1937, «η επιτυχία μας δεν κρίνεται, από το εάν
προστίθενται και άλλοι στην χορεία όσων ήδη έχουν πολλά,
αλλά στο εάν παρέχουμε αρκετά σε όσους έχουν πολύ λίγα».
Με άρθρα
σαν αυτό θέλουμε να προτείνουμε εναλλακτικούς τρόπους
θεώρησης της εργασίας και των αμοιβών της. Παρουσιάζουμε
διαφορετικές προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση των
συστημικών αδικιών που αφορούν τη φυλετική προέλευση και την
εργασία, οι οποίες λογίζονται ως κληρονομιά μιας οικονομίας
οικοδομημένης στη δουλεία. Και καταδεικνύουμε πως η πολιτική
εξουσία, ένα βασικό συστατικό της αλλαγής που χρειαζόμαστε,
έχει καταληφθεί από τους πλουσίους της Αμερικής.
Συνεκτιμώντας το σύνολο των άρθρων που ασχολούνται με το
θέμα, εξετάζουμε το εάν θα ήταν δυνατόν να διασώσουμε τη
δημοκρατία από τον καπιταλισμό και τον καπιταλισμό από τον
εαυτό του. Μας οδηγεί η σκέψη ότι υπάρχει μια ευκαιρία οι
Ηνωμένες Πολιτείες να εξέλθουν από τη σημερινή τους κρίση ως
ένας τόπος καλύτερος για όλους τους πολίτες τους. Η αλλαγή
αυτή φαίνεται εφικτή με τρόπο τέτοιον που δεν φαινόταν
πέρυσι, διότι οι συνήθειές μας και οι αντιλήψεις μας
ανατράπηκαν από την πανδημία και τις πρόσφατες
κινητοποιήσεις με αίτημα την κοινωνική δικαιοσύνη. Επί
σειράν ετών οι δημοσκοπήσεις έχουν καταδείξει πως ελάχιστοι
είναι όσοι δηλώνουν ευχαριστημένοι με την Αμερική ακριβώς
όπως είναι μέχρι σήμερα οργανωμένη. Ενας τρόπος για να το
αλλάζεις αυτό είναι να κατέβεις στον δρόμο. Ενας άλλος, να
ψηφίσεις στις εκλογές. Ζητώντας από τους μεγάλους ομίλους
και τους διοικητές και διευθύνοντες συμβούλους τους ακόμη
περισσότερα, είναι εξίσου κάτι σημαντικό. Ούτως ή άλλως,
είναι στα χέρια μας να οικοδομήσουμε την Αμερική που
χρειαζόμαστε.
|