| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

"Kουλου-βάχατα"

Σχόλια για τα πάντα ……. Η φράση “Κουλου – βάχατα” προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική «κούλου ουάχαντ» που σημαίνει «όλα μαζί ένα».

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

00:01 - 04/08/25

 

                                

Δημογραφικό

 

Πτώση με εξαιρετικά διαφοροποιημένους ρυθμούς του αριθμού των παιδιών που απέκτησαν οι γενεές που γεννήθηκαν στις αρχές του 1950 και του 1980 στις ευρωπαϊκές χώρες, αναδεικνύει πρόσφατη δημοσίευση του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών. Συντάκτες της οι καθηγητές Δημογραφίας και ιδρυτικά μέλη του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών Βύρων Κοτζαμάνης και Αναστασία Κωστάκη.

 

Σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ε.Ε τονίζουν οι δυο ερευνητές, καταγράφεται, στις γενεές που γεννήθηκαν μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου μια μικρότερη ή μεγαλύτερη μείωση του αριθμού των παιδιών που απέκτησαν, και, στη συνέχεια, και μια αύξηση της μέσης ηλικίας στην απόκτησή τους. Ταυτόχρονα, από όλες τις διαθέσιμες έρευνες, προκύπτει ότι στις χώρες αυτές τα ζευγάρια που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1952 και το 1982 επιθυμούσαν να αποκτήσουν περισσότερα από 2 παιδιά κατά μέσο όρο (λίγο περισσότερα όσοι γεννήθηκαν το 1952, λίγο λιγότερα όσοι γεννήθηκαν 30 χρόνια αργότερα).

 

Το ευρύτερο φυσικά περιβάλλον για τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση απογόνων έχει αλλάξει μεταπολεμικά γράφουν οι καθ. Β. Κοτζαμάνης και Α. Κωστάκη στο τελευταίο ψηφιακό δελτίο (FOCUS 7) του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών που επικεντρώνεται στις μεταβολές της γονιμότητας ανάμεσα στη γενεά του 1952 και σε αυτή του 1982. Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες αναφέρουν, αν και με διαφοροποιημένους ρυθμούς, έχουν καταγραφεί σημαντικές αλλαγές όπως: έξαρση του ατομικισμού και ανάδυση μιας επιθυμίας για αυτό-εκπλήρωση, ταχύτατη αστικοποίηση και μείωση του αγροτικού πληθυσμού, χειραφέτηση και μαζική είσοδος της γυναίκας στην αγορά εργασίας, αύξηση του χρόνου παραμονής στο εκπαιδευτικό σύστημα, εμπόδια – στις γυναίκες ιδιαίτερα – για έναν ικανοποιητικό συνδυασμό οικογενειακής ζωής και επαγγελματικής σταδιοδρομίας, έμφυλες διακρίσεις, αύξηση του κόστους μεγαλώματος ενός παιδιού, διάχυση των σύγχρονων και αποτελεσματικών μεθόδων αντισύλληψης, και, στις νεότερες γενεές αυξανόμενες δυσκολίες σταθερής ένταξης στην αγορά εργασίας και πρόσβασης σε κατοικία. Οι αλλαγές αυτές συνοδεύτηκαν κυρίως από τον περιορισμό του ρόλου του παραδοσιακού οικογενειακού μοντέλου υπέρ αυτού των δυο εργαζομένων γονέων (σε συμβίωση ή σε γάμο), μοντέλου ιδιαίτερα εύθραυστου – εξ ου και η ταχύτατη αύξηση των μονογονεϊκών οικογενειών- ενώ η μετάβαση σε συνοδεύτηκε και από την ανάδυση ενός περιβάλλοντος που ευνοεί τις ελεύθερες επιλογές του προσωπικού και επαγγελματικού βίου. 

 

Αναλύοντας ειδικότερα τα δεδομένα της γονιμότητας των γενεών 1952 και 1982 σε 25 ευρωπαϊκές χώρες οι συντάκτες του άρθρου αναφέρουν ότι:

 

Ο αριθμός των παιδιών που κατά μέσο όρο απέκτησαν όσες γυναίκες γεννήθηκαν το 1952 σε 22 από τις 25 εξεταζόμενες χώρες (εξαίρεση αποτελούν μόνον τρείς, η Ελβετία, η Γερμανία και το Λουξεμβούργο) υπερέβαινε τα 1,8. Η απόκλιση της γενεάς του 1952 στις 22 αυτές χώρες από το όριο αναπαραγωγής (2,1 παιδιά/γυναίκα) είναι μικρή, ενώ σε 5 άλλες (Γαλλία, Σλοβακία, Βουλγαρία Πολωνία, Ισπανία) η γονιμότητα ήταν υψηλότερη ακόμη και από το όριο αυτό.

 

Ο αριθμός των παιδιών που απέκτησαν οι γενεές που γεννήθηκαν 30 χρόνια αργότερα (το 1982) υπερβαίνει τα 1,8 παιδιά σε 9 μόνον από τις 25 χώρες. Σε 12 χώρες κυμαίνεται από 1,5 έως 1,75 παιδιά, σε 4 -ανάμεσα στις οποίες και στην Ελλάδα- είναι μικρότερος ακόμη και από τα 1,5, ενώ σε καμία δεν υπερβαίνει πλέον τα 2,1. Οι αλλαγές, επομένως, είναι σημαντικές, παρ’ ότι ο επιθυμητός αριθμός παιδιών παρέμεινε σχεδόν παντού μεγαλύτερος των δύο. Η απόκλιση από το όριο αναπαραγωγής (τα 2,1 παιδιά) σε 9 χώρες με 1,8 ή και περισσότερα παιδιά στη γενεά 1982 είναι μικρή. Στις υπόλοιπες 16 όμως – και ιδιαίτερα σε αυτές με λιγότερα από 1,5 παιδιά – είναι σημαντική. Το αποκαλούμενο δε “fertility gap”, η διαφορά δηλ. ανάμεσα στον επιθυμητό και το αποκτώμενο πλήθος παιδιών στις 16 αυτές χώρες- ειδικότερα δε στις 4 στις οποίες οι γενεές που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 θα αποκτήσουν λιγότερα και από 1,5 παιδιά- είναι μεγάλο.

 
 

 

                                    

Δημογραφικό 2

 

Οι δυο ερευνητές, με βάση τις μεταβολές της διαγενεακής γονιμότητας ανάμεσα στις γυναίκες που γεννήθηκαν το 1952 και στις κόρες τους («γενεά του 1982») ταξινομούν τις 25 ευρωπαϊκές χώρες σε τέσσερεις διακριτές ομάδες.

 

1η) Στην πρώτη ομάδα εντάσσονται το Βέλγιο, η Δανία, η Φιλανδία, η Γαλλία, η Ολλανδία, η Λετονία, η Σουηδία, η Εσθονία, η Νορβηγία και η Λιθουανία. Στις 10 αυτές χώρες στις οποίες η γενεά του 1952 είχε μια πολύ υψηλή γονιμότητα (απέκτησε από 1,80 έως και 2,12 παιδιά/γυναίκα) η γενεά του 1982 συνεχίζει να έχει από τους υψηλότερους δείκτες καθώς η πτώση τους -όταν και αν υπάρχει,- είναι εξαιρετικά περιορισμένη.

 

2η) Η δεύτερη περιλαμβάνει 5 χώρες (Σλοβακία, Πορτογαλία, Ουγγαρία, Βουλγαρία και Τσεχία). Οι χώρες αυτές είχαν μεν από τις υψηλοτέρους δείκτες γονιμότητας στην γενεά του 1952 (1,94 έως 2,28 παιδιά) αλλά στη συνέχεια, μια έντονη -αν και σχετικά συγκρατημένη- πτώση της, με αποτέλεσμα να εντάσσονται στην ομάδα των χωρών «ενδιάμεσης» γονιμότητας στη γενεά του 1982 έχοντας απο 1,69 έως 1,55 παιδιά/γυναίκα.

 

3η) Στην τρίτη ομάδας εντάσσονται 6 χώρες (Γερμανία, Αυστρία, Κροατία, Λουξεμβούργο, Σλοβενία, Ελβετία) με ενδιάμεση γονιμότητα τόσο στη γενεά του 1952 (από 1,76 έως 1,84 παιδιά/γυναίκα) όσο και σε αυτήν του 1982 (από 1,59 έως 1,71 ). Οι χώρες αυτές χαρακτηρίζονται από μια περιορισμένη πτώση του αριθμού των παιδιών ανάμεσα στις δυο αυτές γενεές.

 

4η) Στην τελευταία ομάδα που περιλαμβάνει την Ισπανία, Ιταλία, Πολωνία, και Ελλάδα) εντάσσονται οι χώρες εκείνες που ενώ είχαν μια πολύ υψηλή γονιμότητα (1,85-2,14 παιδιά/γυναίκα) στη γενεά του 1952 έχουν μια εξαιρετικά χαμηλή στη γενεά του 1982

 

Όσον αφορά τις νεότερες γενεές αναφέρουν οι δυο ερευνητές, η όποια πρόβλεψη για τον αριθμό των παιδιών που αυτές θα αποκτήσουν είναι δύσκολη, επισημαίνοντας όμως ότι ακόμη και στις χώρες εκείνες στις οποίες η γονιμότητα της γενεάς του 1982 είναι υψηλή εγγίζοντας τα 2 παιδιά/γυναίκα, την τελευταία δεκαετία καταγράφονται σημαντικές αλλαγές. Αναδύεται π.χ ένα «οικολογικό άγχος», ενισχύεται η αβεβαιότητα των νεότερων γενεών για το μέλλον εξαιτίας και εξωτερικών παραγόντων (διεθνείς συγκρούσεις – κρίσεις και πανδημίες), αυξάνονται ταχύτατα τα ομόφυλα ζευγάρια, συρρικνώνεται το κράτος πρόνοιας και αρχίζει να συζητείται ακόμη και η αναγκαιότητα της αλληλεγγύης μεταξύ κοινωνικοοικονομικών ομάδων και γενεών. Επομένως και στις χώρες αυτές, αναμένεται στις γενεές Ζ -όσους γεννήθηκαν δηλαδή μετά το 1990- μια μείωση τόσο του επιθυμητού όσο και του τελικά αποκτώμενου αριθμού παιδιών.

 

Μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Κοτζαμάνης τονίζει:

 

«Στις χώρες εκείνες που η γενεά του 1952 είχε υψηλή γονιμότητα και, αφενός μεν ελήφθησαν έγκαιρα υπόψη οι σημαντικές αλλαγές που έγιναν μεταπολεμικά σε πλήθος πεδίων, αφετέρου δε υιοθετήθηκαν, και στοχευμένες πολιτικές, οι οποίες, με την ταυτόχρονη ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού κράτους πρόνοιας στήριξαν όχι μόνον την οικογένεια και το παιδί αλλά καλύψαν και τον γονέα/τους γονείς από κάποιους βασικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν στο μέλλον (όπως π.χ στήριξη στη περίπτωση απώλειας της εργασίας και ενεργές πολιτικές επανένταξης, ελάχιστο διασφαλισμένο εισόδημα, πρόσβαση με χαμηλό ενοίκιο σε κατοικία κοκ.) ο αριθμός των παιδιών που απέκτησε η γενεά του 1982 ελάχιστα υπολείπεται από αυτόν που έκαναν οι μητέρες τους. Σε κάποιες άλλες όμως χώρες, οι προαναφερθείσες αλλαγές δεν συνοδεύτηκαν, μέχρι και πρόσφατα, από την υιοθέτηση αντίστοιχων μέτρων και πολιτικών με αποτέλεσμα την ταχύτατη μείωση του αριθμού των παιδιών ανάμεσα στην γενεά του 1952 και σε αυτήν του 1982».

 
 
 

                         

Ελληνική Οικονομία

 

Σύμφωνα με τα τελικά στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών για την περίοδο Ιαν-Ιουν-25, ο Κρατικός Προϋπολογισμός (ΚΠ) παρουσίασε βελτίωση στο συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα, σε σχέση με τον στόχο για την ίδια περίοδο, αναφέρει στο ενημερωτικό της δελτίο "7 Ημέρες Οικονομία" η Eurobank. Όπως αναφέρουν οι αναλυτές της τράπεζας, ο στόχος για την περίοδο Ιαν–Ιουν 2025 προέβλεπε έλλειμμα €2,80 δισ., ενώ η πραγματοποίηση κατέγραψε επίσης έλλειμμα, ύψους €0,56 δισεκ., καταγράφοντας βελτίωση κατά €2,23 δισεκ. (-79,8%) έναντι του στόχου του ΚΠ. Το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο, την ίδια περίοδο, ήταν πλεονασματικό και υπερέβη τον στόχο κατά €2,28 δισεκ. (102,2%). 

 

Σε συνέχεια του Α’ εξάμηνο 2025, τόσο το πρωτογενές ισοζύγιο ΚΠ, όσο και τα αντίστοιχα συνολικά έσοδα, τα φορολογικά έσοδα συμπεριλαμβανομένων των εσόδων του ΦΠΑ αλλά και οι δαπάνες δείχνουν την προσήλωση της κυβέρνησης στη δημοσιονομική πειθαρχία. Σημειώνεται ότι το 2024 ήταν η τρίτη συνεχόμενη χρονιά μετά την περίοδο της πανδημίας (2020-2021) και η έβδομη από το 2014 (με την εξαίρεση του 2015) που η Ελλάδα επιτυγχάνει σημαντικό πρωτογενές πλεόνασμα σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης (ΓΚ). Σημειώνουμε ότι το 2024 το συνολικό δημοσιονομικό ισοζύγιο ΓΚ ήταν θετικό στο 1,3% ΑΕΠ και αναμένεται θετικό τόσο για το 2025 όσο και για το 2026 στο 0,7% και 1,4% του ΑΕΠ αντίστοιχα, σύμφωνα με τις Εαρινές Προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ, Μάι-25). 

 

Αναλυτικότερα, για την εκτέλεση ΚΠ το Α’ εξάμηνο 2025, έχουμε:  

 

Δημοσιονομικό Ισοζύγιο: Το δημοσιονομικό ισοζύγιο κατέγραψε έλλειμμα €0,56 δισ., βελτιωμένο κατά €2,23 δισ. (-79,8%) σε σχέση με τον στόχο του Α’ εξαμήνου 2025.

 

Πρωτογενές Ισοζύγιο: Το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο κατέγραψε πλεόνασμα €4,52 δισ., που αντιπροσωπεύει βελτίωση κατά €2,28 δισεκ. (+102,2%) σε σύγκριση με τον στόχο του Α’ εξαμήνου 2025. Στην πράξη, η βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου είναι σημαντικά χαμηλότερη αφού στο παραπάνω ποσό περιλαμβάνονται δημοσιονομικά ουδέτερα έσοδα, έσοδα που αντιστοιχούν σε προηγούμενους μήνες και ετεροχρονισμός δαπανών (καθυστέρηση πληρωμών). Χωρίς τα εν λόγω ποσά, η υπεραπόδοση του πρωτογενούς ισοζυγίου περιορίζεται σε €0,72 δισεκ.

 

Έσοδα ΚΠ: Τα συνολικά έσοδα ανήλθαν σε €34,38 δισεκ., σημειώνοντας αύξηση κατά €0,48 δισεκ. (1,40%) σε σχέση με τον στόχο του Α’ εξαμήνου 2025. Τα φορολογικά έσοδα διαμορφώθηκαν στα €32,21 δισεκ., υπερβαίνοντας τον στόχο του Α’ εξαμήνου κατά €2,24 δισεκ. (7,46%). Η υπεραπόδοση οφείλεται κυρίως στον ΦΠΑ, τον ΕΝΦΙΑ και τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. Πέρα από τον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ που αναμένεται στο 2,3% αλλά και τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή που αναμένεται στο 2,8%, σύμφωνα με τις Εαρινές Προβλέψεις της ΕΕ, η εν λόγω υπεραπόδοση των εσόδων μπορεί να αποδοθεί και στις παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και την ενίσχυση των ψηφιακών συναλλαγών. Λεπτομερέστερα: 

 

Φόρος Εισοδήματος: Τα έσοδα από το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων ανήλθαν σε €7,45 δισεκ. το Α’ εξάμηνο 2025, υπερβαίνοντας τον στόχο κατά 17,23%, ενώ τα αντίστοιχα έσοδα από νομικά πρόσωπα ήταν αυξημένα έναντι του στόχου κατά 1,78%.

 

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ): Τα συνολικά έσοδα από ΦΠΑ έφτασαν τα €12,89 δισεκ., καταγράφοντας αύξηση κατά €0,32 δισεκ. (2,51%) σε σχέση με τον αντίστοιχο στόχο για το Α’ εξάμηνο 2025. Ο ΦΠΑ προϊόντων και υπηρεσιών εκτός καπνικών προϊόντων και πετρελαιοειδών και παραγώγων, ήταν στα €11,65 δισεκ., αυξημένος κατά €0,41 δισεκ. (3,66%) έναντι του αντίστοιχου στόχου του Α’ εξαμήνου 2025.

 

Φόρος Ακίνητης Περιουσίας: Τα έσοδα από τον φόρο ακίνητης περιουσίας, (εδώ συμπεριλαμβάνονται κυρίως τα έσοδα από τον ΕΝΦΙΑ), ανέρχονταν στα €1,70 δισεκ. βελτιωμένα κατά €0,12 δισεκ. (7,61%), έναντι του αντίστοιχου στόχου για το Α’ εξάμηνο 2025. 

 

Συνολικές Δαπάνες ΚΠ: Οι συνολικές δαπάνες του ΚΠ ανήλθαν σε €34,95 δισεκ., καταγράφοντας μείωση κατά €1,75 δισεκ. (-4,76%) σε σύγκριση με τον στόχο Α’ εξαμήνου 2025. 

 

Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ): Τα έσοδα από το ΠΔΕ ανέρχονταν στα €1,92 δισεκ., μειωμένα κατά €0,58 δισεκ. (-23,08%) σε σύγκριση με τον στόχο Α’ εξαμήνου 2025. Οι δαπάνες του ΠΔΕ ήταν στα €3,59 δισεκ., μειωμένες κατά €0,14 δισεκ. (-3,67%) έναντι του στόχου Α’ εξαμήνου 2025. Το ισοζύγιο του ΠΔΕ ήταν αρνητικό, καταγράφοντας έλλειμμα €1,67 δισεκ., καταγράφοντας αύξηση κατά €0,44 δισεκ. (35,77%) σε σχέση με τον στόχο του Α’ εξαμήνου 2025. Σημειώνεται ότι καθυστερήσεις στην εκτέλεση του ΠΔΕ (σκέλος δαπανών), ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την πορεία των επενδύσεων, τη συνολική πρόοδο των έργων που συγχρηματοδοτούνται από το ΤΑΑ και τελικά την εξέλιξη του ΑΕΠ.

 

Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (TAA): Τα έσοδα από το ΤΑΑ ανήλθαν σε €1,35 δισεκ. στο ίδιο επίπεδο με τον στόχο του Α’ εξαμήνου 2025. Οι δαπάνες του ΤΑΑ διαμορφώθηκαν στα €1,46 δισεκ., αύξηση κατά €0,05 δισεκ. έναντι του στόχου του Α’ εξαμήνου 2025. Το ισοζύγιο του ΤΑΑ ήταν ελλειμματικό στα €0,11 δισεκ., αλλά βελτιωμένο κατά €0,05 δισεκ. σε σχέση με τον αντίστοιχο στόχο. 

 
 

 

                            

Ελληνική Οικονομία 2

 

Εκτίμηση επίτευξης στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος 2025 με βάση τα αποτελέσματα του B’ τριμήνου

 

Η εκτίμηση του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2025 πραγματοποιήθηκε μέσω του υποδείγματος SARIMAX, το οποίο λαμβάνει υπόψη την αυτοσυσχέτιση και την ετήσια εποχικότητα των μηνιαίων δημοσιονομικών δεδομένων της περιόδου 2013-2025. Το μοντέλο επιλέχθηκε με βάση τα κριτήρια πληθώρας πληροφοριών (AIC, BIC) και αξιολογήθηκε μέσω διαγνωστικών ελέγχων διασφαλίζοντας τη σταθερότητα και την αξιοπιστία της πρόβλεψης. Η εκτίμηση του υποδείγματος βασίστηκε σε μηνιαία δεδομένα για την περίοδο Ιαν-18 – Ιουν-25, όπως δημοσιεύονται από το Υπουργείο Οικονομικών στο πλαίσιο της ταμειακής εκτέλεσης του ΚΠ για το σύνολο της ΓΚ. Το υπόδειγμα χρησιμοποιήθηκε για την πρόβλεψη του πρωτογενούς ισοζυγίου ΚΠ σε μηνιαία βάση για την περίοδο Ιουλ–Δεκ-25 ώστε να εξαχθεί η συνολική πρόβλεψη για το εν λόγω έτος.

 

Η εφαρμογή του υποδείγματος κατέληξε σε εκτιμώμενη σωρευτική επίδοση πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους περίπου €5,8 δισεκ. ευρώ για το σύνολο του 2025, σε ταμειακή βάση. Η επίδοση αυτή υπερβαίνει τον ετήσιο στόχο του Προϋπολογισμού (€3,3 δισεκ. ευρώ), υποδεικνύοντας μια θετική δημοσιονομική απόκλιση της τάξης των €2,5 δισεκ. ευρώ. Η προβολή δείχνει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να υπερβεί σημαντικά τον στόχο του έτους, προσφέροντας πρόσθετο δημοσιονομικό περιθώριο για την κάλυψη αναγκών ή νέων παρεμβάσεων. Η υπεραπόδοση αποδίδεται κατά κύριο λόγο στη σημαντικά καλύτερη εκτέλεση του Α’ εξαμήνου, καθώς και σε ενισχυμένες προβλεπόμενες ροές κατά τη θερινή περίοδο (Ιούλ–Αύγ). Η εικόνα αντισταθμίζεται μερικώς από την προβλεπόμενη επιδείνωση των αποτελεσμάτων κατά το τελευταίο τρίμηνο του έτους, αντανακλώντας εποχικά επαναλαμβανόμενα πρότυπα σε ό,τι αφορά την εξόφληση των δαπανών. 

 

Σε όρους ΑΕΠ, ο στόχος Προϋπολογισμού 2025 για το πρωτογενές πλεόνασμα του ΚΠ ανέρχεται σε 1,3% ενώ η πρόβλεψη του υποδείγματος ανέρχεται σε 2,3%. Σημειώνεται εδώ ότι ο ΚΠ αποτελεί μέρος του Προϋπολογισμού ΓΚ. Σύμφωνα με τις Εαρινές Προβλέψεις της ΕΕ, το πρωτογενές πλεόνασμα της ΓΚ για την Ελλάδα το 2025 αναμένεται ακόμη ψηλότερα στο 3,8% του ΑΕΠ. Η ανάλυση του Α’ εξαμήνου και οι τεχνικές προβολές για το υπόλοιπο του έτους συνηγορούν υπέρ της επίτευξης του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2025.

 
 

 
 
 

 

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2025 Greek Finance Forum