|
00:01 - 13/08/25
|
|
|
|
|
|

|
|
Ελληνική Αγορά Ενέργειας & ΑΠΕ
Σε ένα
διαφορετικό και αρκετά ενδιαφέρον θέμα, δεδομένης της
σημασίας των ενεργειακών ζητημάτων.
Χωρίς αμφιβολία, η Ισπανία αποτελεί ένα
σημαντικό ευρωπαϊκό παράδειγμα στην αξιοποίηση των
Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στο ηλεκτρικό της σύστημα,
αναδεικνύοντας τα οφέλη αλλά και τις προκλήσεις που
συνοδεύουν την ταχεία διείσδυσή τους. Υπό την ηγεσία του
Πέδρο Σάντσεθ, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία το 2018, η χώρα
προχώρησε σε μαζική εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων.
Σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times, το 2023 και το
2024 η Ισπανία κατέγραψε τη δεύτερη μεγαλύτερη προσθήκη
φωτοβολταϊκής ισχύος στην Ευρώπη, μετά τη Γερμανία. Ως
αποτέλεσμα, η ηλιακή ενέργεια συχνά καλύπτει το μεγαλύτερο
μερίδιο της ισπανικής ηλεκτροπαραγωγής, γεγονός που έχει
επιφέρει σημαντικά οφέλη στους καταναλωτές, μέσω μείωσης των
τιμών του ηλεκτρισμού, αλλά έχει δημιουργήσει και σημαντικές
προκλήσεις.
Συγκεκριμένα, η
υπερπροσφορά ενέργειας από τα φωτοβολταϊκά έχει οδηγήσει σε
επαναλαμβανόμενα φαινόμενα αρνητικών ωριαίων χονδρικών τιμών
ρεύματος στην Ισπανία. Αυτό έχει μειώσει σημαντικά τα κέρδη
των επενδυτών, προκαλώντας αβεβαιότητα σχετικά με νέες
επενδύσεις. Η κατάσταση επιδεινώνεται από τις εκτεταμένες
περικοπές παραγωγής που επιβάλλει ο ισπανικός Διαχειριστής
Συστήματος, Red Electrica, προκειμένου να διατηρηθεί η
σταθερότητα του δικτύου. Εκτός από την υπερπροσφορά, βασικός
παράγοντας των περικοπών αποτελεί η έλλειψη επαρκούς
αποθηκευτικής ισχύος, καθώς η Ισπανία δεν έχει επενδύσει
επαρκώς σε μπαταρίες αποθήκευσης ενέργειας.
Παρά την ταχεία
ανάπτυξη της ηλιακής ισχύος, η χώρα δεν έχει ακολουθήσει
ανάλογο ρυθμό στις επενδύσεις σε αποθήκευση, η οποία θα
μπορούσε να εξομαλύνει την παραγωγή κατά τη διάρκεια της
ημέρας, να σταθεροποιήσει τις χονδρικές τιμές και να
ενισχύσει τη συνολική ευστάθεια του δικτύου. Σε σύγκριση με
την Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει εγκαταστήσει 5 GW
αποθηκευτικής ισχύος, η Ιταλία 1 GW, ενώ η Ισπανία μόλις 60
MW, σύμφωνα με την Rabobank. Επιπλέον, δεν έχει δημιουργηθεί
μια αγορά ισχύος για τις υπηρεσίες που παρέχουν τα έργα
αποθήκευσης, με αποτέλεσμα να απουσιάζουν τα απαραίτητα
κίνητρα για τις επενδύσεις στον τομέα αυτό.
Στο πεδίο του
δικτύου, οι Financial Times αναφέρουν εκτενώς το μπλακάουτ
που σημειώθηκε στην Ισπανία τον Απρίλιο, το οποίο φαίνεται
ότι προκλήθηκε από κακούς χειρισμούς του Διαχειριστή
Συστήματος, ο οποίος δεν διασφάλισε επαρκώς την προστασία
του δικτύου απέναντι σε απρόβλεπτες διακυμάνσεις. Η υψηλή
διείσδυση ηλιακής ενέργειας, σε συνδυασμό με την έλλειψη
επαρκών συμβατικών μονάδων ή τεχνολογιών σταθεροποίησης,
συνέβαλαν καθοριστικά στο μπλακάουτ, που προκάλεσε
αναστάτωση στην Ιβηρική χερσόνησο. Επιπλέον, οι επενδύσεις
της Ισπανίας σε υποδομές δικτύου υπήρξαν ανεπαρκείς τα
τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με την BloombergNEF, από το 2020 η
Ισπανία είναι ο πιο φειδωλός επενδυτής σε δίκτυα στην
Ευρώπη, με αναλογία επενδύσεων 0,30 δολάρια σε δίκτυα για
κάθε 1 δολάριο που επενδύεται σε ΑΠΕ, έναντι πανευρωπαϊκού
μέσου όρου 0,70 δολαρίων.
Η αγορά
φωτοβολταϊκών στην Ισπανία φαίνεται να έχει υπερθερμανθεί,
με συνέπεια οι προβλέψεις να δείχνουν σημαντική επιβράδυνση
στην έναρξη νέων έργων το 2026. Παρά αυτό, ο στόχος της
κυβέρνησης για το 2030 προβλέπει τον διπλασιασμό της
εγκατεστημένης ισχύος. Σήμερα, η Ισπανία διαθέτει 36 GW
φωτοβολταϊκών, ενώ η κυβέρνηση στοχεύει στα 76 GW έως το
τέλος της δεκαετίας. Όπως επισημαίνει ο Pablo Martinez,
ανώτερος αναλυτής στη ModoEnergy, «ο οδικός χάρτης της
κυβέρνησης εκφράζει φιλοδοξίες, αλλά τα σημάδια της αγοράς
και η βιομηχανία δείχνουν διαφορετική πραγματικότητα». Ο
Mario Ruiz-Tagle, CEO της Iberdrola España, υπογραμμίζει ότι
«ο τομέας υποφέρει από τις συνέπειες της υπερπροσφοράς, με
σοβαρές επιπτώσεις στην κερδοφορία των φωτοβολταϊκών έργων».
Τα προηγούμενα
χρόνια, οι παραγωγοί καθαρής ενέργειας στην Ισπανία είχαν
αναπτύξει σημαντικά διμερή συμβόλαια πώλησης ενέργειας
(PPAs), εξασφαλίζοντας σταθερά έσοδα. Ωστόσο, οι συχνά
μηδενικές τιμές στη χονδρική αγορά έχουν καταστήσει λιγότερο
ελκυστική την υπογραφή αποκλειστικά ηλιακών PPAs,
δημιουργώντας επιπλέον προκλήσεις στην αγορά.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Τουρισμός &
Λουκέτα
Τα αλλεπάλληλα
ρεκόρ ταξιδιωτικών αφίξεων και εισπράξεων των τελευταίων
ετών, όπως και οι επενδύσεις δισεκατομμυρίων για
αναβαθμίσεις ξενοδοχείων σε υπερπολυτελείς μονάδες ή για τη
δημιουργία ολοκαίνουργιων συγκροτημάτων, κρύβουν μια
λιγότερο ευχάριστη πραγματικότητα: κάθε βδομάδα τα τελευταία
15 χρόνια κλείνουν δύο ξενοδοχεία των χαμηλότερων
κατηγοριών, των δύο και ενός αστέρων.
Το 2009 η χώρα
διέθετε 4.368 ξενοδοχεία δύο αστέρων και 1.568 ξενοδοχεία
ενός αστέρα. Δεκαπέντε χρόνια μετά, στα τέλη του 2024, τα
ξενοδοχεία δύο αστέρων είχαν μειωθεί σε 3.251 και τα ενός
αστέρα σε 1.147, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ξενοδοχειακού
Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ). Εξαφανίστηκαν δηλαδή από τον
χάρτη 1.538 ξενοδοχεία. Αν αντιστοιχηθεί ο αριθμός αυτός
στον αριθμό των εβδομάδων των τελευταίων 15 ετών (780)
προκύπτουν κατά μέσον όρο δύο «λουκέτα» την εβδομάδα.
Αυξάνονται τα
πεντάστερα
Την ίδια ώρα, οι
ξενοδοχειακές υποδομές της χώρας στις υψηλότερες κατηγορίες
αναβαθμίζονται με ραγδαίους ρυθμούς: Είναι χαρακτηριστικό
ότι περισσότερα από 450 καινούργια ξενοδοχεία πέντε και
τεσσάρων αστέρων καθώς και άλλα 244 τριών αστέρων έχουν
ξεκινήσει να λειτουργούν την τελευταία πενταετία σύμφωνα με
στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας. Αριθμός
που αντιστοιχεί σε σχεδόν τρία καινούργια ξενοδοχεία κάθε
βδομάδα από το 2019 έως σήμερα.
Πρόκειται για μια
ανάπτυξη που έχει σημαντικές θετικές επιπτώσεις στην
οικονομική δραστηριότητα της χώρας, αλλά δημιουργεί και
προκλήσεις που σχετίζονται με τη χωροθέτηση αυτών των
μονάδων, τις υποδομές που απαιτούνται για να τις
υποστηρίξουν, αλλά και το αποτύπωμά τους στο περιβάλλον,
στις τοπικές κοινωνίες και στον χαρακτήρα των προορισμών
στους οποίους αναπτύσσονται.
Η αξία των
επενδύσεων αυτών, για την κατασκευή καινούργιων κτιρίων ή
την αναβάθμιση υφιστάμενων, εκτιμάται περίπου στα 2,5 δισ.
ευρώ ετησίως ή κοντά στα 12 δισ. στην πενταετία.

Για πολλά από τα
μικρά ξενοδοχεία ενός και δύο αστέρων, ωστόσο, η εγκατάλειψη
είναι εμφανής.
Πολλά από αυτά
μπορεί να τα διακρίνει κανείς αν παρατηρήσει λίγο προσεκτικά
στους επαρχιακούς και νησιωτικούς δρόμους αυτή την περίοδο.
Στέκουν κουφάρια, απομεινάρια μιας άλλης εποχής, λεηλατημένα
ή με τα παράθυρά τους ερμητικά κλειστά. Κάποια λίγα έχουμε
μετασκευαστεί σε καταλύματα για εργαζομένους στον τουρισμό,
σε άλλα μεγαλύτερα και πιο σύγχρονα ξενοδοχεία δηλαδή. Τα
περισσότερα, όμως, ρημάζουν.
Η αδυναμία των
ιδιοκτητών τους να τα συντηρήσουν και να τα λειτουργήσουν σε
συνδυασμό με τη δεκαετή ελληνική οικονομική κρίση και
κατόπιν την πανδημία κατέστησαν τη συνέχεια των
δραστηριοτήτων τους αδύνατη.
Μεγάλα χρέη, πολλές
φορές υπό μορφήν συναλλαγματικών, συνέβαλαν επίσης στην
οικονομική τους εξόντωση όταν η εγχώρια ως επί το πλείστον
ζήτηση για τέτοια καταλύματα κατέρρευσε υπό την οικονομική
κρίση. Πολύ μικρές μονάδες, συχνά οικογενειακές επιχειρήσεις
με στοιχειώδεις υποδομές, που όμως επί σειρά δεκαετιών
αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του ελληνικού τουρισμού, δεν είχαν
ποτέ σοβαρή πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό.
Επιπλέον, με τη
διαχρονική εθνική στρατηγική για τον τουρισμό να στοχεύει σε
επισκέπτες με ολοένα και υψηλότερη μέση κατά κεφαλήν δαπάνη,
βρέθηκαν στην πράξη αποκλεισμένες και από αναπτυξιακά
προγράμματα και επιδοτήσεις οι οποίες κατευθύνονταν στην
αναβάθμιση μονάδων τριών και τεσσάρων αστέρων.
Σε αδιέξοδο
Ακόμη και έτσι,
πάντως, οι περισσότερες εξ αυτών των μικρών ξενοδοχειακών
επιχειρήσεων δύο και ενός αστεριών επιβιώνουν ακόμη και
σήμερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του
Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, επί συνόλου 10.104
ξενοδοχείων στην Ελλάδα, τα 4.398 είναι δύο και ενός
αστεριών. Με εξαίρεση έναν, όχι μικρό είναι η αλήθεια,
αριθμό τέτοιων μονάδων, που είτε έχουν εξελιχθεί σε
ξενοδοχεία-μπουτίκ είτε συντηρούνται ακόμη και όταν είναι
ζημιογόνα από τους ιδιοκτήτες τους, τα περισσότερα από αυτά
τα ξενοδοχεία αναζητούν τρόπους και επιχειρηματικά μοντέλα
για την επόμενη ημέρα.
Μην μπορώντας να
χρεώσουν υψηλές τιμές για τις υποδομές τους και το επίπεδο
υπηρεσιών που προσφέρουν, έχουν όμως περιορισμένα έσοδα και
το καθαρό αποτέλεσμα είναι οριακά θετικό ή ζημιογόνο.
Είναι
χαρακτηριστικό πως για πολλούς η μεγάλη αύξηση των υπερωριών
στον τουρισμό που καταγράφει το σύστημα «Εργάνη» μετά την
υποχρεωτική χρήση της ψηφιακής κάρτας εργασίας προέρχεται
από την εμφάνιση στο σύστημα της γκρίζας εργασίας σε τέτοιες
μονάδες.
«Οσο παράνομη και
ηθικά κολάσιμη κι αν ήταν αυτή η πρακτική, μαρτυρεί την
αδυναμία ενός πολύ μεγάλου αριθμού ελληνικών τουριστικών
επιχειρήσεων να είναι ανταγωνιστικές σε συνθήκες πλήρους
ρυθμιστικής και φορολογικής συμμόρφωσης», εξηγεί στην
«Καθημερινή» διακεκριμένος οικονομολόγος που ασχολείται με
τον τουρισμό.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Σχεδόν ο μισός πληθυσμός
Σε θέματα στα οποία
έχουμε αναφερθεί αρκετές φορές στη στήλη μας, θα
επαναλάβουμε πως, κάθε φορά που διαβάζουμε αυτά τα νούμερα,
κανονικά θα έπρεπε να σοκαριζόμαστε. Δεν είναι κάτι απλό το
γεγονός ότι περίπου το 50% του πληθυσμού χρωστά στην εφορία
– σε πολλές περιπτώσεις μικρά ποσά, αλλά, όπως έχουμε
σχολιάσει και άλλες φορές, όσο κι αν έχουμε συνηθίσει αυτά
τα νούμερα και όσο κι αν προσπαθεί κανείς να τα
δικαιολογήσει, ο αριθμός των οφειλετών παραμένει τεράστιος.
Πάμε, λοιπόν, στο σχετικό άρθρο που αποτέλεσε την αφορμή για
τα σημερινά μας σχόλια.
Το Υπουργείο
Εθνικής Οικονομίας ανακοίνωσε την παράταση, έως τον Αύγουστο
του 2027, της αναστολής της προγραμματισμένης αύξησης των
επιτοκίων που εφαρμόζονται στις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς
την εφορία. Η απόφαση λαμβάνεται σε μια περίοδο που πάνω από
4,2 εκατομμύρια φορολογούμενοι έχουν χρέη προς το Δημόσιο,
με το συνολικό ύψος τους να υπερβαίνει τα 110,8 δισ. ευρώ.
Στόχος είναι να αποφευχθεί η περαιτέρω οικονομική επιβάρυνση
των οφειλετών και να σταθεροποιηθεί το κόστος εξυπηρέτησης
των χρεών.
Σταθερά επιτόκια
Σύμφωνα με την
υπουργική απόφαση, τα επιτόκια του άρθρου 53 του Κώδικα
Φορολογικής Διαδικασίας παραμένουν αμετάβλητα. Έτσι, ο τόκος
για καθυστερημένη πληρωμή φόρων παραμένει στο 8,76% ετησίως
(0,73% μηνιαίως), ενώ για την επιστροφή αχρεωστήτως
καταβληθέντων φόρων εξακολουθεί να ισχύει επιτόκιο 6%
ετησίως (0,50% μηνιαίως). Αυτό σημαίνει πως, τουλάχιστον έως
το καλοκαίρι του 2027, δεν θα υπάρξουν αυξήσεις στους τόκους
που επιβάλλονται σε καθυστερημένες πληρωμές.
Τι προβλέπει η
νομοθεσία
Για οποιονδήποτε
φόρο δεν πληρωθεί εμπρόθεσμα, οι τόκοι αρχίζουν να
υπολογίζονται από την επόμενη ημέρα της λήξης της
προθεσμίας. Αντίθετα, σε περίπτωση υπερπληρωμής, ο
φορολογούμενος δικαιούται τόκους από την ημερομηνία υποβολής
της αίτησης επιστροφής μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας,
εκτός αν η επιστροφή γίνει εντός 90 ημερών.
Επιτόκια στις
πάγιες ρυθμίσεις
Η ίδια απόφαση
διατηρεί αμετάβλητα έως τις 31 Μαρτίου 2026 και τα επιτόκια
των πάγιων ρυθμίσεων για ληξιπρόθεσμες οφειλές, τόσο για
υφιστάμενες όσο και για νέες ρυθμίσεις. Συγκεκριμένα, το
επιτόκιο για έως 12 δόσεις μένει στο 4,34%, ενώ για
περισσότερες από 12 δόσεις παραμένει στο 5,84%. Για όσους
έχουν χάσει προηγούμενη ρύθμιση και ζητούν επανένταξη, το
επιτόκιο ορίζεται στο 5,84% για έως 12 δόσεις και στο 7,34%
για μεγαλύτερο αριθμό δόσεων.
Ανάσα για
νοικοκυριά και επιχειρήσεις
Η απόφαση για
σταθεροποίηση των επιτοκίων στις καθυστερημένες οφειλές και
τις πάγιες ρυθμίσεις αποτελεί σημαντική διευκόλυνση για
χιλιάδες φορολογούμενους σε οικονομική πίεση, ενώ παράλληλα
συμβάλλει στη δημοσιονομική ισορροπία, αποτρέποντας την
επιβάρυνση νοικοκυριών και επιχειρήσεων με πρόσθετους
τόκους.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|