| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

"Kουλου-βάχατα"

Σχόλια για τα πάντα ……. Η φράση “Κουλου – βάχατα” προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική «κούλου ουάχαντ» που σημαίνει «όλα μαζί ένα».

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

00:01 - 17/06/25

                             

Ελληνική Οικονομία

 

Με αφορμή τα τελευταία στοιχεία για την πορεία του ΑΕΠ είχαμε αναφερθεί στο ζήτημα της μείωσης των επενδύσεων. Πάμε να δούμε τα όσα έγραψε στην ανάλυση της η Εθνική. Το ελληνικό ΑΕΠ ενισχύθηκε κατά 2,2% σε ετήσια βάση το 1o τρίμηνο του 2025, παραμένοντας αμετάβλητο σε τριμηνιαία βάση (εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία), συγκριτικά με αυξήσεις +2,5% ετησίως το 4ο τρίμηνο του 2024 και +2,3% για το σύνολο του 2024, όπως αναφέρουν οι αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας. Ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης ξεπέρασε το μέσο όρο της ευρωζώνης για 15ο συνεχόμενο τρίμηνο (+1,5% ετησίως κατά το 1ο τρίμηνο του 2025) αν και η απόσταση μειώθηκε σε 0,7 ποσοστιαίες μονάδες καθώς το ΑΕΠ της ευρωζώνης επιταχύνθηκε κατά +0,6% σε τριμηνιαία βάση.

 

Η ιδιωτική κατανάλωση αποτέλεσε εκ νέου βασικό πυλώνα της δραστηριότητας στην Ελλάδα, σημειώνοντας ετήσια αύξηση 1,9% το 1ο τρίμηνο (+2,0% ετησίως το 2024), συνεισφέροντας 1,3 ποσοστιαίες μονάδες στην ετήσια αύξηση του ΑΕΠ. Οι ισχυρές επιδόσεις της αγοράς εργασίας, όπως αντικατοπτρίζονται στην αύξηση των εισοδημάτων από εργασία κατά 6,4% ετησίως (με το μέσο δείκτη μισθολογικού κόστους να σημειώνει ετήσια άνοδο 5,4% το Τ1:2025 ή κατά +2,8% σε αποπληθωρισμένους όρους), στη συνεχιζόμενη ταχεία μείωση της ανεργίας (στο 8,8% το 1ο τρίμηνο του 2025) και τη σταθερή αύξηση της καταναλωτικής πίστης (+5,6% ετησίως το Μάρτιο του 2025) στήριξαν τις καταναλωτικές αποφάσεις.

 

Το 1ο τρίμηνο του 2025 χαρακτηρίστηκε από ευρεία ανάκαμψη της κατανάλωσης αγαθών σε σύγκριση με τις υπηρεσίες, μετά από δύο χρόνια ισχυρής υπεραπόδοσης των υπηρεσιών. Ο όγκος του λιανικού εμπορίου (εξαιρουμένων των καυσίμων) αυξήθηκε κατά 4,3% ετησίως το 1ο τρίμηνο του 2025, ανακάμπτοντας μετά την αποδυνάμωση που προκάλεσε ο υψηλός πληθωρισμός, ειδικά σε βασικά καταναλωτικά αγαθά, τα προηγούμενα χρόνια. Ο πληθωρισμός στα αγαθά εκτός ενέργειας υποχώρησε στο 1,4% στο 5μηνο του 2025 ενώ οι ανατιμήσεις στις υπηρεσίες – ειδικά τις σχετικές με τον τουρισμό – παρέμειναν ισχυρές, κυμαινόμενες στο 4,7% ετησίως, την ίδια περίοδο.

 

Η συσσώρευση αποθεμάτων, αν και ηπιότερη σε σύγκριση με πέρυσι, συνέχισε να διαδραματίζει κομβικό ρόλο στην αύξηση του ΑΕΠ, συνεισφέροντας 1,6 ποσοστιαίες μονάδες στην ετήσια μεταβολή του το 1ο τρίμηνο του 2025, έναντι 3 ποσοστιαίων μονάδων για το σύνολο του 2024. Αυτό εξηγείται, εν μέρει, από την ισχυρή εγχώρια ζήτηση, το βραχύτερο χρονικά κύκλο αποθεμάτων για τις επιχειρήσεις καθώς και την προληπτική συσσώρευση αποθεμάτων, εν μέσω διάχυτης εμπορικής αβεβαιότητας διεθνώς αλλά και υποχώρησης των τιμών κάποιων βασικών ενεργειακών και μη ενεργειακών πρώτων υλών το 1o τρίμηνο. Παράλληλα αξίζει να σημειωθεί ότι τμήμα σημαντικών επενδυτικών έργων, των οποίων η υλοποίηση γίνεται σταδιακά και διαρκεί μεγάλες χρονικές περιόδους, καταχωρείται, βάσει της στατιστικής μεθοδολογίας, εν μέρει ή συνολικά στο σχηματισμό αποθεμάτων και όχι στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου και αυτό είναι πιθανό να επηρεάζει κυρίως την κατηγορία των μη-οικιστικών κατασκευών.

 

Ερμηνεύοντας την κάμψη των επενδύσεων

 

Η αρνητική έκπληξη προέκυψε από τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου («ΑΣΠΚ») ο οποίος μειώθηκε κατά 3,2% ετησίως και κατά 6,1%, σε τριμηνιαία βάση, το 1ο τρίμηνο του 2025, εμφανίζοντας τη μεγαλύτερη κάμψη από το πρώτο lockdown κατά την πανδημία Covid-19. Η πτώση όμως σημειώνεται από υψηλή αφετηρία καθώς οι συνολικές επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο ανήλθαν το 2024 σε υψηλό 14 ετών (16,1% του ΑΕΠ κατά μ.ο. το 2024) και σε ιστορικό υψηλό (10,1% του ΑΕΠ) αν εξαιρέσουμε τις κατασκευές. Ο μηχανολογικός εξοπλισμός (συμπεριλαμβανομένων των οπλικών συστημάτων) και τα προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας ήταν οι μόνες κατηγορίες του ΑΣΠΚ που εμφάνισαν θετική ετήσια μεταβολή (+6,3% και +1,1%, αντίστοιχα). Ωστόσο, οι μη οικιστικές κατασκευές συρρικνώθηκαν με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων 5 ετών, οι οικιστικές κατασκευές υποχώρησαν οριακά κατά -0,3% σε ετήσια βάση, ο μεταφορικός εξοπλισμός κατά -3,2% ετησίως και ο εξοπλισμός τεχνολογίας και πληροφορικής («ΤΠΕ») κατά -10,2%.

 

Η κάμψη των επενδύσεων χρήζει περαιτέρω ανάλυσης, καθώς φαίνεται μη συμβατή με τους πρόδρομους δείκτες οικονομικής δραστηριότητας που σχετίζονται με τις επενδύσεις στη βιομηχανία, τις υπηρεσίες και τις κατασκευές, για αυτήν την περίοδο. Ειδικότερα, το ποσοστό χρήσης του παραγωγικού δυναμικού σε βιομηχανία και υπηρεσίες, εμφανίζεται σταθεροποιημένο το 1ο τρίμηνο του 2025, κοντά σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, τα επίπεδα παραγωγής και παραγγελιών στη βιομηχανία και το ανεκτέλεστο έργων στον κατασκευαστικό τομέα παρέμειναν ισχυρά, ενώ η πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις επιταχύνθηκε περαιτέρω το 1ο τρίμηνο του 2025.

 

Η αποδυνάμωση του ΑΣΠΚ θα μπορούσε να αποδοθεί σε συγκεκριμένους προσωρινούς παράγοντες που αναμένεται να αναστραφούν σε μεγάλο βαθμό τα επόμενα τρίμηνα. Συγκεκριμένα:

 

Στην επίδραση της διεθνούς αβεβαιότητας στις επενδυτικές αποφάσεις των μεγαλύτερων και πιο εξωστρεφών επιχειρήσεων που είχαν ήδη προβεί σε σημαντικές επενδυτικές δαπάνες τα προηγούμενα χρόνια και οι οποίες επιχειρούν να αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτερη ορατότητα για τις εξελίξεις καθώς και όσον αφορά την ολοκλήρωση των μειώσεων των επιτοκίων από την ΕΚΤ.

 

Στις δυσμενείς επιδράσεις από τη σύγκριση με τα ανοδικά αναθεωρημένα στοιχεία για το επίπεδο τόσο των μη-οικιστικών όσο και των οικιστικών κατασκευών για το 1ο τρίμηνο του 2024, κατά περίπου 4% για την καθεμία κατηγορία. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η ετήσια μεταβολή των επενδύσεων στο υπόλοιπο του έτους θα λάβει αντισταθμιστική ώθηση από την μικρή πτωτική αναθεώρηση του ΑΣΠΚ για τα υπόλοιπα τρίμηνα του 2024.

 

Η τελική παράδοση και πλήρης ενσωμάτωση στον ΑΣΠΚ, μεγάλων επενδυτικών έργων, ιδίως στον κατασκευαστικό τομέα και σε υποδομές, που ταξινομούνται προσωρινά στα αποθέματα κατά τη φάση κατασκευής τους θα ενισχύσει τον ΑΣΠΚ, στο προσεχές αλλά και απώτερο μέλλον, εν μέρει και μέσω μελλοντικών αναθεωρήσεων των Εθνικών Λογαριασμών.

 

Στη σημαντικά βραδύτερη, από την εκτιμώμενη στον Κρατικό Προϋπολογισμό, πορεία των εκταμιεύσεων μέσω του ΠΔΕ και του ΤΑΑ στο 1ο τρίμηνο του 2025 − 0,7% του ΑΕΠ στο 1ο τρίμηνο του 2025 έναντι 1,2% στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2024 – που ακολούθησε την έντονη επιτάχυνση των εκταμιεύσεων στο 4ο τρίμηνο του 2024. Συνεκτιμώντας αυτή την υστέρηση, οι δαπάνες του ΠΔΕ & ΤΑΑ για το υπόλοιπο του έτους εκτιμάται ότι θα ανέλθουν στο 5,2% του ΑΕΠ, από 4,4% την ίδια περίοδο το 2024, ενισχύοντας την τελική δαπάνη και ειδικά τον ΑΣΠΚ.

 

Ωστόσο, διαφαίνονται και άλλες επιδράσεις για τις οποίες δεν είναι εύκολο να αποσαφηνιστεί αν μπορούν να αναστραφούν άμεσα. Συγκεκριμένα, η κατασκευαστική δραστηριότητα επιβαρύνεται, μεταξύ άλλων, και από: i) σημαντικές ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό, όπως αυτές αναφέρονται σε σχετικές έρευνες από τις κατασκευαστικές επιχειρήσεις. Σημειώνεται ότι, παρά την αύξηση της απασχόλησης στον κατασκευαστικό τομέα (κατά 8% ετησίως) το 1ο τρίμηνο του 2025 και την ισχυρή δυναμική της ζήτησης, τα στοιχεία κλαδικών ερευνών υποδηλώνουν ότι οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού αποτέλεσαν το βασικό παράγοντα συγκράτησης της κατασκευαστικής δραστηριότητας το 2024, αλλά και τους πρώτους μήνες του 2025, χωρίς ορατά σημάδια βελτίωσης στο 5μηνο του 2025, ii) το υψηλό κόστος κατασκευής, με τις τιμές των οικοδομικών υλικών να αυξάνονται κατά 25% σωρευτικά από το 2021 ενώ συνέχισαν την αυξητική τους πορεία το 4μηνο του 2025 (με μέσο ετήσιο ρυθμό 4%) και iii) τις υψηλές αξίες γης, οι οποίες κινούνται παράλληλα με τις αυξανόμενες αποτιμήσεις των οικιστικών και εμπορικών ακινήτων τα προηγούμενα έτη (άνοδος τιμών κατοικιών κατά 78% τα τελευταία 7 χρόνια, που οδήγησε τις οικιστικές αποτιμήσεις στο επίπεδο του ιστορικού υψηλού τους το 2008) αλλά και κάποια αβεβαιότητα που παραμένει σχετικά με τις επιδράσεις από την κατάργηση ορισμένων εκ των ευνοϊκών προβλέψεων του νέου οικοδομικού κανονισμού, μετά τη σχετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

Επιπρόσθετο στοιχείο είναι ότι οι καθαρές εξαγωγές – λόγω εξασθένισης των εξαγωγών υπηρεσιών – αφαίρεσαν 0,3 ποσοστιαίες μονάδες από την ετήσια αύξηση του ΑΕΠ το 1ο τρίμηνο του 2025, σε σύγκριση με τον μέσο όρο των -2,0 ποσοστιαίων μονάδων το2024. Παρά τις δυσμενείς εξωτερικές συνθήκες, η αύξηση των εξαγωγών αγαθών επιταχύνθηκε στο 1,7% ετησίως το 1ο τρίμηνο (+1,1% ετησίως το 4ο τρίμηνο του 2024), με τις εξαγωγές υπηρεσιών ωστόσο να παραμένουν σε γενικές γραμμές αμετάβλητες (-0,2% ετησίως σε σταθερές τιμές από +3,8% το 2024) κυρίως λόγω – της μάλλον προσωρινής – μείωσης των εσόδων από τη ναυτιλία η οποία όμως δείχνει σημάδια ανάκαμψης το 2ο τρίμηνο, ενώ ο τουρισμός παραμένει σε πιο ήπια ανοδική τροχιά με μικρότερη συνεισφορά από τα προηγούμενα χρόνια. Την ίδια περίοδο, η αύξηση των εισαγωγών παρέμεινε περίπου σταθερή στο 2,4% ετησίως (σε σταθερές τιμές) το 1ο τρίμηνο του 2025, με τις εισαγωγές αγαθών να σημειώνουν άνοδο της τάξης του 1,7% ετησίως.

 

Δεδομένης της αβεβαιότητας αναφορικά: i) με την ταχύτητα αναστροφής ορισμένων εκ των ανωτέρω εστιών δυσμενών επιδράσεων, ii) τις αναμενόμενες αποφάσεις αναφορικά με την εφαρμογή των ανταποδοτικών δασμών από τις ΗΠΑ προς την ΕΕ και άλλους εμπορικούς εταίρους τους, τον Ιούλιο αλλά και iii) της νέας κλιμάκωσης της κρίσης στη Μ. Ανατολή με την απευθείας σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν − οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς την τροχιά της ευρωζώνης αλλά και της ελληνικής οικονομίας − είναι κομβική η αξιοποίηση της πρόσθετης πληροφόρησης που θα προκύψει από τη δημοσίευση πρόδρομων δεικτών οικονομικής συγκυρίας για την ελληνική οικονομία για το 2ο τρίμηνο του 2025.

 

Όσον αφορά τις βραχυπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές, τα πλέον πρόσφατα στοιχεία που είναι διαθέσιμα για έναν περιορισμένο αριθμό πρόδρομων δεικτών δραστηριότητας και οικονομικής συγκυρίας για τον Απρίλιο και, εν μέρει, για το Μάιο του 2025 παραπέμπουν – βάσει του υποδείγματος βραχυπρόθεσμης πρόβλεψης της πορείας της οικονομικής δραστηριότητας με χρήση δεδομένων υψηλής συχνότητας (nowcasting) της ΕΤΕ – σε αύξηση του ΑΕΠ το 2ο τρίμηνο κατά +0,5% σε εποχικά προσαρμοσμένη τριμηνιαία βάση το 2ο τρίμηνο του 2025 που ισοδυναμεί σε ετήσια αύξηση κατά 1,6% ετησίως το ίδιο τρίμηνο (επιβραδυνόμενη προσωρινά από τη δυσμενή βάση σύγκρισης).

 

Επίσης, η ισχυρή δημοσιονομική υπεραπόδοση της Ελλάδας το 2024 δημιουργεί τις προϋποθέσεις για σημαντική δημοσιονομική ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα (για πρώτη φορά από το 2021), η οποία εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 1,0-1,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (συμπεριλαμβανομένων πληρωμών μέσω ΠΔΕ & ΤΑΑ), σε κυκλικά προσαρμοσμένους όρους, καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να διαμορφωθεί στο 3-3,5% του ΑΕΠ το 2025, από 4,8% το 2024. Η εν λόγω ώθηση – η οποία αναμένεται εκδηλωθεί κυρίως στο 2ο εξάμηνο – σε συνδυασμό με τη σταθερή βελτίωση των χρηματοοικονομικών συνθηκών, οι οποίες ενισχύονται από τις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας, καθώς και τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής (μείωση βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 200 μονάδες βάσης τους τελευταίους 12 μήνες), αναμένεται να αντισταθμίσουν σε μεγάλο βαθμό τις αναδυόμενες αρνητικές επιδράσεις, διατηρώντας το ΑΕΠ σε τροχιά υγιούς αύξησης, περίπου αντίστοιχη με την προηγούμενη διετία. Ωστόσο, δεδομένης της μειωμένης δυναμικής που προκύπτει από την αναθεώρηση των τριμηνιαίων παρατηρήσεων για το 2024 και την επίδοση κατά το 1ο τρίμηνο του 2025, οι ευνοϊκές επιδράσεις μετακύλισης (carryover effect) αποδυναμώνονται κατά 0,25 ποσοστιαίες μονάδες για το σύνολο του 2025, μειώνοντας αντιστοίχως την εκτίμηση μας για την ετήσια αύξηση του ΑΕΠ έναντι της προηγούμενης που ήταν 2,5%.

 

 

                                       

Εμπορικό Έλλειμμα

 

Μια που πιάσαμε τα της ελληνικής οικονομίας πάμε και στο εμπορικό έλλειμμα. Από το 2022 και έπειτα, οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών παρουσιάζουν σημαντική αύξηση, χωρίς όμως αυτό να αποτρέπει την περαιτέρω επιδείνωση του εμπορικού ελλείμματος της χώρας. Το έλλειμμα αυτό αποτελεί βασικό παράγοντα για τη διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ).

 

Σύμφωνα με ανάλυση της Alpha Bank, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025, το έλλειμμα του ΙΤΣ αυξήθηκε κατά 708 εκατομμύρια ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, κυρίως εξαιτίας της επιδείνωσης στο ισοζύγιο αγαθών. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι το έλλειμμα του ΙΤΣ θα παραμείνει υψηλό, φτάνοντας το 6,4% του ΑΕΠ το 2025 και υποχωρώντας ελαφρώς στο 6,3% το 2026.

 

Η τάση αυτή οφείλεται κυρίως στη μεγαλύτερη άνοδο των εισαγωγών σε σχέση με τις εξαγωγές. Η κατανόηση των αιτιών αυτής της εξέλιξης είναι ιδιαιτέρως σημαντική, ιδίως σε ένα διεθνές περιβάλλον αβεβαιότητας που χαρακτηρίζεται από γεωπολιτικές εντάσεις και την άνοδο του προστατευτισμού στο παγκόσμιο εμπόριο.

 

Τι οδηγεί στην αύξηση των εισαγωγών

 

Η ενίσχυση των εισαγωγών δεν προκύπτει από έναν και μόνο παράγοντα, αλλά αποτελεί συνδυαστικό αποτέλεσμα ισχυρής εγχώριας ζήτησης, αυξημένων επενδύσεων και εξωτερικών πιέσεων στις τιμές:

 

Κόστος ενέργειας: Η Ελλάδα, ως καθαρός εισαγωγέας ενέργειας, επηρεάστηκε έντονα από την άνοδο των τιμών μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Κατά την περίοδο 2022–2024, οι εισαγωγές αγαθών κυμάνθηκαν κατά μέσο όρο στα 87 δισ. ευρώ, έναντι περίπου 50 δισ. ευρώ την περίοδο 2010–2021. Αν και οι τιμές ενέργειας έχουν υποχωρήσει ελαφρώς, παραμένουν σημαντικά υψηλότερες σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.

 

Ισχυρή ανάπτυξη: Η ελληνική οικονομία καταγράφει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από τους κύριους εμπορικούς της εταίρους. Στο πρώτο τρίμηνο του 2025, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,2%, σε σύγκριση με 1,6% στην ΕΕ-27. Η ανάπτυξη αυτή στηρίζεται κυρίως στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,9%), η οποία ενισχύεται από την άνοδο του διαθέσιμου εισοδήματος και την αυξημένη χρήση καταναλωτικών δανείων, που από το 2022 παρουσιάζουν σταθερά θετικούς ρυθμούς.

 

Ενίσχυση επενδύσεων: Οι επενδύσεις, με αιχμή το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οδηγούν σε αυξημένες εισαγωγές κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, καθώς η εγχώρια παραγωγή δεν επαρκεί. Η επενδυτική δραστηριότητα έχει ενισχυθεί, με τις επενδύσεις να φτάνουν στο 15% του ΑΕΠ (έναντι 12% κατά την περίοδο της κρίσης). Μέχρι τον Μάιο 2025, η Ελλάδα είχε αντλήσει 21,3 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, ενώ είχαν συναφθεί 435 δανειακές συμβάσεις ύψους 16,15 δισ. ευρώ, με έργα κυρίως στις ΑΠΕ (47%) και τον ψηφιακό μετασχηματισμό (22%).

 

Η ανθεκτικότητα των εξαγωγών

 

Παράλληλα, οι ελληνικές εξαγωγές έχουν παρουσιάσει αξιοσημείωτη πρόοδο, φτάνοντας τα 51 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο από το 2022 και μετά, έναντι 28 δισ. την προηγούμενη δεκαετία (2010–2021). Αυτή η αύξηση καταδεικνύει ότι η ανταγωνιστικότητα της χώρας όχι μόνο δεν έχει υπονομευθεί, αλλά έχει ενισχυθεί.

 

Η βελτίωση αποτυπώνεται στους δείκτες πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας (REER), οι οποίοι συγκρίνουν το κόστος και τις τιμές της Ελλάδας με αυτές 37 βασικών εμπορικών εταίρων. Η καθοδική πορεία των δεικτών αυτών από το 2010 καταδεικνύει την αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Ο δείκτης REER που βασίζεται στο μοναδιαίο κόστος εργασίας έχει υποχωρήσει σωρευτικά κατά 32% από το 2010, κυρίως λόγω της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης στο πλαίσιο των μνημονίων.

 

Στο πρώτο τρίμηνο του 2025, η ανταγωνιστικότητα ενισχύθηκε περαιτέρω: ο δείκτης REER με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή μειώθηκε κατά 1,4%, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας υποχώρησε κατά 3,5%. Η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί, καθώς το κόστος εργασίας αναμένεται να αυξηθεί ταχύτερα σε άλλες χώρες-εταίρους.

 

Μια συνέπεια της ανάκαμψης

 

Η αύξηση του εμπορικού ελλείμματος δεν οφείλεται σε μείωση της ανταγωνιστικότητας, αλλά αποτελεί αποτέλεσμα της έντονης οικονομικής ανάκαμψης και της επενδυτικής κινητικότητας που ενισχύεται από το Ταμείο Ανάκαμψης.

 

Η έντονη ζήτηση για καταναλωτικά και επενδυτικά αγαθά, σε συνδυασμό με το αυξημένο ενεργειακό κόστος, έχει οδηγήσει τις εισαγωγές σε υψηλότερα επίπεδα από τις εξαγωγές. Την ίδια στιγμή, η χώρα ενισχύει τη θέση της ως προς το κόστος, γεγονός που στηρίζει την εξαγωγική της προσπάθεια.

 

Η πρόκληση για τα επόμενα χρόνια είναι η διατήρηση αυτής της εξαγωγικής δυναμικής, ώστε να εξομαλυνθεί σταδιακά το εξωτερικό ισοζύγιο. Το έργο αυτό καθίσταται πιο δύσκολο σε ένα διεθνές σκηνικό που χαρακτηρίζεται από αυξανόμενα προστατευτικά μέτρα, τα οποία ενδέχεται να επηρεάσουν περισσότερο χώρες με μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές, όπως η Ελλάδα.

 
 
                       

Ελλάδα: Πρωταθλήτρια Ευρώπης στην παιδική υλική στέρηση – Στοιχεία Eurostat για το 2024

 

Η Ελλάδα κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό παιδιών που ζουν σε συνθήκες υλικής στέρησης το 2024, σύμφωνα με τα νέα στοιχεία της Eurostat. Πάνω από ένα στα τρία παιδιά κάτω των 16 ετών (33,6%) στερούνται βασικά αγαθά, υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες εξαιτίας οικονομικών δυσκολιών ή διαβιούν σε νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους στερήσεις.

 

Ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ-27) ανέρχεται μόλις στο 13,6%, γεγονός που αναδεικνύει το έντονο χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και του ευρωπαϊκού στόχου για «κοινωνική σύγκλιση προς τα πάνω».

 

Πώς μετράται η υλική στέρηση

 

Η Eurostat και η ΕΛΣΤΑΤ χρησιμοποιούν ένα σύνολο 17 δεικτών για να αξιολογήσουν την υλική στέρηση των παιδιών: 11 σχετίζονται με τις ανάγκες του παιδιού και 6 με τη γενικότερη κατάσταση του νοικοκυριού. Ένα παιδί θεωρείται ότι ζει σε συνθήκες υλικής στέρησης όταν του λείπουν τουλάχιστον 3 από τα 17 αυτά στοιχεία.

 

Τα βασικά αγαθά περιλαμβάνουν: καινούργια ρούχα, δύο ζευγάρια παπούτσια, επαρκή και ποιοτική διατροφή με καθημερινή πρόσληψη φρούτων, λαχανικών και πρωτεΐνης (κρέας, ψάρι ή κοτόπουλο).

 

                             

Πέρα από τα αναγκαία: Το δικαίωμα στο «ευ ζην»

 

Η λίστα περιλαμβάνει και αγαθά ή εμπειρίες απαραίτητες για την κοινωνική και ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού: βιβλία, εξοπλισμό για υπαίθριες δραστηριότητες, εσωτερικά παιχνίδια, συμμετοχή σε πολιτιστικές ή ψυχαγωγικές δραστηριότητες, γενέθλια, κοινωνικές προσκλήσεις, εκπαιδευτικές εκδρομές και διακοπές.

 

Οι περιορισμοί δεν οφείλονται μόνο στην έλλειψη χρημάτων. Η κόπωση, η έλλειψη χρόνου και η ψυχική εξάντληση επιβαρύνουν τους Έλληνες γονείς, που εργάζονται περισσότερες ώρες από οποιονδήποτε άλλο Ευρωπαίο και αμείβονται με λιγότερο από το μισό του μέσου ευρωπαϊκού μισθού. Όταν οι γονείς εξαντλούνται σε υπερωρίες ή δουλεύουν πολλαπλές δουλειές για να καλύψουν τα έξοδα, ακόμη και ένα σπιτικό γεύμα ή μια απλή έξοδος μετατρέπεται σε πολυτέλεια.

 

Οι πολλαπλές όψεις της παιδικής φτώχειας

 

Οι τέσσερις δείκτες στέρησης που αφορούν το νοικοκυριό περιλαμβάνουν: αδυναμία κάλυψης πάγιων λογαριασμών, έλλειψη επαρκούς θέρμανσης ή δροσισμού, απουσία πρόσβασης στο διαδίκτυο και ιδιοκτησία αυτοκινήτου.

 

Αν και πολλά φτωχά νοικοκυριά στην Ελλάδα έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο ή διαθέτουν αυτοκίνητο, περίπου το 43% δεν μπορούν να καλύψουν οικονομικές υποχρεώσεις όπως δάνεια, λογαριασμούς και ενοίκια — το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ. Το υψηλό κόστος στέγασης σε συνδυασμό με τα χαμηλά εισοδήματα επιβαρύνει ιδιαίτερα τις οικογένειες.

 

Η οικονομική πίεση των γονιών αντανακλάται στα παιδιά, που μπορεί να μην στερούνται πάντα βασικά υλικά αγαθά, αλλά δεν έχουν πρόσβαση σε κοινωνικές και πολιτιστικές εμπειρίες ζωτικής σημασίας για την προσωπική τους ανάπτυξη.

 

Η γενιά των «ξεχασμένων» παιδιών

 

Η παιδική φτώχεια στην Ελλάδα πλήττει συχνά παιδιά δεύτερης ή και τρίτης γενιάς μεταναστών. Πολλά από αυτά γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν στην Ελλάδα και φοιτούν σε ελληνικά σχολεία, αλλά το κράτος εξακολουθεί να τους αρνείται την ισότιμη αναγνώριση. Συχνά προέρχονται από οικογένειες εκτός Σένγκεν, οι οποίες είναι πιο εκτεθειμένες στη φτώχεια και την υλική στέρηση.

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, τα παιδιά ηλικίας 12 έως 15 ετών πλήττονται περισσότερο από υλική στέρηση.

 

Οι ευρωπαϊκές συγκρίσεις

 

Σε επίπεδο ΕΕ, το 13,6% των παιδιών κάτω των 16 ετών ζούσαν σε συνθήκες υλικής στέρησης το 2024. Τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στην Ελλάδα (33,6%), τη Ρουμανία (31,8%) και τη Βουλγαρία (30,4%). Τα χαμηλότερα εντοπίζονται στην Κροατία (2,7%), τη Σλοβενία (3,8%) και τη Σουηδία (5,6%).

 

Εκπαίδευση γονέων = Ευκαιρίες παιδιών

 

Ένας βασικός παράγοντας που επηρεάζει το επίπεδο υλικής στέρησης είναι το μορφωτικό επίπεδο των γονέων. Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν πως το 2024:

 

Το 39,1% των παιδιών με γονείς χαμηλής εκπαίδευσης ζουν σε συνθήκες στέρησης.

 

Αντίθετα, μόνο το 5,6% των παιδιών με γονείς υψηλής εκπαίδευσης αντιμετωπίζουν ανάλογες συνθήκες.

 

Το χάσμα φτάνει τις 33,5 ποσοστιαίες μονάδες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με ακραία περίπτωση τη Σλοβακία (87 μονάδες) και πιο περιορισμένο το Λουξεμβούργο (5 μονάδες).

 

Στην Ελλάδα, η αντίθεση είναι ακόμη πιο έντονη:

 

61,6% των παιδιών με γονείς που δεν έχουν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ζουν σε συνθήκες υλικής στέρησης.

 

Το ποσοστό πέφτει στο 16,1% για τα παιδιά πανεπιστημιακών – ποσοστά που συνιστούν τα υψηλότερα της ΕΕ και δείχνουν ότι η ανισότητα ξεκινά ήδη από την οικογενειακή αφετηρία.

                                         

                                        

                                         

 

 

                                   

Σοβαρή απειλή 

 

Κλείνουμε με ένα διαφορετικό ζήτημα, το οποίο αφορά πολλούς, ακόμη και στη χώρα μας — έστω και σε μικρότερο βαθμό και κυρίως στις νεότερες ηλικίες. Πρόκειται για ένα θέμα για το οποίο κι εμείς στο GFF διαπιστώνουμε ότι ενέχει σημαντικούς κινδύνους για την οικονομία συνολικά.

 

Περισσότεροι από το 25% των καταναλωτών στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν στραφεί σε λύσεις τύπου «Buy Now, Pay Later» (BNPL), δηλαδή βραχυπρόθεσμα δάνεια με πληρωμή σε δόσεις, για να χρηματοδοτήσουν τις αγορές τους, όπως κατέδειξε έρευνα της Morgan Stanley AlphaWise τον Απρίλιο του 2025.

 

Αν και η συμμετοχή του BNPL στο σύνολο των ηλεκτρονικών πωλήσεων παραμένει περιορισμένη, η χρήση του αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς. Το 2024, τα δάνεια BNPL κάλυψαν το 6% των online συναλλαγών, έναντι μόλις 2% το 2020. Επιπλέον, οι καταναλωτές πλέον στρέφονται σε αυτή τη μέθοδο όχι μόνο για ακριβά είδη αλλά και για καθημερινές ανάγκες, όπως τρόφιμα και ένδυση. Η τάση αυτή έχει πυροδοτήσει προβληματισμό στους επενδυτές σχετικά με τον αντίκτυπο στο αξιόχρεο των καταναλωτών και την ικανότητά τους να εξυπηρετούν άλλες οικονομικές υποχρεώσεις.

 

«Η αυξημένη και διευρυμένη χρήση του BNPL καθιστά αναγκαία την προσεκτική παρακολούθησή του», σημειώνει η Carolyn Campbell, αναλύτρια τίτλων με εξασφαλίσεις επί στοιχείων ενεργητικού στη Morgan Stanley. Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ακόμη χαμηλά επίπεδα χρέους και καθυστερήσεων σε σύγκριση με άλλες μορφές καταναλωτικών δανείων.

 

Η ταχεία εξάπλωση του BNPL

 

Η μέθοδος BNPL γνώρισε άνθηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19, ως εναλλακτική των πιστωτικών καρτών. Οι πληρωμές συνήθως εκτείνονται από 6 εβδομάδες έως και 60 μήνες, με τα βραχυπρόθεσμα σχέδια να προσφέρονται συνήθως άτοκα. Το BNPL προσελκύει κυρίως όσους δεν έχουν πρόσβαση σε συμβατικά δάνεια και παρέχει σε νοικοκυριά με περιορισμένη ρευστότητα τη δυνατότητα να εξοφλούν αγορές όταν αποκτούν διαθέσιμα κεφάλαια. Ωστόσο, η υπερβολική χρήση ενέχει κινδύνους κακής διαχείρισης χρημάτων, περιορισμού της αποταμίευσης και υπερχρέωσης.

 

Η έρευνα της AlphaWise καταγράφει τα εξής:

 

Η χρήση είναι υψηλότερη στους νέους: 41% στις ηλικίες 16-24 και 39% στις 25-34, έναντι 12% στις 55-64 και μόλις 11% στους άνω των 65.

 

Τα υψηλά εισοδήματα ηγούνται: 38% των ατόμων με ετήσια έσοδα $100.000–$150.000 έχουν κάνει χρήση BNPL, έναντι 27% σε εισοδηματική κατηγορία $25.000–$50.000.

 

Ο μέσος όρος δανεισμού φτάνει τα $760, με έντονες διαφοροποιήσεις ανάλογα με το εισόδημα.

 

Οι πιο δημοφιλείς αγορές μέσω BNPL περιλαμβάνουν ρούχα, ηλεκτρονικά είδη και είδη παντοπωλείου – στοιχείο που φανερώνει στροφή της χρήσης του BNPL προς την καθημερινότητα, και όχι πλέον σε σποραδικές ή πολυτελείς αγορές όπως ταξίδια ή μεγάλες οικιακές συσκευές.

 

Κατά την Campbell, η αύξηση της χρήσης BNPL για βασικά αγαθά ίσως αντανακλά τόσο την ευρύτερη αποδοχή του εργαλείου όσο και αυξανόμενες οικονομικές πιέσεις στα νοικοκυριά. «Εάν δούμε σημαντική άνοδο της χρήσης του BNPL προς το τέλος του έτους, σε περίοδο αυξημένου πληθωρισμού – για παράδειγμα λόγω δασμών – και στάσιμων εισοδημάτων, τότε αυτό θα μπορούσε να αποτελεί προειδοποιητικό σημάδι», επισημαίνει.

 

Η Morgan Stanley προβλέπει ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ θα κορυφωθεί μεταξύ 3% και 3,5% στο τρίτο τρίμηνο του 2025.

 

Αμφιβολίες για την αξιολόγηση του κινδύνου

 

Οι επενδυτές εκφράζουν επιφυλάξεις για το κατά πόσο τα παραδοσιακά εργαλεία αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας – όπως το FICO score ή οι δείκτες εξυπηρέτησης χρέους – αντανακλούν επαρκώς το ρίσκο που φέρει η εκτεταμένη χρήση BNPL. Ορισμένες εταιρείες επιχειρούν πλέον να ενσωματώσουν δεδομένα BNPL στις πιστωτικές εκθέσεις, προκειμένου να μην παραμορφώνεται η πραγματική εικόνα του καταναλωτικού χρέους.

 

Ο James Faucette, επικεφαλής ερευνών Fintech & Payments της Morgan Stanley, εξηγεί: «Προς το παρόν, δεν θεωρούμε ότι το BNPL έχει προκαλέσει υπερβολικά επίπεδα δανεισμού. Ωστόσο, η περιορισμένη διαφάνεια και η εξάρτηση από αυτό, ιδίως στις νεότερες ηλικίες, μας οδηγούν σε στάση επιφυλακτικότητας για το μέλλον».

 

 

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2025 Greek Finance Forum