| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

"Kουλου-βάχατα"

Σχόλια για τα πάντα ……. Η φράση “Κουλου – βάχατα” προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική «κούλου ουάχαντ» που σημαίνει «όλα μαζί ένα».

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

00:01 - 21/07/25

 

                              

Ελληνική Οικονομία

 

Υπερέσοδα ύψους 17,7 δισ. ευρώ εισέπραξε το ελληνικό ∆ημόσιο την τριετία 2022-2024 από φόρους, μέρος των οποίων μετετράπη σε μόνιμες παροχές, επιδόματα, παροχές σε ευάλωτους και ενισχύσεις για όσους επλήγησαν από φυσικές καταστροφές.

 

Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, αν και στους προϋπολογισμούς της τελευταίας τριετίας είχαν υπολογισθεί να εισπραχθούν συνολικά 169,76 δισ. ευρώ, στον κρατικό κορβανά εισήλθαν 187,4 δισ. ευρώ από φόρους.

 

Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της μεγάλης αύξησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών, που οδήγησε στην αποκάλυψη αδήλωτων εισοδημάτων και στον υψηλό πληθωρισμό με τις τιμές στην ενέργεια και στα τρόφιμα να εκτινάσσονται. Παράλληλα, η αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, των συνταξιούχων και του ιδιωτικού τομέα οδήγησε στην αύξηση των εσόδων από τον φόρο μισθωτών υπηρεσιών, καθώς αφενός η φορολογική κλίμακα δεν τιμαριθμοποιήθηκε, αφετέρου άλλαξαν φορολογικό κλιμάκιο πληρώνοντας περισσότερους φόρους στην εφορία.

 

Αξιοσημείωτο είναι πως το «βάρος» αυτής της δημοσιονομικής υπέρβασης σήκωσαν κυρίως οι έμμεσοι φόροι – δηλαδή ο ΦΠΑ και οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης, επιβεβαιώνοντας για ακόμη μία φορά τη βασική αδυναμία του φορολογικού μας συστήματος και την άνιση κατανομή των φορολογικών βαρών.

 

Για παράδειγμα από τους εισπραχθέντες φόρους το 2024, το 54,5% προέρχεται από τους έμμεσους φόρους και τα υπόλοιπα από τον φόρο εισοδήματος και τον ΕΝΦΙΑ.

 

Ουσιαστικά, η ελληνική οικονομία μεγεθύνεται τα τελευταία χρόνια με γοργούς ρυθμούς, με αποκορύφωμα το πρωτογενές πλεόνασμα «μαμούθ» του 2024, το οποίο ανήλθε σε 4,8% του ΑΕΠ ή 11,4 δισ. ευρώ.

 

Το «αγκάθι»

 

Μέσα σε αυτό το σκηνικό ευφορίας, ωστόσο, παραμένει ένα «αγκάθι». Οι φορολογικοί συντελεστές –τόσο για τα φυσικά όσο και για τα νομικά πρόσωπα– δεν έχουν μειωθεί, παραμένοντας σε υψηλά επίπεδα. Η φορολογική κλίμακα παραμένει στάσιμη, την ώρα που το ΑΕΠ της χώρας απογειώθηκε από τα 168 δισ. ευρώ (το 2020), στα 235 δισ. ευρώ. ∆ηλαδή, η ίδια φορολόγηση ισχύει είτε για μια οικονομία μικρότερης κλίμακας είτε για μια που κινείται πλέον σε σαφώς υψηλότερη τροχιά.

 

Σημειώνεται ότι το 2020 τα φορολογικά έσοδα ανήλθαν στα 44,489 δισ. ευρώ (η πρώτη χρονιά της πανδημίας) ενώ το 2024 έφθασαν τα 68,787 δισ. ευρώ αυξημένα κατά 24,2 δισ. ευρώ, ενώ για το τρέχον έτος υπολογίζεται ότι θα εισπραχθούν συνολικά από φόρους 69,399 δισ. ευρώ. Είναι εξαιρετικά πιθανόν το ανωτέρω ποσό να ξεπερασθεί κατά πολύ, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού που ανακοινώθηκαν χθες και αφορούν στο πρώτο εξάμηνο.

 

Συγκεκριμένα, τα έσοδα από φόρους ανήλθαν σε 32,296 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 2,323 δισ. ευρώ ή 7,8% έναντι του στόχου κυρίως εξαιτίας:

 

α) Της νωρίτερης είσπραξης μέρους του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, που είχε προβλεφθεί ότι θα εισπραχθεί έως το τέλος Ιουλίου, λόγω του ότι τέθηκε σε λειτουργία ήδη από τα μέσα Μαρτίου η εφαρμογή για την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων, όπως προαναφέρθηκε.

 

β) Της καλύτερης απόδοσης στην είσπραξη των φόρων του τρέχοντος έτους (ΦΠΑ, ΕΦΚ κ.λπ.) και της καλύτερης απόδοσης των φόρων εισοδήματος του προηγούμενου έτους που εισπράχθηκαν σε δόσεις μέχρι και το τέλος Φεβρουαρίου 2025.

 

Οπως προκύπτει από τα στοιχεία, στο εξάμηνο του έτους το πρωτογενές πλεόνασμα ανήλθε στα 4,667 δισ. ευρώ σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 2,235 δισ. ευρώ και πρωτογενούς πλεονάσματος 2,905 δισ. ευρώ για την ίδια περίοδο του 2024. Σημειώνεται ότι ποσό 792 εκατ. ευρώ που αφορά σε ετεροχρονισμό μεταβιβαστικών πληρωμών του τακτικού προϋπολογισμού και ποσό 510 εκατ. ευρώ που αφορά σε ετεροχρονισμό των πληρωμών των εξοπλιστικών προγραμμάτων δεν επηρεάζουν το αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης σε δημοσιονομικούς όρους. Επιπλέον, ποσό ύψους 342 εκατ. ευρώ φορολογικών εσόδων του πρώτου διμήνου προσμετρείται δημοσιονομικά στο έτος 2024. Εξαιρώντας τα ανωτέρω ποσά, η υπέρβαση στο πρωτογενές αποτέλεσμα σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, έναντι των στόχων του προϋπολογισμού, εκτιμάται σε 788 εκατ. ευρώ.

 

Οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για την περίοδο του Ιανουαρίου – Ιουνίου 2025 ανήλθαν στα 34,801 δισ. ευρώ και παρουσιάζονται μειωμένες κατά 1,891 δισ. ευρώ έναντι του στόχου (36,692 δισ. ευρώ), που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού 2025. Επίσης είναι αυξημένες σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024 κατά 1,079 δισ. ευρώ.

 
 

 

                           

Τουρισμός

 

Κεντρικό στοιχείο για τη μετάβαση σε ένα πιο βιώσιμο μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης είναι η επιδίωξη αύξησης της οικονομικής συμβολής του κλάδου όχι μέσω της διεύρυνσης του αριθμού των αφίξεων, αλλά μέσω της ανόδου της δαπάνης ανά επισκέπτη.

 

Αυτό καθίσταται αναγκαίο, καθώς τα τελευταία χρόνια επικρατεί ένα πρότυπο «περισσότεροι τουρίστες, με μικρότερη διάρκεια παραμονής και μειωμένες δαπάνες», το οποίο οδηγεί σε υπερσυγκέντρωση ζήτησης, περιβαλλοντική επιβάρυνση και υποβάθμιση του επιπέδου των παρεχόμενων υπηρεσιών. Ένα τέτοιο φαινόμενο ενδέχεται να υπονομεύσει τη ζήτηση σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

 

Παράλληλα, η πραγματική –σε αποπληθωρισμένους όρους– ανάπτυξη του τουριστικού κλάδου εμφανίζεται χαμηλότερη από την ονομαστική. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα προσαρμοσμένα για τον πληθωρισμό στοιχεία της Eurobank, την πενταετία 2020-2024 –περίοδο που περιλαμβάνει την πανδημία και την ενεργειακή κρίση– οι ταξιδιωτικές εισπράξεις κατέρρευσαν το 2020 στα 4,3 δισ. ευρώ (2,6% του ΑΕΠ), αλλά ανέκαμψαν γρήγορα στα 21,6 δισ. ευρώ το 2024 (9,1% του ΑΕΠ). Ωστόσο, ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν ξεπέρασαν τα προ πανδημίας επίπεδα, ενώ σε σταθερές τιμές παρέμειναν κατά 1,6% χαμηλότερες σε σχέση με το 2019, παρά την αύξηση κατά 18,8% σε τρέχουσες τιμές.

 

Από το 2011 έως το 2024, η μέση ετήσια αύξηση των τουριστικών εισπράξεων (5,8%) οφείλεται κυρίως στη ραγδαία αύξηση των αφίξεων (7,1% μέσος ετήσιος ρυθμός), οι οποίες έφτασαν τα 40,7 εκατ. το 2024, από 15 εκατ. το 2010. Αντιθέτως, η μέση δαπάνη ανά ταξιδιώτη μειώθηκε από 640,4 ευρώ το 2010 σε 530,6 ευρώ το 2024, αντανακλώντας και τη μείωση της μέσης παραμονής από 9,3 σε 5,9 διανυκτερεύσεις. Σημειώνεται ότι ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στον κλάδο εστίασης και ξενοδοχείων διαμορφώθηκε στο 1,9% για την περίοδο 2011-2024. Έτσι, ο πραγματικός μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής της δαπάνης ανά διανυκτέρευση ήταν μηδενικός, ενώ η συνολική μέση δαπάνη μειώθηκε κατά 3,2% και οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αυξήθηκαν κατά 3,9%.

 

Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από τη μελέτη της Μονάδας Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας της Eurobank με τίτλο «Πυλώνας τουρισμού: Βασικά χαρακτηριστικά, επίδραση στην οικονομία, προκλήσεις, ευκαιρίες και προτάσεις πολιτικής».

 

Για να επιτευχθεί η μετάβαση σε ένα βιώσιμο μοντέλο τουρισμού που θα αυξάνει τη δαπάνη ανά επισκέπτη και θα εξασφαλίζει καλύτερη γεωγραφική και εποχική κατανομή, απαιτείται να γίνει κοινά αποδεκτό ότι η βιωσιμότητα του τουριστικού προϊόντος εξαρτάται από τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, της τοπικής παράδοσης, την προστασία του περιβάλλοντος και τη διαφύλαξη των φυσικών τοπίων, καθώς αυτά διασφαλίζουν την αυθεντικότητα της εμπειρίας.

 

Η προώθηση αυτού του νέου προτύπου, που στοχεύει στη συνεχή αναβάθμιση της εμπειρίας του ταξιδιώτη, προϋποθέτει ισχυρή στήριξη από την πολιτεία σε δέκα βασικούς άξονες:

 

Αυστηρή εφαρμογή της νομοθεσίας κατά της αυθαίρετης δόμησης, απομάκρυνση παράνομων κτισμάτων και περιορισμός της εκτός σχεδίου δόμησης. Η ανεξέλεγκτη δόμηση οδηγεί σε περιβαλλοντική υποβάθμιση, εκτοπίζει αγροτικές δραστηριότητες και μειώνει την ποιότητα των τουριστικών εσόδων.

 

Καθορισμός και τήρηση κανόνων χωροθέτησης για μονάδες φιλοξενίας και εστίασης, ώστε να εναρμονίζονται με το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, με απόσυρση όσων παραβιάζουν αυτούς τους κανόνες.

 

Προώθηση ξενοδοχειακών μονάδων υψηλότερης κατηγορίας και αναβάθμιση των υφιστάμενων. Ήδη, σε πέντε χρόνια, τα πεντάστερα ξενοδοχεία αυξήθηκαν κατά 37% και τα τετράστερα κατά 14%.

 

Αναβάθμιση υποδομών για ποιοτικό τουρισμό, όπως υπογειοποίηση καλωδίων, ανάδειξη παραδοσιακών οικισμών και μνημείων, ενίσχυση πολιτιστικών δράσεων, βελτίωση δρόμων, μαρινών, διαδικτύου, αλλά και διαχείριση ενέργειας, νερού και απορριμμάτων.

 

Προγράμματα εξωραϊσμού αστικού και φυσικού περιβάλλοντος.

 

Εκπαίδευση και αναβάθμιση δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού.

 

Κίνητρα για εναλλακτικές μορφές τουρισμού υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, όπως ιατρικός, πολιτιστικός, θρησκευτικός, αγροτουρισμός, city breaks, που θα συμβάλουν και στη χρονική/γεωγραφική διάχυση των εσόδων.

 

Υποστήριξη πρακτικών αειφορίας, πράσινου και ψηφιακού μετασχηματισμού, προστασίας της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων.

 

Περιορισμοί στις τουριστικές μισθώσεις, ώστε οι βραχυχρόνιες μισθώσεις να εξυπηρετούν τον αρχικό τους σκοπό (οικονομία διαμοιρασμού). Όταν μια κατοικία ενοικιάζεται για 10-11 μήνες, πρέπει να θεωρείται κανονική τουριστική δραστηριότητα και να φορολογείται αναλόγως, για να μη δημιουργείται άνισος ανταγωνισμός με τα ξενοδοχεία και να αποφεύγεται περαιτέρω εκτός σχεδίου δόμηση και πίεση στη στέγαση.

 

Μέτρα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, όπως ενθάρρυνση ταξιδιών εκτός περιόδων ακραίας ζέστης, αποφυγή δόμησης κοντά σε ευαίσθητες περιοχές, βελτίωση ενεργειακής απόδοσης μονάδων και φυτεύσεις για σκίαση.

 

Η Eurobank υπογραμμίζει ότι μόνο μέσα από έναν τέτοιο ολιστικό μετασχηματισμό μπορεί ο ελληνικός τουρισμός να γίνει περισσότερο βιώσιμος, ανταγωνιστικός και ανθεκτικός σε βάθος χρόνου.

 
 
 
                                  

Παραγωγικότητα

Η αύξηση του χρόνου εργασίας ως λύση εκτάκτου ανάγκης αποτελεί εξαιρετικά επισφαλές μέσο με αβέβαια αποτελέσματα. Το παράδειγμα του τουρισμού – επισιτισμού είναι ίσως το πλέον ενδεικτικό, και δείχνει ότι σε βάθος χρόνου αυτή η πρακτική λειτουργεί υπονομευτικά τόσο για την ελκυστικότητα του κλάδου όσο και για την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Αλλά και στο σύνολο της οικονομίας το γεγονός πως η εργασία έχει καταστεί φθηνή και έχει ενταχθεί σε δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, έχει ως αποτέλεσμα να απαιτούνται πολλές ώρες για να παραχθεί σχετικά περιορισμένο προϊόν. Δεν είναι τυχαίο πως μεταξύ 2009 και 2024, ενώ οι ώρες εργασίας παρέμειναν πρακτικά αμετάβλητες (+0,7%, με αποτέλεσμα οι Ελληνες να εργάζονται κατά μέσον όρο 41,1 ώρες, όταν στην Ε.Ε. ο μέσος χρόνος εργασίας είναι 38,6 ώρες), η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία μειώθηκε κατά σχεδόν 11%. Το ίδιο διάστημα η παραγωγικότητα της εργασίας υποχώρησε κατά 12%.

Σε ρεπορτάζ της, η Καθημερινή, με τη βοήθεια του PhD, γενικού διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ Χρήστου Γούλα, επιδιώκει να απαντήσει στο ερώτημα «Γιατί συμβαίνει αυτό», φωτίζοντας σημαντικές παραμέτρους του ελληνικού παραγωγικού αδιεξόδου που κωδικοποιείται με το τρίπτυχο δουλεύεις περισσότερο, αμείβεσαι λίγο και παράγεις ακόμη λιγότερα.

                                                               

Oπως επισημαίνει ο κ. Γούλας, τα διαθέσιμα στοιχεία από τη Eurostat και από τους εθνικούς λογαριασμούς αναδεικνύουν αυτή τη σταθερή αλλά και ανησυχητική αντίφαση: Οι Eλληνες εργαζόμενοι συγκαταλέγονται στους πλέον σκληρά εργαζόμενους στην Ευρωπαϊκή Eνωση, τόσο σε ώρες απασχόλησης όσο και σε ένταση εργασίας. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η υψηλή επιβάρυνση του χρόνου εργασίας δεν αποτυπώνεται ούτε σε υψηλότερους μισθούς ούτε σε αυξημένη παραγωγικότητα. Ειδικότερα, μεταξύ 2009 και 2024, ενώ οι ώρες εργασίας παρέμειναν πρακτικά αμετάβλητες (+0,7%), η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία μειώθηκε κατά σχεδόν 11%.

Με απλά λόγια, επισημαίνει ο γενικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, οι εργαζόμενοι παράγουν λιγότερο προϊόν δουλεύοντας το ίδιο – και συχνά περισσότερο. Το ίδιο διάστημα, η παραγωγικότητα της εργασίας υποχώρησε κατά 12%, κατατάσσοντας τη χώρα μας στη χειρότερη θέση στην Ε.Ε. ως προς αυτόν τον δείκτη. Οι αιτίες αυτής της υστέρησης είναι βαθύτερες και συνδέονται με τη διαχρονική αποεπένδυση, τη συμπίεση των μισθών και την έλλειψη στρατηγικού αναπροσανατολισμού του παραγωγικού μοντέλου μας. Η εργασία στην Ελλάδα έγινε φθηνή και εντάχθηκε σε δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, οι οποίες απαιτούν πολλές ώρες για μικρό προϊόν. Πρόκειται για μια πορεία αποκλίνουσα από τον ευρωπαϊκό πυρήνα, όπου χώρες με υψηλότερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας καταφέρνουν να παράγουν περισσότερα με λιγότερο χρόνο εργασίας.

Στο ερώτημα μάλιστα εάν μπορεί η αναστροφή αυτής της τάσης να προέλθει από την επιπλέον αύξηση των ωρών ή την εντατικοποίηση της εργασίας, ο κ. Γούλας είναι κατηγορηματικός: Οχι. Απαιτούνται επαναθεμελίωση του παραγωγικού υποδείγματος, επενδύσεις στη γνώση, στην καινοτομία, στη συνεχή κατάρτιση, αλλά και θεσμική θωράκιση του χρόνου εργασίας με αποτελεσματικό έλεγχο και σεβασμό στα δικαιώματα των εργαζομένων.

Τι ισχύει όμως όταν η υπερεργασία εμφανίζεται ως «λύση ανάγκης» για κρίσιμους παραγωγικούς κλάδους όπως ο τουρισμός και η εστίαση –οι οποίοι έχουν κομβική σημασία για την ελληνική οικονομία και σημαντική συνεισφορά στην απασχόληση– και αντιμετωπίζουν οξυμένες ελλείψεις προσωπικού;

«Η λύση στα προβλήματα αυτά δεν μπορεί να είναι η μονομερής αύξηση του χρόνου εργασίας», επισημαίνει. Πρόκειται για μια βραχυπρόθεσμη και εντέλει αυτοϋπονομευτική λύση, καθώς τα στατιστικά στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. Σύμφωνα με τη Eurostat, σε κλάδους όπως ο τουρισμός και η εστίαση (τομέας παροχής υπηρεσιών φιλοξενίας και εστίασης) οι πραγματικές ώρες εργασίας την εβδομάδα για το 2024 στη χώρα μας αγγίζουν τις 43 – δηλαδή σημαντικά πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (36,1%). Παρά τη μεγάλη ένταση εργασίας, αυτοί οι κλάδοι εξακολουθούν να έχουν υψηλά ποσοστά αποχωρήσεων και δυσκολία προσέλκυσης νέου προσωπικού. Οι ελλείψεις αυτές δεν οφείλονται απλώς σε «ανεπάρκεια προσφοράς», αλλά αντικατοπτρίζουν ένα συνολικότερο πρόβλημα ποιότητας της απασχόλησης, εξηγεί ο κ. Γούλας και συμπληρώνει «χαμηλοί μισθοί, αδήλωτη εργασία, εξοντωτικά ωράρια και περιορισμένη δυνατότητα επαγγελματικής ανέλιξης». Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση στην Ε.Ε. σε μεταβολή της παραγωγικότητας της εργασίας την περίοδο 2009-2024, με πτώση της τάξης του 10%. Η εντατικοποίηση δεν απέδωσε: περισσότερος κόπος, για σημαντικό λιγότερα αποτελέσματα, αναφέρει.

Σύμφωνα με τον έμπειρο επιστήμονα και επίκουρο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Πάφου, το στοίχημα για την ελληνική οικονομία είναι η μετάβαση σε ένα μοντέλο που επενδύει και αναβαθμίζει το ανθρώπινο δυναμικό, όχι που το εξαντλεί.

Σε πολλούς κλάδους χαμηλής παραγωγικότητας, όπως ο τουρισμός, η εστίαση και μέρη του εμπορίου, η υπερεργασία έχει μετατραπεί σε υποκατάστατο της τεχνολογικής επένδυσης. Αντί οι επιχειρήσεις να επενδύσουν σε καινοτομία, αυτοματισμούς ή αναδιοργάνωση των ροών εργασίας, βασίζονται στη φθηνή και εντατικοποιημένη εργασία. Το μοντέλο αυτό δεν στηρίζεται στη γνώση ή στην τεχνολογία, αλλά στην ανθρώπινη φθορά. Ετσι η ελληνική οικονομία εγκλωβίζεται σε αυτό που αποκαλούμε «παγίδα της φθηνής εργασίας». Δεν είναι τυχαίο ότι χώρες όπως η Ολλανδία ή η Δανία, με πολύ χαμηλότερες ώρες εργασίας, πετυχαίνουν υψηλότερη παραγωγικότητα και καλύτερη ψηφιακή υποδομή.

Ταυτόχρονα, η υπερεργασία υπονομεύει και τη δυνατότητα μετάβασης στην ψηφιακή εποχή. Οταν οι εργαζόμενοι εξαντλούνται από τις ώρες και την ένταση της εργασίας, δεν έχουν τον χρόνο, την ενέργεια ή την υποστήριξη να εκπαιδευθούν σε νέες τεχνολογίες. Ούτε και οι εργοδότες επενδύουν σε τέτοια κατάρτιση, γνωρίζοντας ότι το προσωπικό τους είναι ήδη σε οριακή αντοχή. Υπό αυτές τις συνθήκες, η τεχνολογία δεν ενσωματώνεται οργανωτικά, με αποτέλεσμα να μένει ανενεργή ή να εγκαταλείπεται.

Το αποτέλεσμα είναι ένας αυτοτροφοδοτούμενος φαύλος κύκλος:

– Η υπερεργασία συντηρεί παραγωγικά σχήματα χαμηλής έντασης γνώσης.

– Αυτά με τη σειρά τους αποκλείουν τις επενδύσεις και την καινοτομία.

– Και όλα μαζί καθηλώνουν την οικονομία σε τομείς χαμηλής προστιθέμενης αξίας, ευάλωτους σε διεθνείς αναταράξεις και αδύναμους να συγκλίνουν με τον πυρήνα της Ευρώπης.

 

                              

Κλιματική αλλαγή

 

Από τις ειδήσεις που κρατήσαμε αυτές τις ημέρες που ήμασταν πιο χαλαροί. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προειδοποιεί ότι οι οικονομικές συνέπειες από φυσικές καταστροφές που αποδίδονται στην περιβαλλοντική υποβάθμιση – όπως ξηρασίες, πυρκαγιές και πλημμύρες – ενδέχεται να αγγίξουν το 5% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης μέχρι το 2030. Τη σχετική ανάλυση δημοσίευσε η ΕΚΤ στην ιστοσελίδα της το βράδυ της Τρίτης, υπογραμμίζοντας πως ένα τέτοιο σοκ θα μπορούσε να ανατρέψει τις προβλέψεις ανάπτυξης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, τις οποίες χρησιμοποιεί σήμερα ως βασικό σενάριο.

 

Διπλό κόστος για τα κράτη-μέλη

 

Αξιοσημείωτο είναι ότι 17 από τις χώρες της Ευρωζώνης συμμετέχουν και στο ΝΑΤΟ (με τη Βουλγαρία να εντάσσεται στο ευρώ από 1η Ιανουαρίου 2026), έχοντας ήδη δεσμευθεί να διαθέσουν το 5% του ΑΕΠ τους για αμυντικές δαπάνες. Η ΕΚΤ τονίζει εμμέσως ότι σε αυτό το ποσοστό θα πρέπει να προστεθεί ένα ισοδύναμο «ασφάλιστρο» για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Για τις υπόλοιπες τέσσερις χώρες της Ευρωζώνης που δεν ανήκουν στο ΝΑΤΟ (Αυστρία, Ιρλανδία, Κύπρος, Μάλτα), το βάρος θα αφορά μόνο το κόστος από τις αναμενόμενες φυσικές καταστροφές.

 

Μεθοδολογία και σενάρια

 

Η ΕΚΤ βασίστηκε στα σενάρια του διεθνούς δικτύου NGFS (Network for Greening the Financial System) για να καταλήξει στην ανησυχητική αυτή πρόβλεψη. Το NGFS, που δημιουργήθηκε το 2017 μετά τη Διάσκεψη COP21, συγκεντρώνει κεντρικές τράπεζες όπως η ΕΚΤ, η Τράπεζα της Αγγλίας και η Κεντρική Τράπεζα της Ιαπωνίας, μαζί με περισσότερες από 130 ρυθμιστικές αρχές και διεθνείς οργανισμούς. Αποστολή του είναι η ενσωμάτωση των κλιματικών κινδύνων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και η προώθηση της βιώσιμης χρηματοδότησης.

 

Στο πιο απαισιόδοξο σενάριο – που φέρει τον τίτλο «Καταστροφές και Στασιμότητα Πολιτικής» – υπολογίζεται η εκδήλωση έντονων φαινομένων, όπως κύματα καύσωνα, ξηρασίες και πυρκαγιές από το 2026, ενώ στη συνέχεια προβλέπονται σφοδρές καταιγίδες και πλημμύρες. Παρότι αυτά τα σοκ χαρακτηρίζονται στατιστικά ως σπάνια (μία φορά ανά 50 χρόνια), η ΕΚΤ διαπιστώνει πως πλέον συμβαίνουν με αυξανόμενη συχνότητα.

 

Ορατές οι οικονομικές επιπτώσεις

 

Η αναμενόμενη μείωση του ΑΕΠ κατά 5% θα προκύψει, σύμφωνα με την ΕΚΤ, κυρίως από την πτώση της παραγωγικότητας λόγω των υψηλών θερμοκρασιών και την καταστροφή κρίσιμων υποδομών – δημόσιων και ιδιωτικών – όπως δρόμοι, γέφυρες και βιομηχανικές εγκαταστάσεις.

 

Παράλληλα, το κόστος της κλιματικής ζημίας θα έχει πληθωριστικές επιπτώσεις, με αποτέλεσμα την άνοδο των επιτοκίων και της τιμής του δανεισμού, ιδίως για τους πιο ευάλωτους κλάδους. Ακόμη, η έκθεση τονίζει ότι οι ασφαλιστικές καλύψεις για περιουσιακά στοιχεία και υποδομές θα ακριβύνουν σημαντικά, περιορίζοντας τα περιθώρια κέρδους και αναστέλλοντας επενδυτικά σχέδια.

 

Το θετικό σενάριο: «Αυτοκινητόδρομος προς το Παρίσι»

 

Στον αντίποδα, το αισιόδοξο σενάριο – που τιτλοφορείται «Δρόμος προς το Παρίσι» – προϋποθέτει γρήγορη και συντονισμένη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα, σε ευθυγράμμιση με τη Συμφωνία των Παρισίων του 2015. Σε αυτή την περίπτωση, η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη θα μπορούσε να ενισχυθεί ελαφρώς, ενώ ο πληθωρισμός θα παρέμενε συγκρατημένος, ιδίως εφόσον υλοποιηθούν μεγάλες επενδύσεις σε «πράσινες» τεχνολογίες.

 

Οι συντάκτες της έκθεσης τονίζουν ότι οι εν λόγω επενδύσεις είναι πλέον εξίσου κρίσιμες με τις στρατιωτικές δαπάνες, όπως αναγνωρίζεται και στις εκθέσεις που έχουν εκπονηθεί από προσωπικότητες όπως οι Μάριο Ντράγκι και Ενρίκο Λέτα.

 

Νέα εργαλεία για τις τράπεζες

 

Τα δεδομένα που προκύπτουν από την ανάλυση του NGFS θα ενσωματωθούν στα μελλοντικά κλιματικά stress tests της ΕΚΤ για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Σκοπός της Τράπεζας, όπως δηλώνεται ρητά, είναι να αφυπνίσει την πολιτική και οικονομική ηγεσία για τις βραχυπρόθεσμες – και όχι μόνο μακροπρόθεσμες – συνέπειες της κλιματικής κρίσης. Τα σενάρια με ορίζοντα το 2030 φιλοδοξούν «να ταράξουν τις συνειδήσεις τώρα», τονίζεται χαρακτηριστικά.

 

 

 
 
 

 

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2025 Greek Finance Forum