|
00:01 -
02/12/25 |
|
|
|
|
|

|
|
Αγορά Εργασίας
Μια αισθητή
μεταβολή φαίνεται να λαμβάνει χώρα στην ελληνική αγορά
εργασίας, καθώς η μείωση της ανεργίας το τελευταίο έτος δεν
προκύπτει συγκυριακά. Μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος και
του ΙΟΒΕ, αλλά και τα δεδομένα των ΑΠΔ που επεξεργάζονται ο
ΕΦΚΑ και το σύστημα «Εργάνη», αναδεικνύουν ξεκάθαρες
μετακινήσεις στην απασχόληση. Η αποκλιμάκωση της ανεργίας
συνδέεται με αυξημένη ζήτηση προσωπικού σε συγκεκριμένους
κλάδους, άνοδο μισθών κυρίως στις χαμηλές κατηγορίες και
θετικό ισοζύγιο προσλήψεων – αποχωρήσεων. Την ίδια στιγμή,
οι εξελίξεις δεν είναι ομοιογενείς σε όλες τις περιοχές και
εποχές του έτους, κάτι που δεν επιτρέπει θριαμβολογίες,
ιδιαίτερα όταν η σύγκριση με την Ε.Ε. παραμένει δυσμενής·
όπως εύστοχα σχολιάζουν οικονομικοί αναλυτές, «αν δεν υπήρχε
η Βουλγαρία, η εικόνα μας θα ήταν ακόμη πιο δύσκολη»,
υπενθυμίζοντας ότι η πρόοδος γίνεται με βραδύτερο ρυθμό σε
σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Αν και τα ετήσια
επίσημα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας δεν έχουν
δημοσιευθεί ακόμα, τα δεδομένα του 2024 και του 2025
υποδεικνύουν συνεχή άνοδο της απασχόλησης, τόσο ποσοτικά όσο
και ποιοτικά. Η σύνθεση των επαγγελμάτων, των ηλικιών και
των κλάδων που δημιουργούν νέες θέσεις δείχνει να αλλάζει,
παρότι η αγορά πιέζεται από τη μείωση του διαθέσιμου
εργατικού δυναμικού λόγω δημογραφικών τάσεων.
Τον Σεπτέμβριο, η
ανεργία υποχώρησε στο 7,6% (μη εποχικά προσαρμοσμένο),
βελτιωμένη κατά 0,8 μονάδες σε σχέση με έναν χρόνο πριν. Ο
αριθμός των ανέργων έπεσε στις 366.300 (-10,3% ετήσια
μεταβολή), ενώ οι απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά 0,5%
φτάνοντας τους 4.423.600. Σύμφωνα με την «Εργάνη», οι
μισθωτοί διαμορφώθηκαν στους 2.843.098, αυξημένοι κατά 2,8%
σε ετήσια βάση και πάνω από 21% σε σχέση με το 2019.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Σημαντική μείωση των ανέργων και του πληθυσμού
Η βελτίωση αυτή
δεν οφείλεται μόνο σε περισσότερες προσλήψεις, αλλά και στη
σημαντική μείωση των ανέργων και του πληθυσμού εκτός
εργατικού δυναμικού. Παράλληλα, η πλήρης απασχόληση
ενισχύεται, φτάνοντας το 76% τον Σεπτέμβριο, από 74% ένα
χρόνο πριν και κάτω από 68% το 2019.
Ωστόσο, η
πλειονότητα των νέων θέσεων αφορά ειδικότητες χαμηλής
εξειδίκευσης: εργάτες, υπαλλήλους γραφείου, τεχνικούς
χειρισμού εγκαταστάσεων και μικροεπαγγελματίες. Οι απόφοιτοι
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καλύπτουν το μεγαλύτερο τμήμα των
αναγκών, υποδηλώνοντας ότι η αναβάθμιση δεξιοτήτων προχωρά
αργά σε σχέση με τις απαιτήσεις ενός νέου παραγωγικού
μοντέλου.
Αξιοσημείωτη είναι
η άνοδος της απασχόλησης στις νεότερες ηλικίες: +9,4% για
20-24 ετών, +6,8% για 15-19, ενώ και η ομάδα άνω των 65
εμφανίζει αύξηση 5,6%. Σχεδόν το 44% των ασφαλισμένων είναι
έως 39 ετών, ενώ το μεγαλύτερο μερίδιο (61%) συγκεντρώνεται
στις ηλικίες 25-49.
Ο πρωτογενής
τομέας συνεχίζει να συρρικνώνεται, χάνοντας περίπου 65.000
εργαζομένους μέσα σε έναν χρόνο. Αντιθέτως, ο δευτερογενής
τομέας καταγράφει θετικό ισοζύγιο, με σημαντική ενίσχυση
στις κατασκευές (+14%) και στη μεταποίηση (+5%). Στις
υπηρεσίες δημιουργούνται περίπου 90.000 νέες θέσεις, με
κυρίαρχο τον κλάδο του εμπορίου και αξιοσημείωτη άνοδο σε
επαγγελματικές, τεχνικές και επιστημονικές υπηρεσίες,
εκπαίδευση, τέχνες και διασκέδαση, καθώς και διοικητικές
δραστηριότητες.
Μελέτες της ΤτΕ
και του ΙΟΒΕ επισημαίνουν ότι η αποκλιμάκωση της ανεργίας
προκύπτει από συνδυασμό κλάδων: τουρισμός, λιανεμπόριο και
επισιτισμός ζητούν προσωπικό χαμηλής και μεσαίας
εξειδίκευσης, οι κατασκευές αναζητούν τεχνίτες, η υγεία έχει
αυξημένες ανάγκες σε νοσηλευτικό και βοηθητικό προσωπικό,
ενώ επαγγελματικές υπηρεσίες αναζητούν ειδικότητες όπως
IT,
λογιστές και σύμβουλοι.
Κεντρικό ρόλο στις
εξελίξεις παίζει και η βελτίωση των εισοδημάτων, ιδιαίτερα
για τους χαμηλόμισθους. Ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα
ανήλθε στα 1.376 ευρώ μεικτά (+5,53% σε ένα έτος), με
έντονες ωστόσο διαφοροποιήσεις. Στις μικρές επιχειρήσεις ο
μέσος μισθός διαμορφώθηκε στα 1.023 ευρώ, έναντι 1.467 ευρώ
στις μεγαλύτερες. Παρ’ όλα αυτά, οι αποδοχές στην Ελλάδα
εξακολουθούν να βρίσκονται πολύ χαμηλά σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Σύμφωνα με την
Eurostat, ο μέσος ετήσιος μισθός
πλήρους απασχόλησης το 2024 ήταν 17.954 ευρώ — δεύτερος
χαμηλότερος στην Ε.Ε., μπροστά μόνο από τη Βουλγαρία. Η
απόσταση από τον μέσο όρο της Ε.Ε. αλλά και από χώρες όπως
το Λουξεμβούργο ή την Ιρλανδία παραμένει τεράστια.
|
|
|
|
|
|
|
|

Τουρισμός – Κλιματική Αλλαγή
Η κλιματική αλλαγή
έχει πλέον εγκαταλείψει τη σφαίρα των θεωρητικών κινδύνων
και αποτελεί μια χειροπιαστή πραγματικότητα που ήδη
αναμορφώνει προορισμούς, υποδομές, εποχικότητα και
στρατηγικές ανάπτυξης στον παγκόσμιο τουρισμό. Οι ειδικοί
επισημαίνουν ότι ο κλάδος βρίσκεται σε καίριο σταυροδρόμι
και απαιτείται συντονισμός, προσαρμογή και αλλαγή μοντέλου —
ιδίως σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου ο τουρισμός αποτελεί
θεμελιώδη πυλώνα της οικονομίας.
Η Laurie Myers,
Global Strategist του Global Travel and Tourism Resilience
Council, υπογραμμίζει ότι ο τουρισμός είναι «ιδιαίτερα
εκτεθειμένος στην κλιματική αλλαγή αλλά ταυτόχρονα
αξιοσημείωτα ανθεκτικός», υπενθυμίζοντας ότι ο κλάδος έχει
επιβιώσει από πλήθος κρίσεων. Όπως δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, οι
μεταβαλλόμενες κλιματικές συνθήκες θα οδηγήσουν σε μια
«αναδιάταξη του παγκόσμιου τουριστικού χάρτη». Επισημαίνει
ότι οι παράκτιες και χαμηλού υψομέτρου περιοχές θα
συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν διάβρωση, καταιγίδες και ζημιές
σε υποδομές· παρότι δεν θα εγκαταλειφθούν πλήρως, ορισμένα
περιουσιακά στοιχεία ενδέχεται να καταστούν δυσλειτουργικά ή
υπερβολικά δαπανηρά για προστασία.
Αλλαγές στις
ταξιδιωτικές συνήθειες
Η Myers τονίζει
ότι η άνοδος των θερμοκρασιών ήδη επηρεάζει τις επιλογές των
ταξιδιωτών. Η ολοένα και πιο έντονη ζέστη μετατοπίζει το
ενδιαφέρον προς ορεινούς και πιο δροσερούς προορισμούς, ενώ
αυξάνεται η ζήτηση για ταξίδια πέραν της υψηλής θερινής
περιόδου. Προβλέπει επίσης ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον θα
απομακρυνθεί από εκτεθειμένες παράκτιες ζώνες και θα στραφεί
περισσότερο στην ενδοχώρα, σε κοιλάδες και περιοχές με
μεγαλύτερο υψόμετρο. Το τουριστικό προϊόν θα μετεξελιχθεί,
με μικρότερη εξάρτηση από το μοντέλο «ήλιος–θάλασσα–άμμος»
και με περισσότερες δραστηριότητες καθ’ όλη τη διάρκεια του
χρόνου. Όσοι προορισμοί δεν κινηθούν προς αυτή την
κατεύθυνση θα κληθούν να αντιμετωπίσουν υψηλότερο κόστος
ασφάλισης, αυξημένες επισκευές, συχνότερες διακοπές
λειτουργίας και φθορά φήμης, γεγονός που θα μειώσει την
ανταγωνιστικότητά τους.
Κατά την ίδια, η
αργή αντίδραση του κλάδου οφείλεται στην πολυδιάσπαση της
τουριστικής βιομηχανίας και στην απουσία μακροπρόθεσμου
σχεδιασμού, ενώ άλλες πιεστικές κρίσεις — από την πανδημία
μέχρι τον πληθωρισμό και τις γεωπολιτικές εντάσεις —
αποσπούν την προσοχή.
Οι ελληνικοί
προορισμοί σε κρίσιμη καμπή
Στην περίπτωση της
Ελλάδας, οι προκλήσεις είναι έντονες: υψηλές θερμοκρασίες,
πυρκαγιές και παράκτια διάβρωση δημιουργούν πιέσεις στα πιο
δημοφιλή προϊόντα και υποδομές της χώρας. Η απαιτούμενη
προσαρμογή περιλαμβάνει την ενίσχυση της ενδοχώρας και των
βόρειων περιοχών, την ανάπτυξη ανθεκτικών υποδομών, τον
εκσυγχρονισμό λιμανιών και συστημάτων ύδρευσης και
ενέργειας, καθώς και την αναδιαμόρφωση της τουριστικής
ταυτότητας της Ελλάδας με έμφαση σε πιο δροσερές και ορεινές
περιοχές.
Ο ρόλος των
διεθνών οργανισμών
Ο Patrick Fritz,
Τεχνικός Συντονιστής του Τμήματος Διεθνούς Ανάπτυξης του
ΠΟΤ, αναφέρει ότι ο Οργανισμός υλοποιεί εξειδικευμένα
εργαλεία και τεχνικές λύσεις που στηρίζουν τα κράτη στην
προώθηση βιώσιμων πολιτικών. Υπενθυμίζει τη συμβολή του ΠΟΤ
στη Διακήρυξη της Γλασκώβης για το Κλίμα, στην Πρωτοβουλία
για τα Πλαστικά στον Τουρισμό και στην παραγωγή εργαλείων
όπως ο Παγκόσμιος Οδικός Χάρτης για τη Μείωση Σπατάλης
Τροφίμων. Παράλληλα, το Δίκτυο Παρατηρητηρίων Βιώσιμου
Τουρισμού παρακολουθεί τις επιπτώσεις σε επίπεδο προορισμού.
Ο Fritz
επισημαίνει ότι ο τουρισμός πρέπει να υιοθετήσει μια νέα
νοοτροπία: σε έναν κόσμο περιορισμένων πόρων, τα ταξίδια
πρέπει να αντιμετωπίζονται και ως προνόμιο. Η χάραξη
πολιτικών απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη η ποιότητα ζωής των
τοπικών κοινωνιών, η προστασία της πολιτιστικής και φυσικής
κληρονομιάς και η συνολική οικονομική ευρωστία. Οι λύσεις,
τονίζει, δεν θα είναι άμεσες· χρειάζονται συντονισμός,
παρακολούθηση, εκπαίδευση και ενίσχυση όλων των εμπλεκόμενων
φορέων.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Προς μια νέα εποχή σχεδιασμού
Ο Νικόλαος
Γκολφινόπουλος, Διευθυντής Τουρισμού της ICF και στέλεχος
του Global Travel and Tourism Resilience Council,
υπογραμμίζει ότι η επιστήμη γνωρίζει με αξιοπιστία την
πορεία της κλιματικής αλλαγής έως το 2050 — και ότι αυτή η
γνώση πρέπει να ενσωματωθεί άμεσα στον σχεδιασμό. Όπως
αναφέρει, οφείλουμε να εξετάσουμε τις συγκεκριμένες
επιπτώσεις για κάθε προορισμό, να αξιολογήσουμε τις ανάγκες
προσαρμογής και να διαμορφώσουμε στρατηγικές ανάλογα με τις
ιδιαιτερότητές του.
Παρατηρεί ότι κάθε
τύπος προορισμού θα επηρεαστεί διαφορετικά: οι καύσωνες θα
μεταβάλουν την εμπειρία καλοκαιρινού τουρισμού, τα ακραία
φαινόμενα θα επηρεάσουν τους all-year-round προορισμούς, η
διάβρωση θα πλήξει το παράκτιο προϊόν και η έλλειψη χιονιού
θα πιέσει το χειμερινό μοντέλο. Η βιοποικιλότητα, ήδη υπό
πίεση από εισβάλλοντα είδη, επηρεάζει μέχρι και τη
γαστρονομία — βασικό στοιχείο της ταξιδιωτικής εμπειρίας.
Προτείνει συστηματική μελέτη των επιπτώσεων στο προϊόν, στην
εποχικότητα, στις αγορές-στόχους, ακόμη και στον εντοπισμό
προορισμών που ίσως δεν μπορούν να λειτουργούν βιώσιμα σε
συγκεκριμένες περιόδους. Παράλληλα, πρέπει να καθοριστούν οι
υποδομές και οι επενδύσεις που απαιτούνται στο νέο
περιβάλλον.
Ένα σημαντικό
πρόβλημα, όπως τονίζει, είναι η σύγχυση μεταξύ της ανάγκης
για μείωση εκπομπών και της ανάγκης για προσαρμογή. Η
παραγωγή βιώσιμων καυσίμων αποτελεί μέρος της πρώτης
στρατηγικής, αλλά δεν απαντά στις νέες κλιματικές
προκλήσεις. Πολλοί προορισμοί δεν έχουν ακόμη μια
ολοκληρωμένη στρατηγική προσαρμογής — ωστόσο υπάρχει χρόνος,
αρκεί να υπάρξει άμεση δράση. Οι στρατηγικές πρέπει να
συνοδεύονται από στοχευμένες παρεμβάσεις, επενδύσεις και
μηχανισμούς παρακολούθησης, ώστε να υλοποιούνται στην πράξη.
Τέλος, ο Γκολφινόπουλος τονίζει ότι ο τουρισμός, ως
διατομεακός κλάδος, μπορεί και πρέπει να ηγηθεί της
αναγκαίας μεταμόρφωσης — ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα.
|
|
|
|
|
|

|
|
Η
Gen
Z εκτός αγοράς κατοικίας: όταν η στεγαστική κρίση γεννά επικίνδυνες
οικονομικές συμπεριφορές
Η Γενιά Ζ
βρίσκεται ουσιαστικά αποκλεισμένη από την ιδιοκτησία
κατοικίας, και παρά τα στερεότυπα που την ακολουθούν, η ίδια
έχει μάλλον τη μικρότερη ευθύνη για αυτή την εξέλιξη.
Για όσους
γεννήθηκαν μεταξύ 1997 και 2012, η αγορά πρώτης κατοικίας
γίνεται ολοένα και πιο ανέφικτη, λόγω των ιστορικά υψηλών
τιμών και του αυξανόμενου κόστους διαβίωσης. Όση προσπάθεια
κι αν καταβάλλουν, οι περισσότεροι νέοι δεν θα καταφέρουν να
αποκτήσουν τη δική τους στέγη όπως προηγούμενες γενιές.
Αυτό οδηγεί
πολλούς νέους ενήλικες σε ριψοκίνδυνες οικονομικές
συμπεριφορές.
Η στεγαστική κρίση
στρέφει την Gen Z σε τολμηρές επενδύσεις
Κάθε νέα γενιά
έχει κατηγορηθεί από τις παλαιότερες για τεμπελιά ή κακή
διαχείριση των χρημάτων της. Ωστόσο, η Gen Z έχει
αντιμετωπίσει ακόμη εντονότερη κριτική: από την υποτιθέμενη
έλλειψη επαγγελματικής προσπάθειας μέχρι την υπερβολική
κατανάλωση και την υιοθέτηση επενδυτικών συμπεριφορών υψηλού
ρίσκου, όπως η ενασχόληση με τα κρυπτονομίσματα.
Σύμφωνα με τους Financial
Times, υπάρχουν δύο βασικά στοιχεία που διαφοροποιούν τους
σημερινούς νέους από τους παλαιότερους συνομηλίκους τους:
Αντί να
απορρίπτουν τους χαρακτηρισμούς περί «αδιαφορίας», συχνά
τους υιοθετούν, δημιουργώντας έννοιες όπως το «quiet
quitting».
Τα νέα δεδομένα
δείχνουν ότι αυτές οι συμπεριφορές δεν είναι ένδειξη
ανευθυνότητας, αλλά λογικές αντιδράσεις στις ολοένα και πιο
περιορισμένες οικονομικές προοπτικές — και ειδικά στο
γεγονός ότι η ιδιοκτησία κατοικίας απομακρύνεται.
Η έρευνα
Οικονομολόγοι από
το Πανεπιστήμιο του Σικάγο και το Northwestern δημοσίευσαν
πρόσφατα μια σημαντική μελέτη. Χρησιμοποιώντας αναλυτικά
στοιχεία για δαπάνες μέσω καρτών, επίπεδα πλούτου και
στάσεις των Αμερικανών, αποδεικνύουν ότι οι 20άρηδες που δεν
έχουν ρεαλιστική προοπτική να αποκτήσουν σπίτι εμφανίζουν
περισσότερο:
μειωμένη εργασιακή
προσπάθεια,
υψηλότερη δαπάνη
για αναψυχή,
και μεγαλύτερη
προθυμία να αναλάβουν επενδυτικούς κινδύνους, όπως τα
crypto.
Αντίθετα, όσοι
έχουν πιθανότητα να μπουν στην αγορά κατοικίας ή έχουν ήδη
αγοράσει σπίτι δείχνουν πιο συγκρατημένη οικονομική
συμπεριφορά και εργάζονται πιο εντατικά.
Πώς η μη προσιτή
στέγη οδηγεί σε ριψοκίνδυνες επιλογές
Το πιο ουσιώδες
εύρημα είναι ότι η δυσκολία πρόσβασης στην κατοικία και οι
οικονομικές αποφάσεις των νέων συνδέονται άμεσα.
Καθώς η
προσιτότητα επιδεινώνεται, όσοι θεωρούν πως είναι
αποκλεισμένοι από την αγορά ακινήτων καταφεύγουν είτε σε
«στοιχήματα» υψηλού κινδύνου, είτε σε αυτό που η αναλύτρια
Kyla Scanlon ονομάζει «οικονομικό μηδενισμό» — δηλαδή την
άποψη ότι η αποταμίευση δεν έχει νόημα όταν τα ποσά που
απαιτούνται για προκαταβολή είναι ούτως ή άλλως απλησίαστα.
Η εργασιακή
συμπεριφορά
Η Gen Z συχνά
κατηγορείται για έλλειψη αντοχής στην εργασία. Πολλοί νέοι
σχολιάζουν στα κοινωνικά δίκτυα ότι η καθημερινή ρουτίνα 9-5
δεν φέρνει κανένα ουσιαστικό όφελος.
Τα δεδομένα
δείχνουν πως αυτές οι στάσεις δεν προκύπτουν από απροθυμία
για δουλειά, αλλά από την αναγνώριση ότι η σκληρή εργασία
δεν οδηγεί πια στην ιδιωτική κατοικία — έναν παραδοσιακό
στόχο που κινητοποιούσε τις προηγούμενες γενιές.
Όταν ο «τελικός
στόχος» λείπει, η προσπάθεια μοιάζει μάταιη.
Το βάρος της
γονικής βοήθειας
Ακόμη, η άνοδος
της σημασίας της οικονομικής βοήθειας από την οικογένεια
επιβεβαιώνει αυτή τη δυναμική. Στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο
και την Αυστραλία, το βασικό εμπόδιο για την αγορά σπιτιού
δεν είναι οι μισθοί, αλλά η συγκέντρωση της προκαταβολής.
Γιατί να εργάζεται
κάποιος ατελείωτες ώρες για μια μέτρια αύξηση μισθού, όταν
ξέρει ότι θα χρειαστεί μια εξαψήφια προκαταβολή που θα
χρειαστούν δεκαετίες για να αποταμιευτεί;
Οι ευρύτερες
συνέπειες
Τα ευρήματα έχουν
σοβαρές προεκτάσεις:
Αναδεικνύουν την
επείγουσα ανάγκη αντιμετώπισης της στεγαστικής κρίσης, η
οποία πλέον επηρεάζει όχι μόνο την αγορά αλλά και τη
μακροοικονομική σταθερότητα και την κοινωνική συνοχή.
Υπογραμμίζουν τη
σημασία της οικονομικής παιδείας, καθώς οι νέοι καλούνται να
κινηθούν σε ένα περιβάλλον όπου η επιτυχία συχνά προϋποθέτει
ανάληψη μεγάλων κινδύνων.
Με τις παρούσες
συνθήκες, οι περισσότεροι 20άρηδες είναι πιθανό να μείνουν
ενοικιαστές για όλη τους τη ζωή — κάτι που σε παλαιότερες
γενιές θεωρούνταν αδιανόητο.
|
|
|
|
|
|