|
00:01 - 01/07/25
|
|
|
|
|
|
|
|

Φορολογικές επιβαρύνσεις
Περί τις 40
οικονομικές επιβαρύνσεις υφίστανται οι μικρομεσαίες
επιχειρήσεις, δηλαδή το 99,9% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα,
από την εφαρμογή της φορολογικής, της ασφαλιστικής, της
εργατικής και της αδειοδοτικής νομοθεσίας, επιβαρύνσεις το
ύψος των οποίων συχνά δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια,
ειδικά καθώς αυτές συνοδεύονται από το κόστος της
ταλαιπωρίας και του εκνευρισμού.
Οποιος, μάλιστα,
περίμενε ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός της φορολογικής
συμμόρφωσης στην Ελλάδα θα σήμαινε μείωση του κόστους για
τις επιχειρήσεις πλανάται πλάνην οικτράν.
Το «ψηφιακό» κόστος
Για παράδειγμα,
όπως επισημαίνεται στην «Ανάλυση των οικονομικών βαρών των
μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα», μελέτη του κ. Νικόλαου
Λιωνή που δημοσιοποίησε το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων
της ΓΣΕΒΕΕ (Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών
Εμπόρων Ελλάδας), τα ηλεκτρονικά δεδομένα που αναρτώνται
στην πλατφόρμα MYDATA δεν αντικαθιστούν ούτε καταργούν τα
λογιστικά βιβλία των επιχειρήσεων όπως αυτά τηρούνταν μέχρι
τώρα και ούτε μειώνουν τις υποχρεώσεις συμμόρφωσης και την
ανάγκη εξειδικευμένου προσωπικού και εξωτερικών συνεργατών
για τις επιχειρήσεις. Αντιθέτως, οι απαιτήσεις συμμόρφωσης
αυξάνονται και γίνονται πιο ειδικές και, ως εκ τούτου, ο
ρόλος τέτοιου προσωπικού και συνεργατών γίνεται ακόμα πιο
σημαντικός από ό,τι στο παρελθόν, καθώς πλέον αποκτούν
κεντρικό ρόλο στο εγχείρημα της ψηφιακής συμμόρφωσης.
∆εδομένου, μάλιστα, ότι 94,5% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα
είναι πολύ μικρές, με έως 9 άτομα προσωπικό, αντιλαμβάνεται
κάποιος το δυσανάλογο κόστος μόνο και μόνο από την ανάγκη
παρακολούθησης και συμμόρφωσης με τις αλλεπάλληλες αλλαγές
στη φορολογική νομοθεσία.
Σύμφωνα με
παλαιότερη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αν η συμμόρφωση
με μια κανονιστική υποχρέωση κοστίζει κατά μέσον όρο σε μια
μεγάλη επιχείρηση ένα ευρώ ανά υπάλληλο, μια μεσαίου
μεγέθους επιχείρηση μπορεί να χρειαστεί να διαθέσει περίπου
τέσσερα ευρώ και μια μικρή επιχείρηση έως και δέκα ευρώ.
Πόσο συχνά αλλάζει
η φορολογική νομοθεσία στην Ελλάδα; Ο Κώδικας Φορολογίας
Εισοδήματος έχει τροποποιηθεί από 120 άλλους νόμους, ενώ οι
κωδικοποιημένοι το 2024 κώδικες φορολογικών διαδικασιών και
ΦΠΑ έχουν ήδη τροποποιηθεί από δύο μεταγενέστερους νόμους.
Σύμφωνα εξάλλου με
τη μελέτη των Σωτηρόπουλου – Χριστόπουλου, την περίοδο
2002-2016 ψηφίστηκαν 37 αμιγώς φορολογικοί νόμοι, 273
διάσπαρτες διατάξεις φορολογικού περιεχομένου σε άσχετα
νομοσχέδια, 315 συναφείς διατάξεις, 109 μεταβατικές
διατάξεις και εκδόθηκαν 722 κανονιστικές εξουσιοδοτήσεις,
γεγονός που σημαίνει ότι την εν λόγω 15ετία ψηφίζονταν
περίπου 2,5 φορολογικοί νόμοι, 18 διάσπαρτες φορολογικές
διατάξεις και 48 κανονιστικές εξουσιοδοτήσεις ανά έτος.
Οι επιβαρύνσεις
Σύμφωνα με τη
μελέτη, οι άμεσες επιβαρύνσεις διακρίνονται σε τρεις
κατηγορίες: στις άμεσες χρεώσεις, στο ουσιαστικό κόστος
συμμόρφωσης και στο κόστος ταλαιπωρίας. Η πρώτη κατηγορία
αφορά τις χρεώσεις που επιβάλλονται άμεσα από τη νομοθεσία
και τους κανονισμούς, όπως οι φόροι, τα τέλη και οι
εισφορές. Αυτές οι επιβαρύνσεις είναι συχνά οι πιο εύκολα
προσδιορίσιμες, καθώς τα ποσά που πρέπει να καταβληθούν
καθορίζονται από τον νομοθέτη. Ωστόσο, ενδέχεται να είναι
δύσκολο να προσδιοριστεί ποιοι επωμίζονται εντέλει το
κόστος, καθώς αυτό μπορεί να μετακυλιστεί από τους κύριους
αποδέκτες στους καταναλωτές ή σε άλλες επιχειρήσεις.
Εκτός από τη
φορολογική συμμόρφωση, υψηλό είναι το κόστος συμμόρφωσης και
με την ασφαλιστική νομοθεσία. Ενδεικτικά, πέρα από το κόστος
καταβολής των εργοδοτικών εισφορών, οι οποίες σήμερα
ανέρχονται σε 35,16% επί των πραγματικών ακαθάριστων
αποδοχών των εργαζομένων σε χρήμα και σε είδος (13,37%
εισφορά ασφαλισμένου και 21,79% εισφορά εργοδότη), το κόστος
συμμόρφωσης αφορά τη λογιστική διαχείριση των εργατικών
θεμάτων που κοστίζει συνήθως 50 έως 150 ευρώ μηνιαίως, την
τεχνική υποστήριξη για τις τεχνολογικές ανάγκες και τη
διασύνδεση με το σύστημα «Εργάνη» που μπορεί να αγγίξει τα
200 ευρώ ετησίως. Αν η επιχείρηση χρειάζεται νομική ή
εργατική συμβουλευτική για τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία, το
κόστος μπορεί να ανέλθει σε περίπου 100 με 200 ευρώ ανά ώρα.
Ειδικά για την εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας, οι
μικρές επιχειρήσεις θα πρέπει να προμηθευτούν σχετικό
εξοπλισμό με κόστος από 100 έως 300 ευρώ ανά συσκευή καθώς
και σχετικό λογισμικό με κόστος που κυμαίνεται από 30 έως
100 ευρώ μηνιαίως. Η σχετική εκπαίδευση του προσωπικού και η
συμβουλευτική υποστήριξη μπορεί να κοστίσει από 100 έως 500
ευρώ εφάπαξ.
Ακόμη και το κόστος
συμμόρφωσης με τη νομοθεσία για την προστασία δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο για μια
πολύ μικρή επιχείρηση. Συνοπτικά, το ελάχιστο οικονομικό
κόστος για βασική συμμόρφωση σε απλή επιχείρηση, όπως ένα
κατάστημα ή ένα γραφείο υπηρεσιών, υπολογίζεται σε περίπου
400600 ευρώ, ενώ το κόστος πλήρους συμμόρφωσης με εξωτερικό
σύμβουλο υπολογίζεται σε περίπου 800 με 1.500 ευρώ αν
περιλαμβάνει πολιτικές, αρχεία, συμβουλευτική, εκπαιδεύσεις
κ.λπ.
Η δέουσα επιμέλεια
Αρκετές
επιχειρήσεις επιπλέον καλούνται να τηρούν τη νομοθεσία για
τη λεγόμενη δέουσα επιμέλεια, που αφορά την εφαρμογή
διαδικασιών ελέγχου και διαχείρισης κινδύνου σε τομείς όπως
η πρόληψη νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες. Υπόχρεα πρόσωπα για να ενταχθούν στο
ρυθμιστικό πεδίο της δέουσας επιμέλειας είναι, για
παράδειγμα, οι συμβολαιογράφοι, οι μεσίτες, κοσμηματοπωλεία,
με το ενδεικτικό ετήσιο κόστος για τη συμμόρφωση με αυτή τη
νομοθεσία να κυμαίνεται από 500 έως 2.000 ευρώ.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Ακίνητα
Τον τελευταίο καιρό
έχουνε επισημανθεί σε αρκετά άρθρα ενδείξεις μεταστροφής
στην αγορά κατοικιών, με αφορμή τη δημοσιοποίηση
δημοσκοπικής έρευνας που για πρώτη φορά καταγράφει
αριθμητική υπεροχή των πωλητών έναντι των δυνητικών
αγοραστών με πραγματικό ενδιαφέρον για αγορά.
Η έρευνα αυτή,
γνωστή ως το 4ο Βαρόμετρο της Αγοράς Ακινήτων, διεξήχθη από
το Ερευνητικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου Μακεδονίας για
λογαριασμό του επενδυτικού ιστολογίου
iliaspapageorgiadis.com.
Το βασικό εύρημα
που διαφοροποιεί τη συγκεκριμένη μέτρηση από τις
προηγούμενες είναι ότι μόλις το 5% όσων εκδηλώνουν
ενδιαφέρον για αγορά κατοικίας σχεδιάζει να προχωρήσει σε
απόκτηση διαμερίσματος μέσα στους επόμενους 6-12 μήνες.
Αντιθέτως, το ποσοστό των εν δυνάμει πωλητών παραμένει
σταθερό στο 8%, υπερβαίνοντας αριθμητικά τους υποψήφιους
αγοραστές.
Δυσλειτουργίες και
στρεβλώσεις στην αγορά
Περαιτέρω ανάλυση
των αποτελεσμάτων αποκαλύπτει μια ακόμη πιο κρίσιμη
μεταβολή. Για πρώτη φορά εδώ και καιρό, η πλειονότητα των
επαγγελματιών του κλάδου (μεσίτες, εκτιμητές, μηχανικοί,
εργολάβοι, αρχιτέκτονες, συμβολαιογράφοι και δικηγόροι)
εκφράζει την άποψη ότι οι τρέχουσες τιμές των διαμερισμάτων
είναι υπερβολικές, αδικαιολόγητες ή ενδεικτικές μιας
φούσκας. Πρόκειται για επαγγελματίες που έχουν άμεση και
καθημερινή επαφή με την αγορά και, ως εκ τούτου, διαθέτουν
ιδιαίτερη οξυδέρκεια ως προς τις εξελίξεις.
Σύμφωνα με τον
επενδυτικό σύμβουλο Ηλία Παπαγεωργιάδη, σε κάθε κύμα της
έρευνας τίθεται το ερώτημα: «Πώς αξιολογείτε την άνοδο των
τιμών των ακινήτων στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια;», με τις
απαντήσεις να κυμαίνονται μεταξύ «Αναμενόμενη», «Λογική»,
«Ακατανόητη», «Παράλογη», «Φούσκα» και «Δεν Ξέρω/Δεν
Απαντώ».
Ραγδαία μεταβολή
στάσης μεταξύ επαγγελματιών
Σε αντίθεση με τη
σταθερότητα στις απόψεις του γενικού πληθυσμού των δύο
μεγάλων πόλεων – όπου περίπου το 1/3 θεωρεί την αύξηση των
τιμών δικαιολογημένη και τα 2/3 την αποδίδουν σε υπερβολή ή
υπερτίμηση – η στάση των επαγγελματιών του χώρου έχει
μεταβληθεί σημαντικά.
Μέχρι τον Νοέμβριο
του 2024, το 66% των επαγγελματιών εκτιμούσε την άνοδο ως
αναμενόμενη ή λογική, με το 18,5% να τη θεωρεί αδικαιολόγητη
και μόλις το 16% να τη χαρακτηρίζει ως «φούσκα». Σήμερα, η
εικόνα έχει αντιστραφεί: μόνο το 30,5% θεωρεί πλέον την
άνοδο φυσιολογική, ενώ το 28% την κρίνει υπερβολική ή
ακατανόητη και το 41,5% την προσδιορίζει ως φούσκα.
Τι άλλαξε τόσο
γρήγορα;
Πώς εξηγείται η
απότομη αυτή μεταστροφή; Πρόκειται για ενσυναίσθηση προς τις
δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι οικογένειες στην αναζήτηση
στέγης ή απλώς για αναγνώριση των στρεβλώσεων στην αγορά;
Ο Ηλίας
Παπαγεωργιάδης επισημαίνει ότι οι επαγγελματίες του κλάδου
είναι οι πρώτοι που εντοπίζουν τη διαφορά μεταξύ των τιμών
που ζητούν οι πωλητές και των χρημάτων που οι αγοραστές
είναι διατεθειμένοι να δώσουν. Όπως τονίζει: «Οι άνθρωποι
της αγοράς μας μεταφέρουν πως υπάρχει σαφής δυσαρμονία».
Αντίστοιχες
προειδοποιήσεις και από την Τράπεζα της Ελλάδος
Η αίσθηση αυτή
επιβεβαιώνεται και από την πρόσφατη Έκθεση της Τράπεζας της
Ελλάδος (ΤτΕ), η οποία αναγνωρίζει ότι το στεγαστικό
πρόγραμμα «Σπίτι μου 2» συνέβαλε στην περαιτέρω αύξηση των
τιμών, κυρίως σε παλαιότερα ακίνητα που εμπίπτουν στα
κριτήρια του προγράμματος. Παρόμοια τάση ενδέχεται να
εκδηλωθεί και στα ενοίκια, εάν οι ιδιοκτήτες αξιοποιήσουν
τις επιδοτήσεις για να αυξήσουν τα μισθώματα.
Η ΤτΕ τονίζει πως,
παρότι τα μέτρα στήριξης είναι κοινωνικά ωφέλιμα, ενισχύουν
τη ζήτηση σε μια αγορά όπου ήδη η προσφορά δεν επαρκεί.
Χωρίς παράλληλη ενίσχυση του αποθέματος κατοικιών, το
στεγαστικό πρόβλημα θα συνεχιστεί.
Ιδιαίτερης σημασίας
είναι η εξής διατύπωση: «Η περαιτέρω άνοδος των τιμών
κατοικιών εκτιμάται ότι θα περιορίσει την εγχώρια ζήτηση,
ιδίως στις περιοχές όπου οι τιμές έχουν υπερβεί τις
δυνατότητες των νοικοκυριών και τα ακίνητα δεν καλύπτουν τις
προσδοκίες τους».
Με άλλα λόγια,
ακόμα και αν η Τράπεζα δεν χρησιμοποιεί τον όρο «φούσκα»,
υπογραμμίζει ότι οι τιμές δεν συμβαδίζουν με τα εισοδήματα
και την ποιότητα των διαθέσιμων ακινήτων. Αντίστοιχα, η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επισημάνει πως στην Ελλάδα οι τιμές
των κατοικιών είναι υπερτιμημένες κατά περίπου 20%.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Επιφυλάξεις για την περαιτέρω πορεία των τιμών
Οι ανησυχίες της
ΤτΕ βρίσκουν πλέον απήχηση και μεταξύ των επαγγελματιών της
αγοράς, οι οποίοι εμφανίζονται πιο επιφυλακτικοί σε σχέση με
την περαιτέρω πορεία των τιμών.
Ακόμη και για τα
νεόδμητα ακίνητα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, μόλις το
34,5% εκτιμά ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να αυξάνονται – σε
σύγκριση με το 80% που πίστευε το ίδιο τον Νοέμβριο του
2024. Αντίθετα, το 37% αναμένει σταθεροποίηση και το 23%
πιθανολογεί πτώση των τιμών.
Το εάν αυτές οι
εκτιμήσεις επαληθευτούν θα φανεί στην πράξη τους επόμενους
μήνες. Πάντως, όσο συνεχίζεται η ζήτηση από ξένους επενδυτές
(μέσω «χρυσής βίζας», Airbnb κ.λπ.) και δεν αυξάνεται
αισθητά η προσφορά κατοικιών, η πρόσβαση σε προσιτή στέγη
για εργαζόμενους και νέα ζευγάρια θα εξακολουθήσει να
αποτελεί δυσεπίλυτο πρόβλημα.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Απλά δεν άντεξαν την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα
– Όπως και αρκετός κόσμος …
Πριν από κάποιους
μήνες ένα φιλικό πρόσωπο μας είχε μιλήσει για το πόσο έχουνε
κουραστεί οι άνθρωποι της
GS
με τις επενδύσεις στη χώρα μας. Και πως
σκέφτονταν να πουλήσουνε και να φύγουνε. Κάτι δηλαδή που
συμβαίνει σε πάρα πολύ κόσμο που επιχειρεί δυστυχώς σε αυτή
τη χώρα. Με όλους όσους προσπαθούμε κατά διαστήματα να
επιχειρήσουνε και βρίσκουνε απέναντι τους των άρρωστη
ελληνική πραγματικότητα, όσο και αν κάποια πράγματα έχουνε
βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα το συγκεκριμένο
πρόσωπο μας είχε πει να το γράψουμε στο
GFF
κάτι που αποφύγαμε, για ευνόητους λόγους …
Με βάση λοιπόν την
τελευταία ειδησεογραφία. Μόλις δύο χρόνια μετά την εξαγορά
τριών παραθαλάσσιων ξενοδοχείων στη Χαλκιδική, η Goldman
Sachs αποφάσισε να αποχωρήσει οριστικά από το φιλόδοξο
σχέδιο δημιουργίας ξενοδοχειακού brand με επίκεντρο την
Ελλάδα.
Όπως αποκαλύπτει η
Wall Street Journal, ο αμερικανικός κολοσσός πούλησε την
άνοιξη τα τρία resorts που είχε αποκτήσει το 2022, χωρίς να
αποκομίσει ουσιαστικό κέρδος από την επένδυση των περίπου
100 εκατ. ευρώ. Μαζί με την πώληση μπήκε τέλος και στο όραμα
για ένα δίκτυο πολυτελών ξενοδοχείων που θα επεκτεινόταν σε
όλη τη Μεσόγειο.
Το στοίχημα με τους
πελάτες και το ελληνικό real estate
Η Goldman είχε
προχωρήσει στην εξαγορά των ξενοδοχείων με σκοπό να τα
ανακαινίσει πλήρως, να τα επαναλειτουργήσει και στη συνέχεια
να τα πουλήσει με σημαντικό κέρδος – αξιοποιώντας κυρίως
κεφάλαια πελατών και αποκομίζοντας παράλληλα διαχειριστικά
έσοδα.
Η επένδυση
στηρίχθηκε στην εκρηκτική άνοδο του τουρισμού στην Ελλάδα,
τις χαμηλότερες τιμές ακινήτων σε σχέση με τη Δυτική Ευρώπη
και το κύμα διαδοχής σε οικογενειακά ξενοδοχεία που
διευκολύνει τις πωλήσεις. Η Goldman εξέτασε μάλιστα και την
αγορά του Grand Resort Lagonissi, χωρίς τελικά να
προχωρήσει.
«Ousia» χωρίς
αποτέλεσμα
Για τη διαχείριση
των ξενοδοχείων δημιούργησε τη δική της πλατφόρμα φιλοξενίας
με την επωνυμία “Ousia”, με έδρα την Αθήνα και περίπου 10
εργαζόμενους. Αντί να αναθέσει τη διαχείριση σε έμπειρο
operator, όπως έκαναν άλλοι μεγάλοι επενδυτές, αποφάσισε να
το «τρέξει» μόνη της.
Όμως σύμφωνα με το
ρεπορτάζ της WSJ οι εργασίες ανακατασκευής αποδείχθηκαν
χρονοβόρες και κοστοβόρες. Οι άδειες καθυστέρησαν, τα
κατασκευαστικά προβλήματα διογκώθηκαν, τα κόστη υλικών και
εργατικών αυξήθηκαν. Η αρχική πρόβλεψη επένδυσης €150–200
εκατ. φούσκωσε, ροκανίζοντας τα προσδοκώμενα κέρδη.
Πώληση στη
Sani/Ikos και τέλος εποχής
Το φθινόπωρο του
2023, η Goldman ξεκίνησε να εξετάζει την πώληση. Η συμφωνία
ολοκληρώθηκε την άνοιξη με την Sani/Ikos Group, που πλέον
σχεδιάζει να επενδύσει πάνω από 400 εκατ. ευρώ για να
μεταμορφώσει τα ακίνητα σε ένα νέο mega-resort με σχεδόν 750
δωμάτια, 30 εστιατόρια και spa, με άνοιγμα το 2029.
Η Goldman αποχωρεί
πλήρως από την ελληνική ξενοδοχειακή αγορά, διατηρώντας μόνο
το μειοψηφικό της ποσοστό στην Prodea Investments.
Τι απαντά η τράπεζα
«Διαχειριζόμαστε
ενεργά όλες μας τις επενδύσεις, με ισχυρή προσήλωση στην
επιχειρησιακή πειθαρχία και στη δημιουργία αξίας», ανέφερε
εκπρόσωπος της Goldman, υπογραμμίζοντας ότι η στρατηγική
στην Ελλάδα παραμένει εστιασμένη σε επενδυτική τραπεζική και
asset management, όχι στον τουρισμό.
Η νέα ιδιοκτήτρια
των ξενοδοχείων ανακοίνωσε επένδυση άνω των 400 εκατ. ευρώ
στο έργο. Οι εγκαταστάσεις θα περιλαμβάνουν σχεδόν 750
δωμάτια, πολλές πισίνες, περισσότερα από 30 εστιατόρια και
μπαρ, θεατρικές σκηνές και χώρους spa.
Η έναρξη
λειτουργίας των ξενοδοχείων προγραμματίζεται για το 2029.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Στο στόχαστρο η Ευρωπαία
Εισαγγελέας – που είναι Ελληνίδα
Όπως τώρα σχολίαζε
Βηματοδότης. Οι αποκαλυπτικοί διάλογοι που περιλαμβάνει η
δικογραφία για τον ΟΠΕΚΕΠΕ αναδεικνύουν τις πολιτικές και
ποινικές διαστάσεις του σκανδάλου, καθώς φωτίζουν το μέγεθος
της διαπλοκής που είχε στηθεί με τα ευρωπαϊκά κονδύλια.
Υπάρχει όμως και μια ακραία θεσμική διάσταση. Είναι αυτή που
αποτυπώνουν κάποιες συνομιλίες, σύμφωνα με πληροφορίες, στις
οποίες δύο πρόσωπα (ιδιώτες) φέρονται να συζητούν για το πώς
θα απαλλαγούν από την Ευρωπαία Εισαγγελέα Πόπη Παπανδρέου!
Στον επίμαχο
διάλογο, που καταγράφηκε μέσω των νόμιμων επισυνδέσεων και ο
οποίος φέρεται να έγινε τον περασμένο Οκτώβριο, οι δύο
συνομιλητές εμπλέκουν τα ονόματα τριών πολιτικών προσώπων,
δύο που αναφέρονται στη δικογραφία και ενός που δεν
αναφέρεται. Ξεχωρίζει η φράση: «Αν δεν ξεκωλώσουν τώρα την
Παπανδρέου από εκεί έχουμε θέμα. Κατάλαβες;». «Μπορούν, αφού
είναι Ευρωπαία δεν είναι στη δικαιοδοσία» σχολιάζει ο ένας
και ο άλλος του απαντά: «Ελληνίδα, Ελληνίδα είναι και
τοποθετείται από το υπουργείο Δικαιοσύνης».
Αλλά και η
συνομιλία που φέρεται να έχει καταγραφεί και σύμφωνα με την
οποία κάποιοι ήθελαν να «μπλοκάρουν» μέσω μηνύσεων βασική
μάρτυρα της υπόθεσης που είχε νευραλγικό πόστο στον
«αμαρτωλό» ΟΠΕΚΕΠΕ για να φύγει από τη μέση αναδίδει
δυσοσμία επιπέδου «Καμόρα».
Πώς αλλιώς να
ερμηνεύσει κάποιος τον φερόμενο διάλογο ελεγχόμενου
προσώπου, ιδιώτη, ο οποίος εμφανίζεται να λέει ότι το ζήτησε
εμπλεκόμενο πολιτικό πρόσωπο να κάνει μήνυση κατά της
συγκεκριμένης υπαλλήλου, αρμόδιας για τους ελέγχους στον
ΟΠΕΚΕΠΕ, για να την πετάξουν έξω από την Ευρωπαϊκή
Εισαγγελία, η οποία την έχει πάρει ως επιστημονική
συνεργάτιδά της.
|
|
|
|
|
|