|
00:01 - 11/06/25
|
|
|
|
|
|

|
|
Θα πούμε την ίδια ατάκα …
Όσο και αν τα
έχουμε συνηθίσει, τέτοια νούμερα θα έπρεπε να μας σοκάρουν
…. Αυτή είναι η ατάκα που πάντα λέμε όταν δημοσιεύονται
νούμερα όπως τα παρακάτω. Νούμερα που αφορούν μια χώρα με το
ζόρι 10εκ πολιτών (βγάλτε παιδιά κτλ … ο πραγματικός
πληθυσμός είναι πολύ μικρότερος). Με τη μισή χώρα να
χρωστάει στην εφορία, με τάσεις σημαντικής αύξησης κατά το
τελευταίο διάστημα. Ο αριθμός λοιπόν των φορολογουμένων που
εμφανίζουν ληξιπρόθεσμες οφειλές αυξήθηκε κατά περίπου
471.000, ανεβάζοντας το σύνολο των οφειλετών στην εφορία σε
4.242.507, από 3.771.707 στο τέλος του προηγούμενου έτους.
Αυτή η εκρηκτική αύξηση υπογραμμίζει την ένταση των
οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν μεγάλα τμήματα του
πληθυσμού, αλλά και τις προκλήσεις που έχει να διαχειριστεί
το Δημόσιο προκειμένου να βελτιώσει την εισπραξιμότητα των
φόρων.
Το συνολικό
ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο διαμορφώθηκε στα 110,8 δις ευρώ,
αριθμός που αποδεικνύει το βάρος των ανεξόφλητων οφειλών στο
ελληνικό δημόσιο χρέος. Από αυτό το ποσό, τα 26,35 δις ευρώ
έχουν χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτα είσπραξης, δηλαδή
θεωρούνται αδύνατον να εισπραχθούν λόγω πτωχεύσεων, νομικών
δυσκολιών ή αδυναμίας των οφειλετών να ανταποκριθούν. Έτσι,
το καθαρό υπόλοιπο των απαιτήσεων περιορίζεται στα 84,45 δις
ευρώ, που παραμένει όμως ένας τεράστιος αριθμός προς
διεκπεραίωση.
Από τους συνολικούς
οφειλέτες, περισσότεροι από 2,23 εκατ. βρίσκονται υπό το
καθεστώς αναγκαστικών μέτρων είσπραξης, όπως κατασχέσεις,
πλειστηριασμούς και άλλες νομικές διαδικασίες. Ειδικότερα,
σε 1,59 εκατ. εξ αυτών έχουν ήδη επιβληθεί κατασχέσεις,
δείχνοντας την αποφασιστικότητα των αρχών να πατάξουν τη
φοροδιαφυγή αλλά και τη σοβαρότητα της κρίσης ρευστότητας
που αντιμετωπίζουν οι φορολογούμενοι.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Απασχόληση
Σημαντική συμβολή
στην ενίσχυση της απασχόλησης κατά την περίοδο 2020–2024
είχαν οι τομείς του εμπορίου, του τουρισμού και της
εστίασης, καθώς δημιούργησαν πάνω από τις μισές από τις
συνολικά 475.897 νέες θέσεις εργασίας που καταγράφηκαν στη
χώρα.
Σύμφωνα με τα
πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την εξέλιξη της απασχόλησης
ανά τομέα, στους συγκεκριμένους τρεις κλάδους δημιουργήθηκαν
254.475 νέες θέσεις μισθωτής εργασίας, αριθμός που
αντιστοιχεί στο 53% του συνόλου των νέων θέσεων σε όλη την
οικονομία από το 2020 έως το 2024.
Η κατηγοριοποίηση
της ΕΛΣΤΑΤ περιλαμβάνει στο συγκεκριμένο σύνολο
δραστηριοτήτων το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, τις
επισκευές οχημάτων και μοτοσικλετών, τις μεταφορές και την
αποθήκευση, καθώς και τις υπηρεσίες φιλοξενίας και εστίασης.
Συνολικά, οι θέσεις
μισθωτής εργασίας –ανεξαρτήτως μορφής απασχόλησης– αυξήθηκαν
από 4.629.794 το 2020 σε 5.105.691 το 2024, σημειώνοντας
αύξηση κατά 10,3%.
Οι τομείς με τη
μεγαλύτερη αύξηση απασχόλησης την πενταετία ήταν:
Εμπόριο,
τουρισμός και εστίαση: Από
1.624.165 σε 1.878.640 απασχολούμενους (+254.475 θέσεις).
Επαγγελματικές
και τεχνικές υπηρεσίες: Από
409.116 σε 492.401 απασχολούμενους (+83.285 θέσεις).
Βιομηχανία,
ενέργεια και περιβάλλον: Από
425.439 σε 488.572 απασχολούμενους (+63.133 θέσεις).
Γεωργία και
αλιεία: Από 481.101 σε 505.439
απασχολούμενους (+24.338 θέσεις).
Δημόσιος τομέας,
εκπαίδευση και υγεία: Από
1.047.390 σε 1.071.584 απασχολούμενους (+24.194 θέσεις).
Κατασκευές:
Από 193.329 σε 210.405 απασχολούμενους (+17.076 θέσεις).
Ενημέρωση και
επικοινωνία: Από 105.335 σε
117.338 απασχολούμενους (+12.003 θέσεις).
Ακίνητη
περιουσία: Από 23.167 σε 25.179
απασχολούμενους (+2.012 θέσεις).
Χρηματοπιστωτικός τομέας: Από
81.176 σε 82.308 απασχολούμενους (+1.132 θέσεις).
Αντίθετα, μόνο ένας
τομέας εμφάνισε μείωση απασχόλησης: οι υπηρεσίες
επισκευής ειδών νοικοκυριού και λοιπές υπηρεσίες, όπου
οι εργαζόμενοι μειώθηκαν κατά 5.750 άτομα (από 239.576 το
2020 σε 233.826 το 2024).
Αξίζει να σημειωθεί
ότι οι αριθμοί αφορούν τις καθαρές νέες θέσεις εργασίας,
αφαιρώντας τις αποχωρήσεις λόγω απολύσεων ή
συνταξιοδοτήσεων.
|
|
|
|
|
|
|
 |
|
|
|
Η Αθήνα στην κορυφή των ακριβότερων πόλεων για τους
πολίτες
Σύμφωνα με έρευνα
της tradingpedia, η οποία συγκρίνει το κόστος ζωής
με το διαθέσιμο εισόδημα σε 37 ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η
Αθήνα κατατάσσεται ως η τρίτη λιγότερο οικονομικά βιώσιμη
πρωτεύουσα, μετά τη Βαρσοβία και τα Τίρανα.
Η μελέτη βασίζεται
σε δύο σενάρια – για άγαμο και για τετραμελή οικογένεια –
και υπολογίζει τις βασικές μηνιαίες δαπάνες (σίτιση,
στέγαση, μεταφορές, προσωπική φροντίδα, ψυχαγωγία), σε
σύγκριση με τους μέσους καθαρούς μισθούς.
Για έναν άγαμο
κάτοικο της Αθήνας, οι βασικές ανάγκες απαιτούν 1.149 ευρώ
τον μήνα, τη στιγμή που ο μέσος καθαρός μισθός ανέρχεται σε
1.017 ευρώ, δηλαδή οι δαπάνες ισοδυναμούν με το 113% του
εισοδήματος. Μόνο η Βαρσοβία (127,4%) και τα Τίρανα
(121,6%) καταγράφουν χειρότερη αναλογία.
Η κατάσταση δεν
είναι καλύτερη ούτε για οικογένειες με δύο παιδιά. Η Αθήνα
παραμένει τρίτη στη λίστα με τις μεγαλύτερες επιβαρύνσεις,
καθώς το συνολικό κόστος ζωής αντιστοιχεί στο 93,3% του
οικογενειακού εισοδήματος. Αντίθετα, στο Ελσίνκι, οι
αντίστοιχες δαπάνες δεν ξεπερνούν το 40%.
Η ψαλίδα με τις
βόρειες χώρες μεγαλώνει
Στην κορυφή των πιο
οικονομικά βιώσιμων πρωτευουσών βρίσκονται το Λουξεμβούργο,
η Βέρνη, οι Βρυξέλλες, το Ελσίνκι και η Κοπεγχάγη. Παρότι το
κόστος ζωής εκεί είναι σημαντικά υψηλότερο, καλύπτεται
επαρκώς – και με το παραπάνω – από τους πολύ υψηλούς
μισθούς. Για παράδειγμα, στο Λουξεμβούργο, οι βασικές
δαπάνες διαμορφώνονται σε 2.237 ευρώ μηνιαίως, ενώ ο μέσος
μισθός φθάνει τα 5.590 ευρώ.
Τέλος, η έρευνα
αναδεικνύει και τις πιο «προσιτές» πρωτεύουσες ανά τομέα
(τρόφιμα, μεταφορές, διασκέδαση). Και σε αυτές τις
κατηγορίες η Αθήνα απουσιάζει χαρακτηριστικά, υποδηλώνοντας
ότι το εισοδηματικό άγχος για πολλούς κατοίκους της
παραμένει έντονο, παρά τη φαινομενικά συγκρατημένη άνοδο
τιμών.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Η Σιωπηλή Παραίτηση
Πάμε σε ένα
διαφορετικό θέμα τώρα, που σίγουρα ως χώρα μας απασχολεί
πάρα πολύ.
Μέσα σε λίγα
χρόνια, το εργασιακό τοπίο έχει αλλάξει ριζικά. Από το
φαινόμενο της «μεγάλης παραίτησης», όπου πολλοί εργαζόμενοι
εγκατέλειπαν οικειοθελώς τις δουλειές τους, έχουμε περάσει
σε μια νέα φάση: τη λεγόμενη «σιωπηλή παραίτηση» (quiet
quitting). Παράδοξο αλλά αληθινό, όσο λιγοστεύουν εκείνοι
που παραιτούνται επισήμως, τόσο αυξάνονται εκείνοι που
παραμένουν μεν στις θέσεις τους, αλλά χωρίς εσωτερική
δέσμευση ή ενεργό συμμετοχή.
Σύμφωνα με έρευνα της McKinsey
με τίτλο The hidden costs of quiet quitting, quantified, σε
ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο, οι αποχωρήσεις εργαζομένων
μειώθηκαν αισθητά σε σχέση με τα επίπεδα-ρεκόρ του 2022.
Παράλληλα, οι διαθέσιμες θέσεις εργασίας έχουν περιοριστεί
κατά τουλάχιστον 30%, ενώ οι αυξήσεις αποδοχών
επιβραδύνθηκαν. Το πλεονέκτημα της διαπραγμάτευσης
μεταφέρεται σταδιακά από τους εργαζόμενους στους εργοδότες.
Πολλοί εργαζόμενοι επιλέγουν να μείνουν, όχι επειδή είναι
ευχαριστημένοι, αλλά επειδή δεν διακρίνουν καλύτερες
εναλλακτικές.
Η Δύναμη της
Παθητικότητας
Η παραμονή αυτή,
ωστόσο, έχει μεγάλο κόστος. Η McKinsey εκτιμά ότι μέχρι και
το 40% των εργαζομένων σε μεγάλες επιχειρήσεις παρουσιάζει
σημάδια επαγγελματικής αποστασιοποίησης. Πρόκειται για
ανθρώπους που αρκούνται στα απολύτως αναγκαία, αποφεύγουν να
αναλάβουν πρωτοβουλίες και αντιμετωπίζουν την εργασία τους
περισσότερο ως καθήκον παρά ως πεδίο δημιουργίας. Το κόστος
αυτής της «σιωπηλής απουσίας» αντιστοιχεί περίπου στο 4% της
συνολικής μισθολογικής δαπάνης. Και αν προστεθεί η αρνητική
επίδραση στην καινοτομία, τη συνεργασία και την ικανοποίηση
πελατών, τότε το πρόβλημα παύει να είναι απλώς διαχειριστικό
και γίνεται στρατηγικό. Οι quiet quitters δεν είναι απλώς
λιγότερο παραγωγικοί· είναι τρεις φορές πιθανότερο να
δηλώνουν δυσαρεστημένοι σε σχέση με όσους εργάζονται με
πλήρη δέσμευση. Αυτή η δυσαρέσκεια επηρεάζει αρνητικά την
ψυχική υγεία, τις κοινωνικές σχέσεις και, τελικά, την
κοινωνική συνοχή.
Η έρευνα
προειδοποιεί πως αυτό το φαινόμενο δεν δείχνει να είναι
προσωρινό. Με περιορισμένες ευκαιρίες μετακίνησης και
ανασφάλεια για το μέλλον, το quiet quitting ενδέχεται να
εδραιωθεί ως μόνιμη κατάσταση. Έτσι, η «μεγάλη παραίτηση»
του 2021 κινδυνεύει να εξελιχθεί στη «μεγάλη αδιαφορία» του
2025.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Τι Κάνουν οι Προνοητικοί Οργανισμοί
Όσες εταιρείες
αντιλαμβάνονται τη σοβαρότητα της κατάστασης, δεν περιμένουν
να ξεσπάσει κρίση για να δράσουν. Προσπαθούν να διαμορφώσουν
ένα εργασιακό περιβάλλον που ενισχύει την εμπιστοσύνη, την
αναγνώριση και την ευελιξία. Στόχος είναι η αναζωπύρωση του
ενδιαφέροντος των εργαζομένων μέσα από ουσιαστικά κίνητρα
και πραγματικές ευκαιρίες εξέλιξης—όχι με αόριστες αναφορές
στην «εταιρική κουλτούρα».
Παράλληλα, τόσο οι
επιχειρήσεις όσο και τα κράτη αντιμετωπίζουν τις συνέπειες
της γήρανσης του πληθυσμού. Μέχρι το 2050, στις δυτικές
χώρες θα αντιστοιχούν δύο εργαζόμενοι για κάθε συνταξιούχο,
αντί για τέσσερις σήμερα. Αυτό προκαλεί δημοσιονομικές
πιέσεις, με τα φορολογικά έσοδα να μειώνονται και τις
αποταμιεύσεις να μην επαρκούν. Οι αισιόδοξοι εναποθέτουν τις
ελπίδες τους στην τεχνολογία και την τεχνητή νοημοσύνη, οι
οποίες υπόσχονται αύξηση της παραγωγικότητας με λιγότερους
εργαζόμενους. Οι ρεαλιστές θεωρούν αναγκαία τη
μεταναστευτική πολιτική και την αναδιάρθρωση της αγοράς
εργασίας. Οι απαισιόδοξοι, από την άλλη, βλέπουν ένα ζοφερό
μέλλον χωρίς ορατές λύσεις.
Η Ελληνική
Πραγματικότητα
Στην Ελλάδα, την
ίδια στιγμή που οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να καλύψουν
περισσότερες από 250.000 θέσεις εργασίας, αυξάνεται ο
αριθμός των ανθρώπων που αποσύρονται από την αγορά ζητώντας
συνταξιοδότηση. Μόνο τον Φεβρουάριο, πάνω από 16.000 νέες
αιτήσεις κατατέθηκαν στον ΕΦΚΑ, ενώ εγκρίθηκαν περίπου
18.200 νέες συντάξεις—σημαντικά περισσότερες από τις νέες
προσλήψεις.
Ο πρόεδρος του ΣΕΒ,
Σπύρος Θεοδωρόπουλος, έχει επισημάνει επανειλημμένα την
ανάγκη επαναπροσδιορισμού των εργασιακών σχέσεων. Όπως
τονίζει, δεν πρόκειται για επιδείνωση των όρων για τους
εργαζομένους, αλλά για ανάγκη ευελιξίας, ιδιαίτερα σε
συνθήκες κρίσεων. Η αύξηση της παραγωγικότητας, σύμφωνα με
τον ίδιο, δεν σημαίνει περισσότερες ώρες εργασίας, αλλά
καλύτερη δυνατότητα προσαρμογής από τις επιχειρήσεις.
Σήμερα, το εργασιακό πλαίσιο είναι τόσο άκαμπτο που συχνά
δεν επιτρέπει την αποδοτικότερη λειτουργία.
|
|
|
|
|
|