|
00:01 -
05/11/25 |
|
|
|
|
|

|
|
Ελληνικό Χρέος
Το δημόσιο χρέος
της Ελλάδας εισέρχεται σε μια νέα φάση αποκλιμάκωσης, καθώς
στο τέλος του 2026 εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει στα επίπεδα
που βρισκόταν πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης
και των μνημονίων. Το επόμενο σημαντικό ορόσημο θα είναι η
πτώση του κάτω από το 100% του ΑΕΠ, η οποία προβλέπεται να
επιτευχθεί την περίοδο 2033–2034.
Πηγές του
Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) αναφέρουν ότι
η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους παραμένει θετική ακόμη και
υπό συντηρητικές εκτιμήσεις ανάπτυξης, με ρυθμούς μεταξύ
0,4% και 0,8% μακροπρόθεσμα.
Πριν φτάσει σε
αυτό το σημείο, η χώρα επιδιώκει να καταλάβει τη δεύτερη
θέση ανάμεσα στις πιο υπερχρεωμένες οικονομίες της
ευρωζώνης, πίσω από την Ιταλία, μέχρι το 2029 — όπως
προβλέπει η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ. Παράλληλα, η Ελλάδα
στοχεύει να έχει εξοφλήσει ως το 2031 όλα τα υπόλοιπα 31,6
δισ. ευρώ του πρώτου μνημονίου, τα οποία με βάση το αρχικό
χρονοδιάγραμμα θα εξοφλούνταν σταδιακά από το 2029 έως το
2041.
Σημαντικό βήμα
προς αυτή την κατεύθυνση θα αποτελέσει η προγραμματισμένη
πρόωρη αποπληρωμή δανείων ύψους 5 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο
του 2025, που περιλαμβάνεται στο υπόλοιπο των 31,6 δισ. ευρώ
του πρώτου προγράμματος στήριξης.
Σύμφωνα με το
προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2026, το δημόσιο χρέος
προβλέπεται να διαμορφωθεί στα 359 δισ. ευρώ, αντιστοιχώντας
στο 137,6% του ΑΕΠ. Για σύγκριση, στο τέλος του 2009
ανερχόταν σε 298 δισ. ευρώ ή 126,8% του ΑΕΠ, ενώ ένα χρόνο
αργότερα, το 2010, είχε αυξηθεί σε 328,6 δισ. ευρώ και
142,8% του ΑΕΠ.
Οι πρόωρες
αποπληρωμές που προηγήθηκαν
Η μείωση του
χρέους οφείλεται εν μέρει στην αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ
λόγω πληθωρισμού, αλλά και στη συνεπή στρατηγική πρόωρων
αποπληρωμών δανείων. Ήδη έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές
κινήσεις:
Τον Μάρτιο του
2019 προπληρώθηκαν 2,7 δισ. ευρώ προς το ΔΝΤ.
Τον Μάρτιο του
2021 ακολούθησε νέα πρόωρη εξόφληση ύψους 2,65 δισ. ευρώ.
Το 2023
προεξοφλήθηκαν πλήρως τα υπόλοιπα δάνεια του ΔΝΤ (1,86 δισ.
ευρώ) και επιπλέον αποπληρώθηκαν δάνεια GLF ύψους 5,29 δισ.
ευρώ τον Δεκέμβριο.
Μέχρι το τέλος του
2024 προγραμματίζεται καταβολή τριπλής δόσης συνολικού ύψους
7,93 δισ. ευρώ.
Συνολικά, το
ελληνικό Δημόσιο έχει εξοφλήσει όλα τα δάνεια του ΔΝΤ, ενώ
από τα αρχικά διμερή δάνεια GLF ύψους 52,9 δισ. ευρώ, έχουν
ήδη αποπληρωθεί 21,3 δισ. ευρώ. Απομένουν 31,6 δισ. ευρώ, τα
οποία θα εξοφληθούν σταδιακά ή και νωρίτερα, εφόσον το
επιτρέψουν οι συνθήκες.
Ο επόμενος σταθμός
Η νέα φάση πρόωρης
αποπληρωμής δανείων GLF αναμένεται να ξεκινήσει τον
Δεκέμβριο του 2025, με στόχο την αποπληρωμή 5,29 δισ. ευρώ
που αντιστοιχούν σε δάνεια με λήξεις από το 2033 έως το
2041.
Ο βασικός στόχος
του ΟΔΔΗΧ είναι η ολοκλήρωση της αποπληρωμής αυτών των
δανείων έως το 2031, δηλαδή περίπου δέκα χρόνια πριν από την
αρχική ημερομηνία λήξης τους. Με αυτόν τον τρόπο, το δημόσιο
χρέος θα περιοριστεί τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και ως
ποσοστό επί του ΑΕΠ, ενισχύοντας περαιτέρω τη δημοσιονομική
αξιοπιστία της χώρας.
|
|
|
|
|
|
|
|

Ανταγωνιστικότητα
Η Ελλάδα
κατατάσσεται 33η μεταξύ 58 χωρών στην έκθεση
ανταγωνιστικότητας 2025 του Eight International Lab,
τοποθετούμενη στο τέταρτο από τα πέντε «γκρουπ
δυναμικότητας», στην κατηγορία των «σχετικά ανταγωνιστικών»
χωρών. Πρόκειται για χώρες που διαθέτουν ανταγωνιστικά
χαρακτηριστικά, αλλά αντιμετωπίζουν διαρθρωτικά κενά.
Η έκθεση
επισημαίνει ότι η Ελλάδα παρουσιάζει σταδιακή ανάκαμψη μετά
την κρίση, αλλά εξακολουθεί να αντιμετωπίζει οικονομικές
ευθραυστότητες, που περιορίζουν την πλήρη αξιοποίηση της
ανταγωνιστικότητάς της. Παρόμοια ευρήματα είχαν διαπιστωθεί
και στην έκθεση του IMD για το 2025, όπου η Ελλάδα βρισκόταν
στην 50ή θέση μεταξύ 69 οικονομιών.
Βαθμολογία και
πυλώνες αξιολόγησης
Η κατάταξη
προκύπτει από 28 δείκτες, κατανεμημένους σε τέσσερις
πυλώνες: Οικονομία, Κοινωνία, Εκπαίδευση, Βιωσιμότητα. Η
συνολική βαθμολογία της Ελλάδας είναι 0,483, με τις
επιμέρους επιδόσεις ως εξής:
Οικονομία: 0,238 –
40ή θέση (κάτω από την Πολωνία, πάνω από την Ιταλία)
Κοινωνία: 0,595 –
36η θέση
Εκπαίδευση: 0,516
– 34η θέση
Βιωσιμότητα: 0,617
– 22η θέση
Χώρες με παρόμοιο
«γκρουπ δυναμικότητας»
Στην ίδια ομάδα με
την Ελλάδα ανήκουν κυρίως χώρες της πρώην Ανατολικής
Ευρώπης, καθώς και κάποιες από τη Λατινική Αμερική και την
Ασία, όπως:
Σλοβακία, Χιλή,
Ουγγαρία, ΗΑΕ, Κόστα Ρίκα, Κίνα, Ρουμανία, Βουλγαρία,
Βραζιλία, Κατάρ.
Παρά την υψηλή
οικονομική απόδοση τριών εξ αυτών (Κίνα, Κατάρ, ΗΑΕ), οι
χαμηλές επιδόσεις τους στους υπόλοιπους πυλώνες μειώνουν τη
συνολική τους ανταγωνιστικότητα.
Κεντρικό μήνυμα
της έκθεσης
Η
ανταγωνιστικότητα πλέον δεν καθορίζεται αποκλειστικά από το
μέγεθος ή την ανάπτυξη, αλλά από την ισορροπία μεταξύ
οικονομίας, κοινωνίας, εκπαίδευσης και βιωσιμότητας, με
έμφαση στη διαρκή εμπιστοσύνη των πολιτών και στη βιώσιμη
ανάπτυξη.
Στην κορυφή της
κατάταξης βρίσκονται Ελβετία, Σουηδία και Νορβηγία, ενώ οι
ΗΠΑ κατατάσσονται 19ες. Μόνο το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού
ζει στις χώρες με τις υψηλότερες επιδόσεις, ενώ το 80%
βρίσκεται στις ομάδες με χαμηλότερες επιδόσεις,
υπογραμμίζοντας το διευρυνόμενο χάσμα ανταγωνιστικότητας
παγκοσμίως.
|
|
|
|
|
|
|
|

Η ελληνική επιχειρηματικότητα εγκλωβισμένη σε
μοντέλο χαμηλής παραγωγικότητας – Ο τουρισμός στηρίζει την
ανάπτυξη, αλλά περιορίζει τη δυναμική
Σε σχέση με τα
παραπάνω θυμίζουμε πως η αποτύπωση της ελληνικής
επιχειρηματικότητας από την ΕΛΣΤΑΤ για το 2023 επιβεβαιώνει
ότι η «αλλαγή παραγωγικού μοντέλου» παραμένει ζητούμενο.
Παρά τη γενικότερη ανάπτυξη, η ελληνική οικονομία
εξακολουθεί να στηρίζεται κυρίως σε δραστηριότητες χαμηλής
παραγωγικότητας και έντασης εργασίας, που σχετίζονται με τον
τουρισμό, την εστίαση και τα καταλύματα.
Από τις
επιχειρήσεις υψηλής ανάπτυξης, δηλαδή εκείνες με
περισσότερους από 10 εργαζόμενους και ετήσια αύξηση
προσωπικού άνω του 10%, η πλειονότητα προέρχεται από τους
τομείς του τουρισμού και της εστίασης. Αντίστοιχα, οι
λεγόμενες «επιχειρήσεις γαζέλες», μικρές σε ηλικία αλλά
ταχέως αναπτυσσόμενες, προέρχονται κατά 50% από αυτούς τους
κλάδους, απασχολώντας σχεδόν το 40% των μισθωτών τους.
Παράλληλα, το 60%
των ενεργών επιχειρήσεων στην Ελλάδα δεν απασχολεί κανέναν
εργαζόμενο, ενώ οι περισσότερες είναι ατομικές. Από το
σύνολο των 932.549 επιχειρήσεων, οι 697.484 είναι ατομικές
και οι 574.264 χωρίς προσωπικό. Οι επαγγελματικές,
επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες αντιπροσωπεύουν
μεγάλο μέρος αυτών των αυτοαπασχολούμενων, οι οποίοι
φορολογούνται πλέον βάσει τεκμαρτού εισοδήματος.
Η εστίαση και τα
καταλύματα αποτελούν τους βασικούς μικροεργοδότες της χώρας,
ενώ το εμπόριο παραμένει ο κυριότερος κλάδος για όσους
απασχολούν έως τέσσερις εργαζόμενους. Ωστόσο, σε
πανευρωπαϊκό επίπεδο, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (κάτω των
10 εργαζομένων) αποτελούν πάνω από το 90% των επιχειρήσεων —
στην Ελλάδα όμως, αυτές οι επιχειρήσεις είναι ακόμη
μικρότερες σε μέγεθος.
Περισσότερες από
τις μισές ελληνικές επιχειρήσεις βρίσκονται στην Αττική και
την Κεντρική Μακεδονία (39% και 16% αντίστοιχα). Η Αττική
έχει και το μεγαλύτερο ποσοστό νέων επιχειρήσεων (9,4%),
ακολουθούμενη από το Νότιο Αιγαίο (8,6%), ενώ οι Δυτική και
Ανατολική Μακεδονία-Θράκη καταγράφουν τα υψηλότερα ποσοστά
παύσης δραστηριότητας.
Ο οικονομολόγος
Δημήτρης Λιάκος σημειώνει ότι η εικόνα αυτή αποκαλύπτει ένα
επιχειρηματικό περιβάλλον κατακερματισμένο, με κυριαρχία των
ατομικών επιχειρήσεων και χαμηλή συλλογική παραγωγικότητα.
Αν και οι μικρές επιχειρήσεις συμβάλλουν στην απασχόληση,
δεν μπορούν να διασφαλίσουν μακροχρόνια βιώσιμη ανάπτυξη ή
ουσιαστική αύξηση εισοδημάτων.
Ο ίδιος
αναγνωρίζει τη σημασία του τουρισμού, αλλά υπογραμμίζει πως
η υπερ-εξάρτηση από αυτόν αφήνει την οικονομία ευάλωτη. «Δεν
είναι κακό να έχουμε έναν ισχυρό τουρισμό, αλλά πρόβλημα
είναι ότι δεν διαθέτουμε άλλους τομείς με ανάλογη δυναμική»,
επισημαίνει.
Κατά τον κ. Λιάκο,
το ζητούμενο είναι η ποιοτική αναβάθμιση του επιχειρηματικού
τοπίου, με περισσότερες εταιρείες εξωστρεφείς, καινοτόμες
και συνεργατικές, ώστε η οικονομία να περάσει από την
«ατομική επιβίωση» στη συλλογική πρόοδο.
Ανάλογη ανάλυση
παρουσιάζει και ο οικονομολόγος Βλάσης Μισσός, ο οποίος
τονίζει ότι η Ελλάδα διαθέτει λίγες μεγάλες επιχειρήσεις σε
σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Η ανάπτυξη νέων και ενεργών
επιχειρήσεων επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στον
τουρισμό, με αποτέλεσμα η χώρα να παραμένει «εγκλωβισμένη σε
ένα υπόδειγμα χαμηλών πτήσεων», όπως χαρακτηριστικά
αναφέρει.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|

Χωρίς υπαλλήλους το 60% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα
Σε σχέση με τα
παραπάνω, τουλάχιστον σε ένα βαθμό. Ατομικές είναι οι τρεις
στις τέσσερις επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα, ενώ
πάνω από έξι στις δέκα εμφανίζονται να λειτουργούν χωρίς
μισθωτούς, είτε διότι πρόκειται για ελεύθερους επαγγελματίες
είτε διότι πρόκειται για επιχειρήσεις που η λειτουργία τους
βασίζεται σε αδήλωτη, «μαύρη» εργασία. Η συντριπτική
πλειονότητα των επιχειρήσεων στην Ελλάδα εξακολουθεί να
είναι στραμμένη στον τομέα των υπηρεσιών, με ίσως πιο
ανησυχητικό στοιχείο το γεγονός ότι στον πυρήνα της νέας
επιχειρηματικότητας, των επιχειρήσεων δηλαδή που μετρούν
πέντε – έξι χρόνια ζωής, βρίσκονται ο τουρισμός και η
εστίαση. Τομείς που φέρνουν γρήγορα έσοδα, αλλά που είναι
εξαιρετικά ευάλωτοι σε οικονομικές, γεωπολιτικές και
κλιματικές αναταράξεις.
Mε
δεδομένα τα παραπάνω, κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι το γεγονός
ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί σε ανταγωνιστικότητα
έναντι των άλλων ευρωπαϊκών κρατών, η παραγωγικότητα της
εργασίας παραμένει εξαιρετικά χαμηλή και η μεγέθυνση του ΑΕΠ
προέρχεται κυρίως από την ιδιωτική κατανάλωση.
Σύμφωνα με τα
στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή
(ΕΛΣΤΑΤ), το πλήθος των ενεργών επιχειρήσεων που
δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα στους τομείς της βιομηχανίας,
των κατασκευών, του εμπορίου και των υπηρεσιών ανήλθε σε
932.549 το 2023, από 917.441 το 2022.

Από το σύνολο των
932.549 ενεργών επιχειρήσεων, οι 697.484 επιχειρήσεις ήταν
ατομικές, ποσοστό δηλαδή περίπου 75%, ενώ 574.264, το 61%
δηλαδή του συνόλου, δεν απασχολούσαν μισθωτούς. Οι τομείς με
το μεγαλύτερο πλήθος ενεργών επιχειρήσεων ήταν το χονδρικό
και το λιανικό εμπόριο με 222.793 επιχειρήσεις, οι οποίες
αποτελούν το 23,9% του συνόλου των ανωτέρω επιχειρήσεων, οι
επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες με
161.222 επιχειρήσεις (πρόκειται για επιχειρήσεις –
ελεύθερους επαγγελματίες γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς,
τεχνίτες κ.ο.κ.), οι οποίες αποτελούν το 17,3%, και
ακολουθούν οι δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος
και εστίασης με 108.413 επιχειρήσεις που αντιστοιχούν σε
ποσοστό 11,6%. Μεταποιητικές επιχειρήσεις ήταν το 2023 μόλις
το 6,15% του συνόλου, οι περισσότερες όμως επίσης πολύ
μικρές, κατά βάσιν βιοτεχνίες, αφού από τις 57.326 σχεδόν οι
μισές (28.203) εμφανίζονται να μην απασχολούν μισθωτούς και
19.424 απασχολούν έναν έως τέσσερις μισθωτούς. Οπως άλλωστε
έχει επισημάνει σε πρόσφατη έκθεσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή,
περίπου το 70% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα
δραστηριοποιείται σε κλάδους υπηρεσιών χαμηλής έντασης
γνώσης και σε κλάδους της μεταποίησης χαμηλής τεχνολογίας,
απασχολεί το 76,6% των εργαζομένων και παράγει το 66,3% της
προστιθέμενης αξίας των ΜΜΕ.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Τι σημαίνει το παραπάνω….
Τι σημαίνει το
παραπάνω για τις ίδιες τις επιχειρήσεις και συνολικά για την
ελληνική οικονομία; Πολύ μικρές δυνατότητες ανάπτυξης για
τις ίδιες και χαμηλή ανταγωνιστικότητα για την ελληνική
οικονομία. «Η συγκριτικά μεγαλύτερη συμμετοχή των πολύ
μικρών επιχειρήσεων στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας
δυσχεραίνει την επίτευξη οικονομιών κλίμακας, ενώ περιορίζει
τη δυνατότητα τεχνολογικού εκσυγχρονισμού. Αναλυτικότερα,
σύμφωνα με εκτιμήσεις τις Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2024,
σχεδόν το 47% των απασχολουμένων στην Ελλάδα (Ε.Ε.-27:
30,1%) εργάζεται σε επιχειρήσεις με λιγότερα από δέκα άτομα,
με τους αυτοαπασχολούμενους να αντιπροσωπεύουν το 27,1% της
συνολικής απασχόλησης στη χώρα μας (Ε.Ε.-27: 13,7%). Ενας
άλλος δομικός παράγοντας σχετίζεται με τον προσανατολισμό
της ελληνικής οικονομίας προς τις υπηρεσίες –των οποίων η
πλειονότητα των κλάδων είναι εντάσεως εργασίας– έναντι της
βιομηχανίας που είναι περισσότερο εντάσεως κεφαλαίου. Το
ποσοστό της βιομηχανίας στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη
αξία (ΑΠΑ) ανήλθε το 2024 σε 15,1% και παρά την αύξηση του
εν λόγω ποσοστού σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία
εξακολουθεί να παραμένει από τα χαμηλότερα στην Ε.Ε.-27»,
επισημαίνει η
Alpha Bank
στο χθεσινό δελτίο οικονομικών εξελίξεων.
Δεν είναι τυχαίο,
άλλωστε, ότι το 2025 η Ελλάδα βρέθηκε στην 50ή θέση μεταξύ
69 χωρών στην Παγκόσμια Επετηρίδα Ανταγωνιστικότητας (με
έτος αναφοράς το 2024) που καταρτίζει το
IMD
(International
Institute
for
Management
Development),
με τον πυλώνα της «Επιχειρηματικής Αποτελεσματικότητας» να
κατρακυλά εννέα θέσεις (στην 53η) και το
IMD
να επισημαίνει ότι η Ελλάδα χρειάζεται επενδύσεις σε τομείς
που δημιουργούν πολλές, νέες και σταθερές θέσεις εργασίας,
όπως είναι ο μεταποιητικός, προκειμένου η οικονομία να είναι
πιο ανθεκτική.
Σύμφωνα με τα
στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, από το σύνολο των 78.754 επιχειρήσεων
που ιδρύθηκαν το 2023, οι 54.193 επιχειρήσεις ή το 69% ήταν
ατομικές, ενώ 61.169 ή το 78% δεν απασχολούσαν μισθωτούς. Οι
τομείς με το μεγαλύτερο πλήθος γεννήσεων επιχειρήσεων ήταν
οι επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες
με 14.693 επιχειρήσεις (18,7%), το χονδρικό και το λιανικό
εμπόριο με 13.001 επιχειρήσεις (16,5%), και ακολουθούν οι
δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης με
9.616 επιχειρήσεις (12,2%). Ακόμη και οι περίφημες «γαζέλες»
(όπως ονομάζονται οι επιχειρήσεις υψηλής ανάπτυξης, που
απασχολούσαν δέκα μισθωτούς το 2020 και είχαν μέση ετήσια
αύξηση του αριθμού των μισθωτών 10% την περίοδο 2020-2023),
αφορούν κυρίως για επιχειρήσεις των κλάδων παροχής υπηρεσιών
καταλύματος και εστίασης.
|
|
|
|
|
|