| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

"Kουλου-βάχατα"

Σχόλια για τα πάντα ……. Η φράση “Κουλου – βάχατα” προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική «κούλου ουάχαντ» που σημαίνει «όλα μαζί ένα».

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

00:01 - 16/06/25

                              

 

Παραγωγικότητα

 

Την ώρα που στην Ελλάδα επικρατεί αισιοδοξία λόγω των ρυθμών ανάπτυξης που υπερβαίνουν τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εφιστά την προσοχή στο ζήτημα της εξαιρετικά χαμηλής παραγωγικότητας, η οποία φέρνει τη χώρα στην τελευταία θέση μεταξύ των κρατών-μελών. Η χαμηλή παραγωγικότητα αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για τη μελλοντική άνοδο των μισθών, σύμφωνα με την Κομισιόν.

 

Δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας

 

Το βασικό μειονέκτημα που διατηρεί την παραγωγικότητα σε χαμηλά επίπεδα είναι η έντονη εξάρτηση από κλάδους με περιορισμένη παραγωγική απόδοση, όπως ο τουρισμός και η εστίαση. Επιπλέον, η ελληνική αγορά χαρακτηρίζεται από τον κυρίαρχο ρόλο πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες παρουσιάζουν αισθητά χαμηλότερη παραγωγικότητα συγκριτικά με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις.

 

Παρά την οικονομική ανάκαμψη από το 2021 και έπειτα, τα νεότερα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου υπογραμμίζουν την υστέρηση της χώρας:

 

Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας, προσαρμοσμένο με βάση την αγοραστική δύναμη, κατατάσσεται προτελευταίο στην ΕΕ, φτάνοντας μόλις το 70% του μέσου ευρωπαϊκού όρου.

 

Η παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα, σε αντίστοιχη προσαρμογή, ήταν το 2023 μόλις στο 56,2% του μέσου όρου της ΕΕ — το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των κρατών-μελών.

 

Η Επιτροπή εξηγεί ότι η χαμηλή απόδοση οφείλεται εν μέρει στη δομή της ελληνικής οικονομίας. Τομέας της φιλοξενίας και οι υπηρεσίες εστίασης αποτελούν σημαντικότερο μερίδιο σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ η απασχόληση σε βιομηχανίες μέσης και υψηλής τεχνολογίας —που διακρίνονται για την υψηλή παραγωγικότητα— περιορίζεται μόλις στο 1,4% (έναντι 6% στην ΕΕ), με σχεδόν αποκλειστική παρουσία στην Αττική.

 

Επιπλέον, οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες στερούνται κεφαλαίων, τεχνολογίας και πρόσβασης στις διεθνείς αγορές, κατέχουν δεσπόζουσα θέση. Απασχολούν το 72,6% των εργαζομένων, έναντι 49,7% στην ΕΕ, και συμβάλλουν στο 50,2% της προστιθέμενης αξίας, ενώ ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 36,6%.

 

Το 2024, η παραγωγικότητα των πολύ μικρών επιχειρήσεων (με λιγότερους από 10 εργαζόμενους) αντιστοιχούσε μόλις στο 49% αυτής των μεγάλων επιχειρήσεων της ΕΕ, ενώ στις μικρές επιχειρήσεις (10–49 άτομα) στο 63%.

 

Έλλειμμα επενδύσεων και περιορισμοί στην ανάπτυξη

 

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι ο δείκτης επενδύσεων προς ΑΕΠ παραμένει χαμηλός, περιορίζοντας τις δυνατότητες ενίσχυσης της παραγωγικότητας.

 

Το 2023, η Ελλάδα κατέγραψε το χαμηλότερο ποσοστό συνολικών επενδύσεων (15,2% του ΑΕΠ) και επιχειρηματικών επενδύσεων (7,7%) στην ΕΕ. Οι δημόσιες επενδύσεις στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στα ευρωπαϊκά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, με την Ελλάδα να υπερβαίνει ελαφρώς τον μέσο όρο της ΕΕ (3,9% έναντι 3,6%).

 

Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων αποσκοπεί στην ανανέωση υπάρχοντος κεφαλαίου (56% των επιχειρήσεων), ενώ μόλις το 22% επικεντρώνεται στην επέκταση παραγωγικής δυναμικότητας. Αξιοσημείωτο είναι ότι η Ελλάδα κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό επιχειρήσεων που επένδυσαν στην ανθεκτικότητα έναντι κινδύνων από την κλιματική αλλαγή, μετά τις φυσικές καταστροφές του 2023.

 

 

                                            

 

Ανταγωνιστικότητα με… κόστος στους μισθούς

 

Η Κομισιόν τονίζει ότι μείωση του εργατικού κόστους δεν μπορεί να συνεχίσει να αποτελεί βασικό μοχλό ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, καθώς περαιτέρω μειώσεις μισθών δεν είναι κοινωνικά αποδεκτές. Σημειώνει ότι η σημαντική πρόοδος που επιτεύχθηκε στην ανταγωνιστικότητα κατά την προηγούμενη δεκαετία βασίστηκε κυρίως σε περικοπές μισθών μεταξύ 2010 και 2019.

 

Για το μέλλον, προκρίνεται η ανάγκη για στροφή σε ενίσχυση της παραγωγικότητας και της μη τιμολογιακής ανταγωνιστικότητας, όπως η καινοτομία και η ποιότητα. Η εξάρτηση από μειώσεις μισθών δεν είναι βιώσιμη λύση.

 

Περιορισμένες δυνατότητες αύξησης μισθών

 

Η στασιμότητα στην παραγωγικότητα αναμένεται να δυσχεράνει περαιτέρω την αύξηση των μισθών στα επόμενα χρόνια. Αν και υπήρξαν κάποιες αυξήσεις τα τελευταία έτη, αυτές δεν ήταν επαρκείς για να καλύψουν την απώλεια αγοραστικής δύναμης λόγω του πληθωρισμού.

 

Η Επιτροπή αναφέρει πως οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν ελαφρώς το 2023 (+0,3%) μετά από πτώση 6,3% το 2022. Προβλέπεται άνοδος 2,9% το 2024 και 1,1% το 2025. Αυτή η ανάκαμψη συνδέεται τόσο με την επιβράδυνση του πληθωρισμού όσο και με την ονομαστική αύξηση των μισθών, χωρίς όμως να καλύπτονται πλήρως οι προηγούμενες απώλειες.

 

Οι κατώτατοι μισθοί αυξήθηκαν συνολικά κατά περίπου 25% από το 2022 έως το 2025, που σε πραγματικούς όρους σημαίνει αύξηση γύρω στο 9,5%.

 

Παρά τις αυξήσεις αυτές, η εξέλιξη των μισθών τα τελευταία χρόνια ήταν πιο συγκρατημένη απ’ ό,τι θα υπαγόρευαν οι μακροοικονομικές συνθήκες. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ULC) αυξήθηκε λιγότερο στην Ελλάδα απ’ ό,τι σε άλλα κράτη μέλη της ευρωζώνης, αν και για το 2024 αναμένεται άνοδος 4,9% (από 2,5% το 2023), με μετριασμό στο 1,7% το 2025.

 

Σε κάθε περίπτωση, η επίμονη αδυναμία στην παραγωγικότητα συνεχίζει να περιορίζει τη δυναμική των μισθών και ενδεχομένως να υπονομεύσει τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

 
 

                          

Αυξάνεται διαρκώς το κόστος στέγασης – Κάθε χρόνο και πιο βαρύ

 

Καμία ένδειξη άμβλυνσης δεν παρουσιάζει το στεγαστικό πρόβλημα στην Ελλάδα, το αντίθετο μάλιστα, καθώς όπως δείχνουν τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για το 2024, τα ελληνικά νοικοκυριά συνεχίζουν να είναι τα πιο επιβαρυμένα σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Με βάση τη Eurostat, το 2024 οι Eλληνες κατέβαλαν το 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για την κάλυψη δαπανών στέγασης (π.χ. ενοίκιο, δόση στεγαστικού δανείου, λογαριασμοί ρεύματος, θέρμανση και επισκευές – συντηρήσεις). Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. των 27, καθώς ο μέσος όρος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο δεν ξεπερνάει το 19,2%. Ακόμη χειρότερο κρίνεται ότι η τάση στην Ε.Ε. βαίνει μειούμενη (19,7% το 2023), ενώ αντιθέτως στην Ελλάδα παρατηρείται οριακή αύξηση έναντι του 2023, όταν το σχετικό ποσοστό διαμορφωνόταν σε 35,2%, ενώ το 2022 ήταν 34,2%.

 

Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, στην εξέλιξη αυτή καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει το γεγονός ότι τόσο τα ενοίκια όσο και οι δαπάνες στεγαστικών δανείων αυξήθηκαν την τελευταία διετία, ενώ υψηλότερο είναι και το κόστος της ενέργειας, με αποτέλεσμα να έχουν αντισταθμιστεί ουσιαστικά οι όποιες ενισχύσεις έγιναν στο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, είτε μέσω των μισθολογικών απολαβών είτε μέσω των φοροελαφρύνσεων. Σύμφωνα με τις δύο τελευταίες ετήσιες εκθέσεις του δικτύου μεσιτικών γραφείων RE/ MAX Ελλάς για την αγορά ενοικίων, το μεν 2023-2024 σημειώθηκε αύξηση κατά 5,6% πανελλαδικά και 7,6% στην Αττική, ενώ την περίοδο 2022-2023 η μέση άνοδος στο σύνολο της χώρας άγγιξε το 5,9% και το 5,3% στην Αττική. Εν τω μεταξύ τα ενοίκια συνεχίζουν να «καλπάζουν», καθώς σύμφωνα με τα χθεσινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον πληθωρισμό του μηνός Μαΐου, σημειώθηκε αύξηση κατά 10,9% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2024.

 

                                                              

 

Αντιστοίχως, η σημαντική αύξηση των επιτοκίων από τα μέσα του 2022 και μέχρι το τέλος του 2023, ως αποτέλεσμα της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ για τη μείωση του πληθωρισμού, αύξησε σημαντικά τα επιτόκια δανεισμού των στεγαστικών δανείων, η πλειονότητα των οποίων είναι κυμαινόμενου επιτοκίου. Παρότι έκτοτε η ΕΚΤ έχει προβεί σε διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων, θα απαιτηθεί κι άλλος χρόνος έως ότου αυτό αποτυπωθεί στη στεγαστική πίστη.

 

Εκτός από την Ελλάδα, σημαντική κρίνεται η επιβάρυνση από τις δαπάνες στέγης στη Δανία, όπου τα νοικοκυριά δαπανούν το 26,3% των εισοδημάτων τους, στη Σουηδία με 24,6%, ενώ ακολουθεί η Γερμανία με 24,5%. Ειδικά η περίπτωση της Γερμανίας είναι χαρακτηριστική, αν ληφθεί υπόψη ότι σε μεγάλες μητροπόλεις, όπως για παράδειγμα το Βερολίνο, εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια το μέτρο του πλαφόν στις αυξήσεις των ενοικίων, που φαίνεται πως είναι ανεπαρκές για να ελέγξει τις τιμές.

 

Στον αντίποδα, τη χαμηλότερη επιβάρυνση απολαμβάνει η Κύπρος, με μόλις 11,4% του διαθέσιμου εισοδήματος να κατευθύνεται σε δαπάνες στέγης, ενώ χαμηλά είναι και τα ποσοστά σε Ιταλία με 13,6%, Ισπανία με 16,7% και Πορτογαλία με 16,8%, παρότι στις χώρες αυτές υπάρχουν έντονες αντιδράσεις για τη διείσδυση των βραχυχρόνιων μισθώσεων και τα καταργηθέντα πλέον προγράμματα χορήγησης αδειών παραμονής τύπου Golden Visa.

 

Σε πρόσφατη συμμετοχή του σε εκδήλωση για την αγορά ακινήτων που πραγματοποίησε η Deloitte Hellas, ο Παύλος Μαρινάκης, υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ και κυβερνητικός εκπρόσωπος, παραδέχθηκε μεν ότι σήμερα η πρόσβαση των νεότερων ανθρώπων (κάτω των 40 ετών) στην αγορά κατοικίας δεν είναι αυτονόητη, όπως ήταν τις προηγούμενες δεκαετίες, ωστόσο υπεραμύνθηκε των κυβερνητικών πρωτοβουλιών, τονίζοντας ότι μέχρι σήμερα η κυβέρνηση έχει αναπτύξει 40 πρωτοβουλίες πολιτικής, προϋπολογισμού 6 δισ. ευρώ, για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης. Μάλιστα, προανήγγειλε ότι «άμεσα σχεδιάζουμε την αξιοποίηση 1.000 δημοσίων ακινήτων (π.χ. της ΕΤΑΔ, του Υπερταμείου) για τη διάθεση στην αγορά έως 10.000 κατοικιών και σε βάθος χρόνου 6.500 δημοσίων ακινήτων για τη δημιουργία 25.000 κατοικιών». Στόχος είναι να υπάρξει τόνωση της προσφοράς και με τον τρόπο αυτό να συγκρατηθούν οι τιμές.

 

Σε πρόσφατη τοποθέτησή του για τη στεγαστική κρίση, ο Λευτέρης Ποταμιάνος, πρόεδρος του Συλλόγου Μεσιτών Αθηνών – Αττικής, επισήμανε ότι «οι τιμές των ενοικίων είναι εκτός ελέγχου, η προσφορά κατοικίας δεν καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες και η ανανέωση του οικιστικού αποθέματος προχωράει με ρυθμούς χελώνας». Σύμφωνα με τον κ. Ποταμιάνο, «η πολιτεία σχεδιάζει ερήμην της πραγματικότητας, χωρίς να έχει θεσμοθετήσει διαδικασία διαλόγου με την αγορά ακινήτων. Δεν συνυπολογίζει τη γνώση των ανθρώπων του πεδίου. Το αποτέλεσμα είναι οι ρυθμίσεις είτε να αποτυγχάνουν είτε να αυτοαναιρούνται και τα προγράμματα να μην πιάνουν τόπο». Ο κ. Ποταμιάνος έχει επισημάνει την ανάγκη να αντιμετωπιστεί πρωτίστως το έλλειμμα προσφοράς, αξιοποιώντας τα ακίνητα του Δημοσίου, αλλά και των ιδρυμάτων, όπου έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον 5.000 κενές κατοικίες. Παράλληλα, όπως αναφέρει, «θα πρέπει να αποφεύγονται αντίμετρα, όπως προγράμματα τύπου “Σπίτι μου”, που καταλήγουν να αυξάνουν απότομα τη ζήτηση, ακυρώνοντας τα όποια οφέλη μπορούν να προκύψουν και σε επίπεδο τιμών από μια ενδεχόμενη αύξηση της προσφοράς».

 
 

                                       

Επόμενη Κρίση

 

Δεν θα μας αιφνιδιάσουν τράπεζες που αγνοήσαμε, αλλά αγορές στις οποίες σκόπιμα επιτρέψαμε να λειτουργούν χωρίς φως. Η επόμενη χρηματοπιστωτική κρίση δεν είναι πια υποθετική. Διαμορφώνεται σταδιακά, τροφοδοτούμενη από ανεξέλεγκτες εξαγορές, αδιαφανείς επενδύσεις και ένα σύστημα που έχει εθιστεί στο ρίσκο χωρίς συνέπειες. Το πρόβλημα δεν είναι η άγνοια – είναι η αδράνεια.

 

Σύμφωνα με ανάλυση του Economist, η κατάρρευση του συστήματος είναι μάλλον αναμενόμενη. Δεν θα πυροδοτηθεί από στεγαστικά δάνεια αμφίβολης ποιότητας, ούτε από ξαφνικές αυξήσεις επιτοκίων. Η ρίζα της θα βρεθεί εκεί όπου οι θεσμοί επιλέγουν να μην κοιτούν: στην ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των μη ρυθμιζόμενων χρηματοοικονομικών αγορών, στη χρηματιστηριακή εμπορευματοποίηση του κινδύνου και στην επιβολή μιας crypto–κανονικότητας σε ένα ήδη ασταθές οικοδόμημα.

 

Τα ιδιωτικά κεφάλαια έχουν εκτοξευθεί. Μεταξύ 2018 και 2023, τα διαχειριζόμενα κεφάλαια σε private equity, ιδιωτικό χρέος, υποδομές, venture capital και real estate σχεδόν διπλασιάστηκαν, φθάνοντας τα 13,1 τρισ. δολάρια, κατά τη McKinsey. Αντιθέτως, η παραδοσιακή χρηματιστηριακή αγορά, όπου ισχύουν αυστηροί κανόνες διαφάνειας και εποπτείας, συρρικνώνεται. Οι επιχειρήσεις αποφεύγουν τη δημόσια εγγραφή και η διαφάνεια υποχωρεί.

 

Ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου κεφαλαίου μετακινείται σε «σκιώδεις» ζώνες, μακριά από τον έλεγχο των αρχών, των επενδυτών και της κοινωνίας.

 

Μια ψευδαίσθηση ελέγχου

 

Η εποχή των θεαματικών αποδόσεων και των δανειοδοτούμενων εξαγορών βασίστηκε στην αύξηση των αποτιμήσεων και τα φθηνά δάνεια – όχι στην πραγματική οικονομική απόδοση. Αυτή η περίοδος έχει πλέον τελειώσει. Με τα επιτόκια αυξημένα και τις εξόδους από επενδύσεις πιο δύσκολες, οι αποδόσεις έχουν «παγώσει». Κι όμως, θεσμικοί επενδυτές εξακολουθούν να διοχετεύουν κεφάλαια σε μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία, αναζητώντας απεγνωσμένα αποδόσεις. Ταυτόχρονα, οι διαχειριστές κεφαλαίων διευρύνουν τη βάση επενδυτών, στοχεύοντας σε πλούσιους ιδιώτες, και έτσι το ρίσκο διαχέεται προς τα κάτω.

 

Σε Ηνωμένο Βασίλειο και ηπειρωτική Ευρώπη, πολιτικές πιέσεις οδηγούν στη χαλάρωση των ρυθμίσεων για να ενισχυθούν οι επενδύσεις σε «τολμηρά» περιουσιακά στοιχεία από τα συνταξιοδοτικά ταμεία. Αγνοείται, ωστόσο, το βασικότερο: το ρίσκο δεν εξαφανίζεται, απλώς αλλάζει μορφή.

 

 

                                    

Το private credit: ο κρυφός συστημικός κίνδυνος

 

Τα private credit funds, σύμφωνα με μελέτη των Παλαντίνο και Κάρλεγουιτς από το Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, δημιουργούν συστημικούς κινδύνους. Παρέχουν δάνεια χωρίς διαφάνεια, υπό όρους που δεν εποπτεύονται, με περιορισμένη ρευστότητα και ασυμφωνία στις λήξεις. Οι σχέσεις τους με τις παραδοσιακές τράπεζες έχουν δημιουργήσει ένα περίπλοκο και αδιαφανές πλέγμα χρηματοοικονομικών διασυνδέσεων, που διαφεύγει της πραγματικής εποπτείας.

 

Το ΔΝΤ έχει ήδη προειδοποιήσει ότι ο συνδυασμός ταχείας επέκτασης, ανταγωνισμού με τις τράπεζες και πίεσης για αποδόσεις έχει οδηγήσει σε χαλάρωση των κριτηρίων δανεισμού και αύξηση του πιστωτικού κινδύνου. Αν προκύψει πρόβλημα, κανείς δεν θα γνωρίζει εγκαίρως πού ακριβώς εντοπίζεται.

 

Η ριζική αλλαγή της χρηματοοικονομικής κουλτούρας

 

Την ίδια στιγμή, η Wall Street μοιάζει όλο και περισσότερο με καζίνο. Η λατρεία για τα κρυπτονομίσματα, την υπερμόχλευση, το trading ως παιχνίδι (gamification) και τα NFTs έχει μετατρέψει την επένδυση σε είδος ψυχαγωγίας, με τους traders να λειτουργούν σαν διαδικτυακοί performers.

 

Ο Ντόναλντ Τραμπ, στη νέα του προεδρική προσπάθεια, εμφανίζεται πρόθυμος να αξιοποιήσει πολιτικά την «επενδυτική ψυχαγωγία», αντί να ενισχύσει τη ρύθμιση των αγορών. Η απορρύθμιση παγιώνεται ως ιδεολογικό δόγμα.

 

Ακόμη και στην Fed, η Μισέλ Μπάουμαν δήλωσε πως η αυστηρή εποπτεία έχει οδηγήσει τις βασικές τραπεζικές λειτουργίες εκτός τραπεζικού τομέα, και πως είναι καιρός να επιστρέψουν. Όμως, η ελάφρυνση των κανόνων ενδέχεται απλώς να επιτρέψει στις τράπεζες να επεκτείνουν την έκθεσή τους σε funds, εντείνοντας την ανεξέλεγκτη αύξηση του σκιώδους χρηματοπιστωτικού συστήματος.

 

Μπορεί τα crypto να είναι το νέο subprime;

 

Οι καταρρεύσεις των Silvergate, Silicon Valley Bank, Signature και First Republic το 2023 αποτέλεσαν προειδοποιητικά σημάδια. Όπως σημειώνουν οι οικονομολόγοι Κέλι και Ρόουζ από τη Fed του Σικάγου, τα επιχειρηματικά μοντέλα των τραπεζών αυτών ήταν άρρηκτα δεμένα με τον χώρο των crypto και του venture capital. Όταν οι επενδυτές απέσυραν κεφάλαια, τα διαθέσιμα μετρητά δεν επαρκούσαν και ακολούθησαν μαζικές αναλήψεις.

 

Η Fed επενέβη για να διασώσει τις καταθέσεις. Όμως οι crypto επιχειρήσεις και τα VC funds έμειναν ανέπαφα και με κεφάλαια στο χέρι – τα οποία στη συνέχεια διοχέτευσαν σε πολιτικές καμπάνιες. Στις εκλογές του 2024, τα crypto–συνδεδεμένα PACs δαπάνησαν 135 εκατ. δολάρια, υποστηρίζοντας ανοιχτά υποψηφίους φιλικά προσκείμενους προς τη βιομηχανία των κρυπτονομισμάτων – και πέτυχαν την εκλογή δεκάδων εξ αυτών. Και όλα αυτά έγιναν απολύτως νόμιμα και φανερά.

 

Αν το σενάριο ύφεσης υλοποιηθεί και οι αγορές στραφούν εναντίον των «τοξικών» περιουσιακών στοιχείων, η κατάρρευση αυτού του παράλληλου συστήματος δεν θα αργήσει.

 

Το αναπόφευκτο τέλος;

 

Δεν πρόκειται για σενάριο φαντασίας, αλλά για τη λογική κατάληξη μιας αλυσίδας επιλογών. Η επόμενη κρίση δεν θα προκύψει από άγνοια, αλλά από αμέλεια. Από πολιτικά ανταλλάγματα, απορρύθμιση με ιδεολογικό περιτύλιγμα και την ψευδαίσθηση ότι το ρίσκο είναι διαχειρίσιμο ακόμα και όταν δεν το βλέπουμε.

 

Η «Subprime 2.0» μπορεί να είναι ήδη εδώ. Και αυτή τη φορά, ίσως δεν υπάρχει ούτε σχέδιο διάσωσης ούτε χρόνος αντίδρασης. Οι προειδοποιήσεις έχουν γίνει – αλλά κανείς δεν φαίνεται να ακούει. Και αυτή η ταινία, όπως λένε οι ειδικοί, δεν έχει ευτυχισμένο τέλος.

 

 

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2025 Greek Finance Forum