|
00:01 - 08/05/25
|
|
|
|
|
|

|
|
Χρέος
Έχοντας κάνει ένα
πρώτο τσεκάρισμα πως τα νούμερα που ανακοινώθηκαν είναι
σωστά, αν και θέλουμε να τα ξαναδούμε ακόμη πιο προσεκτικά.
Τα όσα ανακοινώθηκαν την Τετάρτη από το ΥΠΟΙΚ για το
ελληνικό χρέος είναι πραγματικά πολύ σημαντικά. Μπορεί να
ακουστεί υπερβολικό. Αλλά είναι από τις πιο ευχάριστες
ειδήσεις των τελευταίων εβδομάδων, ειδικά σε ένα θέμα που
μπορεί να μη φαίνεται τόσο άμεσο. Είναι όμως ένα μεγάλο
αγκάθι για τις μελλοντικές προοπτικές της ελληνικής
οικονομίας..
Συγκεκριμένα
λοιπόν.
Βιώσιμο και με
καλύτερες προοπτικές από άλλες χώρες της ευρωζώνης είναι το
ελληνικό δημόσιο χρέος, του οποίου σημαντικό μέρος, ύψους
περίπου 31,6 δισ. ευρώ, θα αποπληρωθεί πρόωρα έως το 2031,
δηλαδή μια δεκαετία νωρίτερα της κανονικής του λήξης, όπως
προανήγγειλε πρόσφατα ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και
Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης. Το δημόσιο χρέος της
χώρας έχει καλύτερους όρους εξυπηρέτησης σε σχέση με το
γερμανικό αλλά και άλλων κρατών -μελών, καθώς εξυπηρετείται
με κόστος 1,73% .
Οι πρόωρες
αποπληρωμές για τα δάνεια του πρώτου Μνημονίου θα
συνεχιστούν και τα επόμενα έτη, ώστε το εν λόγω δάνειο να
αποπληρωθεί πλήρως έως το 2031, αντί του αρχικού πλάνου για
το 2041. Άλλωστε, τον Δεκέμβριο του 2025 το ελληνικό κράτος
θα προβεί σε περαιτέρω πρόωρη αποπληρωμή του μνημονιακού
δανείου, ύψους τουλάχιστον 5,29 δισ. ευρώ, με το ποσό αυτό
να αφορά τις λήξεις από το 2033 έως και το 2041.
Με αυτή την κίνηση
το ελληνικό Δημόσιο περνάει ένα μήνυμα περαιτέρω διασφάλισης
στους θεσμούς, στους οίκους αξιολόγησης αλλά κυρίως στη
διεθνή επενδυτική κοινότητα ότι κινείται με προνοητικότητα
και διορατικότητα, έγκαιρα και σε ασφαλή χρόνο, προκειμένου
να μειώσει ακόμη περαιτέρω τις ήδη μειωμένες ετήσιες μικτές
χρηματοδοτικές ανάγκες του και μετά το 2032.
Επίσης, σύμφωνα με
τις αποφάσεις του Eurogroup (Μάιος 2018), για όλο το
διάστημα μεταξύ 2018 και 2032, αν η Ελλάδα επιτυγχάνει τους
δημοσιονομικούς της στόχους και προβαίνει στις διαρθρωτικές
αλλαγές που έχουν συμφωνηθεί με τους θεσμούς, αλλά στο
διάστημα αυτό προκύψει μία παγκόσμια οικονομική κρίση ή
κατάσταση ανωτέρας βίας, εξαιτίας της οποίας το ελληνικό
δημόσιο χρέος θα μπορούσε να καταστεί μη βιώσιμο (για λόγους
δηλαδή που δεν ευθύνεται η χώρα), τότε οι ευρωπαϊκοί θεσμοί
και οι χώρες της ευρωζώνης θα επανεξετάσουν τη λήψη
επιπρόσθετων μέτρων για τη βιωσιμότητα του ελληνικού
χρέους.
Με άλλα λόγια η
χώρα μας έχει διασφαλίσει μία οιονεί παροχή εγγύησης προς
αυτήν, αναφορικά με τη βιωσιμότητα του χρέους της για την
μετά το 2032 εποχή. Παρά την διασφάλιση αυτή, αν και έως
σήμερα έχουν συμβεί παγκόσμια γεγονότα που θα μπορούσαν να
οδηγήσουν το ελληνικό χρέος σε μη βιώσιμη τροχιά (πανδημία,
ενεργειακή κρίση, γεωπολιτικά, δασμοί κλπ.) το ελληνικό
κράτος και η κυβέρνηση έχουν αντιμετωπίσει τις κρίσεις αυτές
επιτυχώς χωρίς να φαίνεται απαραίτητη σήμερα η παροχή
επιπλέον μέτρων το έτος 2032.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Το προφίλ του χρέους
Όπως σημειώνεται
στην ανακοίνωση του ΥΠΟΙΚ. Όλη η σκληρή προσπάθεια των 15
τελευταίων ετών κατέτεινε στο να διαμορφωθεί ένα
χαρτοφυλάκιο δημοσίου χρέους γενικής κυβέρνησης το οποίο, με
στοιχεία τέλους 2024, έχει τα ακόλουθα βασικά
χαρακτηριστικά:
Ύψος χρέους: 364,8
δισ ευρώ
Μέση σταθμική
διάρκεια χρέους: 18,8 έτη
Μέση σταθμική διάρκεια ανατιμολόγησης: 18,2 έτη
Ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης: 1,73%
Από τους
προαναφερόμενους δείκτες προκύπτει ότι το ελληνικό δημόσιο
χρέος, με όρους χαρτοφυλακίου αναφοράς (benchmark
portfolio), επί της ουσίας προσομοιάζει με ένα ομόλογο, το
οποίο θα πρέπει να αποπληρωθεί εφάπαξ μετά από περίπου 19
έτη, που δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο αγοράς (επιτοκιακό,
συναλλαγματικό, κλπ.), με σταθερό και προβλέψιμο κόστος
εξυπηρέτησης για όλη τη διάρκεια μέχρι τη λήξη του, της
τάξεως του 1,73%.
Αν σήμερα, η πλέον
αξιόχρεη χώρα της Ευρωζώνης Γερμανία επιθυμούσε να προβεί σε
δανεισμό διάρκειας 19 ετών (όσο δηλαδή η μέση σταθμική
διάρκεια του ελληνικού χρέους) το κόστος δανεισμού της θα
ανερχόταν σε 2,93%, δηλαδή 1,20% υψηλότερο από το κόστος
εξυπηρέτησης του ελληνικού δημόσιου χρέους. Την ίδια στιγμή
θα έπρεπε να ανα-χρηματοδοτήσει το σύνολο του χρέους της σε
λιγότερο από το μισό χρόνο από αυτόν της Ελλάδος, αφού η
μέση σταθμική φυσική διάρκεια του γερμανικού δημόσιου χρέους
είναι περίπου 8 έτη (έναντι περίπου 19 έτη του ελληνικού) με
μεγάλο κίνδυνο για μελλοντικό αυξημένο κόστος νέου δανεισμού
– άρα εξυπηρέτησης- σε ένα εξαιρετικά ασταθές περιβάλλον
αυξανόμενων επιτοκίων. Τον ίδιο κίνδυνο αντιμετωπίζει και το
σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών αφού συνολικά έχουν μέση
σταθμική φυσική διάρκεια χρέους 8,5 έτη περίπου.
Είναι επίσης
σημαντικό το γεγονός ότι τα συνολικά ταμειακά διαθέσιμα της
χώρας ανέρχονται με όρους γενικής κυβέρνησης στο ποσό πλέον
των 44 δισ. ευρώ. Η αξιοποίηση των διαθεσίμων αυτών ήταν και
θα παραμείνει βέλτιστη αφού, εκτός άλλων, θα συνεχιστεί η
πολιτική των πρόωρων αποπληρωμών των διμερών δανείων του
πρώτου μνημονίου που σύναψε η χώρα μας με τις χώρες της
Ευρωζώνης (GLFA). Ήδη μέχρι στιγμής το Ελληνικό Δημόσιο
προεξόφλησε και αποπλήρωσε πλήρως τα δάνεια του ΔΝΤ, ενώ από
τα διμερή δάνεια GLFA, αρχικού ύψους 52,9 δισ. ευρώ, έχει
ήδη αποπληρώσει ποσό 21,3 δισ. ευρώ. Το υπολειπόμενο ποσό
των εν λόγω δανείων ανέρχεται σε 31,6 δισ. ευρώ και
αποπληρώνεται σε σχεδόν ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις από το
2029 έως το 2041, σύμφωνα με το αρχικό πρόγραμμα
αποπληρωμής.
Το βιώσιμο ελληνικό
χρέος αποτυπώνεται στις αξιολογήσεις και τα spreads
Οι όποιες ανησυχίες
για το τι μέλει γενέσθαι μετά το έτος 2032 εδράζουν στην
πρόσφατη, εξαιρετικά οδυνηρή εμπειρία της προ 15-ετίας
κρίσης χρέους που βίωσε η Ελλάδα και στα επακόλουθα αυτής,
με τα τρία προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, την
απώλεια κατά τουλάχιστον 25% του πραγματικού ΑΕΠ της χώρας
και του κατά κεφαλήν εισοδήματος, που προέκυψε λόγω της
αναπόφευκτης εσωτερικής υποτίμησης για την ανάκτηση της
δημοσιονομικής της σταθερότητας, καθώς και της
ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, κλπ.
Υπενθυμίζονται τα
μέτρα που έχουν ληφθεί από τη χώρα σε συνεργασία με τους
εταίρους της και τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς θεσμούς:
η εφαρμογή του PSI
(Private Sector Involvement) τον Μάρτιο του 2012 και η
εθελοντική ανταλλαγή των ομολόγων που ακολούθησε, μείωσε την
ονομαστική αξία του δημόσιου χρέους της χώρας κατά περίπου
45% του ΑΕΠ.
η επαναγορά χρέους (debt buy back) που έλαβε χώρα τον
Δεκέμβριο του 2012, μείωσε περαιτέρω την ονομαστική αξία του
δημόσιου χρέους κατά περίπου 10% του ΑΕΠ.
η εφαρμογή των βραχυχρόνιων μέτρων για τη βιωσιμότητα του
ελληνικού δημοσίου χρέους που έλαβαν χώρα το 2017, μείωσαν
το δημόσιο χρέος κατά περίπου 25% του ΑΕΠ με όρους παρούσας
αξίας και τέλος,
η εφαρμογή των μεσο – μακροχρόνιων μέτρων για τη βιωσιμότητα
του ελληνικού δημοσίου χρέους που έλαβαν χώρα το 2018,
μείωσαν επιπλέον το δημόσιο χρέος κατά περίπου 25% του ΑΕΠ
με όρους παρούσας αξίας.
Όλα τα μέτρα, πέραν
της μείωσης του δημόσιου χρέους, είχαν σαν κύριο στόχο τους
την επέκταση της μέσης σταθμικής φυσικής διάρκειας του
χαρτοφυλακίου χρέους καθώς και τη σταθεροποίηση του κόστους
εξυπηρέτησής του, σε επίπεδα ιστορικών χαμηλών επιτοκίων.
Σήμερα, το ελληνικό
δημόσιο χρέος, παρά το υψηλό ποσοστό του ως προς το ΑΕΠ,
είναι και βιώσιμο και με πολύ καλύτερες προοπτικές από
πολλές άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Η βιωσιμότητα και
οι θετικές προοπτικές του ελληνικού δημόσιου χρέους
αποτυπώνονται πλήρως από τη συνεχή πτώση των περιθωρίων
(spreads) των ελληνικών κρατικών χρεογράφων έναντι όλων των
άλλων χωρών της Ευρωζώνης, που σε μερικές περιπτώσεις είναι
σημαντικά χαμηλότερα από χώρες με μικρότερο χρέος και με
υψηλότερο βαθμό πιστοληπτικής ικανότητας. Επίσης
αποτυπώνονται στις συνεχείς αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της
ελληνικής οικονομίας, ειδικότερα κατά τα τελευταία δύο έτη
που έχει επιτευχθεί η επενδυτική βαθμίδα αλλά και ακόμα
υψηλότερη.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Ελληνική Οικονομία
Πολύ ενδιαφέροντα
τα όσα είπε για την ελληνική οικονομία και το γραφείο
προϋπολογισμού της Βουλής, που συνεχίζει να κάνει πολύ καλή
δουλειά.
Στοχευμένη
μείωση φορολογικών συντελεστών στη μισθωτή εργασία και
μείωση των ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων και
επιχειρήσεων, προκρίνει το Γραφείο του Προϋπολογισμού του
Κράτους στη Βουλή, για την αξιοποίηση του δημοσιονομικού
χώρου, που πρέπει να προχωρήσει γρήγορα.
Κατά την παρουσίαση
της Τριμηνιαίας Έκθεσης Μαρτίου 2025, που συνέταξε το
Γραφείο του Προϋπολογισμού του Κράτους, ενώπιον της αρμόδιας
κοινοβουλευτικής επιτροπής, ο συντονιστής Ιωάννης
Τσουκαλάς ρωτήθηκε πολλές φορές από τους βουλευτές για τα
πλεονάσματα, το δημοσιονομικό χώρο, το μείγμα οικονομικής
πολιτικής, τους μισθούς, το κεφαλήν ΑΕΠ και ασφαλώς για το
τι μέλλει γενέθαι μόλις ολοκληρωθεί η ροή χρηματοδότησης από
το ΤΑΑ.
Ως προς το κεφαλήν
ΑΕΠ, κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης, ο κ Τσουκαλάς
αναφέρθηκε σε εκτιμήσεις που δείχνουν ότι στην Ελλάδα θα
απαιτηθούν τουλάχιστον επτά με δέκα χρόνια να προσεγγίσουμε
το κατά κεφαλήν εισόδημα στα προ της οικονομικής κρίσης
επίπεδα, που και αυτά υπολείπονται σημαντικά από το μέσο όρο
στην ευρωζώνη.
Τα πλεονάσματα
Αναφερόμενος
στα πλεονάσματα, ο κ. Τσουκαλάς τα απέδωσε στην πρωτοφανή
ανακάλυψη φορολογητέας ύλης και η εκτίμηση του συντονιστή
είναι ότι αυτό είναι κάτι που θα επιβεβαιωθεί και στις
φορολογικές δηλώσεις για το 2024.
«Με
όλη αυτή την ψηφιοποίηση που συντελείται έχει διευρυνθεί η
φορολογική βάση, συστηματικά και μόνιμα. Δηλαδή αυτά τα
επιπλέον έσοδα που βλέπουμε από ΦΠΑ αλλά και από εισοδήματα
που πριν δεν μπορούσαμε να τα ανακαλύψουμε, φαίνεται να
είναι μόνιμα, λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας», είπε ο κ.
Τσουκαλάς.
Τα πλεονάσματα
απέδωσε επίσης στην ανάπτυξη της οικονομίας και τη μείωση
δαπανών. «Σίγουρα δεν είναι η υπερφορολόγηση, με βάση τα
στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, γι' αυτή την καταγραφή
του πλεονάσματος», είπε και επισήμανε ότι οι φορολογικοί
συντελεστές, για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, από το
2020, παραμένουν ίδιοι και κάποιοι έχουν μειωθεί.
Στρεβλώσεις στη
φορολογία εισοδήματος
«Το ερώτημα είναι
τι θα κάνουμε με το πλεόνασμα. Επιτύχαμε, μεταξύ 2023-2024,
μια μείωση χρέους προς ΑΕΠ, 10 ποσοστιαίες μονάδες, πολύ
πάνω από το 1% που θέλει το νέο πλαίσιο οικονομικής
διακυβέρνησης της ΕΕ», είπε ο κ. Τσουκαλάς και πρόσθεσε:
«Η θέση μας είναι,
όπως την έχουμε αναπτύξει και στις εκθέσεις, ότι πλέον
πρέπει να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον δημοσιονομικό χώρο, για
να μειωθούν φορολογικοί συντελεστές στη μισθωτή εργασία, σε
πρώτη φάση, και αν γίνεται ταυτόχρονα, και ασφαλιστικές
εισφορές, εργαζομένων και επιχειρήσεων και κυρίως να
στηριχθούν οι νέοι, όσον αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές».
Ο συντονιστής του
Γραφείου Προϋπολογισμού δεν παρέλειψε, στο σημείο αυτό, να
επισημάνει ότι η φορολογία φυσικών προσώπων χαρακτηρίζεται
από δύο στρεβλώσεις: την απότομη αλλαγή του φορολογικού
συντελεστή από το 9% στο 22%, για εισοδήματα πάνω από 10.000
ευρώ, η οποία κάπως θα πρέπει να εξομαλυνθεί και η δεύτερη
στρέβλωση είναι ότι το εισόδημα πάνω από το οποίο
φορολογείται με 44%, είναι αρκετά χαμηλό, είναι 40.000
ευρώ.
«Αυτές οι δύο
στρεβλώσεις δημιουργούν αντικίνητρα για εργασία, κυρίως για
εργασία ανθρώπων με υψηλές δεξιότητες που πιθανό να θέλανε
να επιστρέψουν κάποιοι στην Ελλάδα αλλά λόγω αυτών των
υψηλών συντελεστών, υψηλής φορολόγησης, γι' αυτό το
εισόδημα, το σκέπτονται δύο και τρεις φορές», είπε ο κ.
Τσουκαλάς και σημείωσε:
«Επομένως, σαφώς
και πρέπει να χρησιμοποιηθεί αυτός δημοσιονομικός χώρος, όσο
γίνεται γρηγορότερα. Το μείγμα δεν μπορούμε να το
αποφασίσουμε εμείς, αλλά και με τις συζητήσεις που κάνουμε
εδώ, νομίζουμε ότι μπορούμε να βοηθήσουμε το οικονομικό
επιτελείο να προχωρήσει σε κάποιες στοχευμένες μειώσεις
φορολογικών συντελεστών και ίσως σε κάποια άλλα βάρη, όπως
οι ασφαλιστικές εισφορές».
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Κάμψη της ανάπτυξης μετά το Ταμείο Ανάκαμψης
Στο σημείο αυτό
πάντως ο κ. Τσουκαλάς επισήμανε πως όλες οι προβλέψεις των
διεθνών οργανισμών δείχνουν επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης
της ελληνικής οικονομίας, μεταξύ 1% και 1,5%, από το 2027
και μετά, όταν δηλαδή θα έχει τελειώσει η χρηματοδότηση από
το Ταμείο Ανάκαμψης.
«Θεωρώ ότι θα
έχουμε μια μικρή αύξηση της παραγωγικότητας, λόγω των
επενδύσεων που γίνονται τώρα και το κεφάλαιο που θα εισέλθει
στην οικονομία. Αν υποθέσουμε συνεπώς ότι η ανάπτυξη
επιβραδύνεται, τότε θέλουμε υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα,
για να μπορούμε να ρίχνουμε ταχύτερα το χρέος προς ΑΕΠ»,
είπε και επισήμανε ότι πρέπει να έχουν όλοι στο μυαλό τους
στη διαδικασία μετασχηματισμού του πορτοφόλιου του χρέους
από τον επίσημο τομέα σε όρους αγοράς.
«Θέλω να πω με αυτό
ότι θα είμαστε πιο ευάλωτοι σε διακυμάνσεις στην αγορά
ομολόγων, όσο πηγαίνουμε σε όρους αγοράς. Γι' αυτό
επιμένουμε πολύ στις εκθέσεις ότι όσο η οικονομία
αναπτύσσεται γρήγορα, είναι καλό να μειώνουμε το λόγο χρέους
προς ΑΕΠ, όσο γίνεται γρηγορότερα. Να πάμε ταχύτερα, προς το
100%, που είναι κάτι σαν ψυχολογικό όριο για τις αγορές,
αυτό το 100%. Είμαστε τώρα στο 153%. Τουλάχιστον να μην
έχουμε την πρωτοκαθεδρία σε αυτόν τον δείκτη», είπε ο
συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού.
Παρατήρησε δε ότι
και οι οίκοι αξιολόγησης, «παρότι μας αναβαθμίζουν, βάζουν
πολλούς αστερίσκους», γιατί «έχουμε μεν καλές δημοσιονομικές
επιδόσεις αλλά ταυτόχρονα μας λένε ότι το οικονομικό μας
μοντέλο στηρίζεται κυρίως σε δύο πυλώνες, τον τουρισμό και
τη ναυτιλία-μεταφορές, και μετά το Ταμείο Ανάκαμψης, μας
λένε ότι δεν βλέπουν πώς θα χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη της
ελληνικής οικονομίας, με τρόπο συστηματικό και δυναμικό».
Επομένως, ανέφερε ο
κ. Τσουκαλάς, πρέπει να αναπτυχθούν και άλλοι τομείς όπως η
μεταποίηση που «φαίνεται ότι κάνει άλματα αλλά πρέπει να
στηριχθεί περαιτέρω».
Σε σχέση με τις
χρηματοδοτήσεις του ΤΑΑ, ο κ. Τσουκαλάς παρατήρησε ότι τα
στοιχεία δείχνουν πως οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις παίρνουν
χρηματοδότηση, δάνεια από το ΤΑΑ αλλά το ερώτημα είναι αν οι
μικρομεσαίες επιχειρήσεις ζητάνε δάνεια από το ΤΑΑ ή αν
γενικότερα ζητούν δάνεια από το τραπεζικό σύστημα επειδή «με
βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, δεν φαίνεται να υπάρχει ισχυρή
ζήτηση από την πλειοψηφία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων». Σε
αυτό παίζουν ρόλο και τα υψηλά επιτόκια δανεισμού που ακόμα
δεν έχουν κατέβει όσο θα θέλαμε, όπως είπε και πρόσθεσε:
«Περιμένουμε από το 2025 να αρχίσουμε να βλέπουμε κάποια
αύξηση της χρηματοδότησης από τις τράπεζες οι οποίες έχουν
εξυγιανθεί πλήρως».
Το κατά κεφαλήν
ΑΕΠ
Ο συντονιστής του
Γραφείου Προϋπολογισμού αναφέρθηκε εμφατικά στις απώλειες
της οικονομικής κρίσης της περιόδου 2008-2016. «Οι απώλειες
ήταν τερατώδεις κατά τη διάρκεια της κρίσης. Αυτό που συνέβη
προσομοιάζει σε έναν πόλεμο», είπε ο κ. Τσουκαλάς. «Το κατά
κεφαλή ΑΕΠ ήταν 21.000 ευρώ το 2007. Με τις υπάρχουσες
υποθέσεις, το καλό σενάριο είναι να το φτάσουμε το 2032 και
με το πιο συγκρατημένο σενάριο το 2035. Επομένως συζητάμε
για άλλα οκτώ με δέκα χρόνια, για να φτάσουμε, το ονομαστικό
ΑΕΠ στα 21.000 ευρώ και αυτό είναι πολύ κάτω από το 90% του
μέσου όρου της ευρωζώνης», ανέφερε επίσης.
Αμυντική βιομηχανία
Αναφερόμενος στις
αμυντικές δαπάνες, υπογράμμισε αυτό που και η Έκθεση του
Γραφείου του Προϋπολογισμού του Κράτους επισημαίνει, ότι
δηλαδή από εδώ και στο εξής πρέπει να γίνονται με ανάπτυξη
της αμυντικής βιομηχανίας. «Πολλά από τα κράτη που βλέπουμε
τώρα να πρωτοστατούν στον τεχνολογικό τομέα, πολλές από τις
τεχνολογικές ανακαλύψεις έχουν ξεκινήσει μέσα από τις
αμυντικές δαπάνες, δηλαδή ανάπτυξη νέων τεχνολογιών στα
αμυντικά συστήματα. Επομένως και για εμάς θα ήταν ευχής έργο
να μπούμε σε αυτόν τον καλό κύκλο, να αναπτύξουμε έρευνα και
καινοτομία, μέσα από αμυντικές δαπάνες», σημείωσε.
|
|
|
|
|
|

|
|
«Πάγος» στο «methisi.pass»
του Κυρανάκη
Είχαμε χάσει την
όλη ιστορία με το methisi.pass και με έκπληξη και γελώντας
διαβάσαμε τα όσα έγραψε παρακάτω ο Βηματοδότης κυρίως γιατί
προσωπικά δεν περιμέναμε ποτέ ότι βουλευτής της κυβέρνησης
θα σκέφτονταν κάτι τέτοιο:
Με κομψό, είναι
αλήθεια, τρόπο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος
Μαρινάκης έβαλε «πάγο» στη φαεινή ιδέα του αναπληρωτή
υπουργού Μεταφορών Κωνσταντίνου Κυρανάκη να καθιερώσει η
κυβέρνηση το… «methisi.pass» μέσω του οποίου να επιδοτείται
η μεταφορά με ταξί όσων τα πίνουν στις εξόδους του
Σαββατοκύριακου.
Μετά και την
αντίδραση των ταξιτζήδων -άλλο που δεν ήθελε ο πρόεδρος τους
Θύμιος Λυμπερόπουλος να βρει αφορμή για να επιτεθεί στον
Κυρανάκη με τον οποίο έχουν παλαιά κόντρα- καθώς και το
απίστευτο τρολλάρισμα που έπεσε στο Διαδίκτυο, ο εκπρόσωπος
της κυβέρνησης ανέλαβε να αποσύρει από την κυκλοφορία την
λαϊκιστική πρόταση για επιδοτούμενη μεταφορά των μεθυσμένων
του Σαββατοκύριακου.
Ο Παύλος Μαρινάκης κατέβαλε
σοβαρή προσπάθεια να μην εκθέσει τον αναπληρωτή υπουργό,
όπως φαίνεται από την περικοκλάδα με την οποία κατέληξε στην
κατηγορηματική διαβεβαίωση ότι δεν θα ισχύσει η πρόταση
Κυρανάκη: «Δεν θα πληρώσει προφανώς ο Έλληνας
φορολογούμενος, δεν θα επιδοτείται, τέλος πάντως, κάποιος
για να πίνει, προφανώς, έτσι; Θα κάνει το υπουργείο μια
σειρά από πράγματα, που ήδη κάνει.
|
|
|
|
|
|