|
00:01 - 24/09/25
|
|
|
|
|
|

Η Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ σε
εισόδημα και συνθήκες διαβίωσης
Η Ελλάδα καταγράφει
ανησυχητικά υψηλά ποσοστά φτώχειας και υλικής στέρησης,
σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Eurostat, η οποία την
κατατάσσει τρίτη χειρότερη χώρα στην ΕΕ σε επίπεδο σοβαρής
υλικής και κοινωνικής στέρησης, μετά τη Ρουμανία. Το 14% του
πληθυσμού πλήττεται από αυτό το φαινόμενο, ποσοστό
υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (6,4%).
Η σοβαρή στέρηση
αφορά νοικοκυριά που αδυνατούν να καλύψουν επτά ή
περισσότερα βασικά αγαθά και υπηρεσίες, όπως στέγαση, επαρκή
θέρμανση ή έκτακτες δαπάνες. Ήδη το 43% των ελληνικών
νοικοκυριών δυσκολεύεται να ανταποκριθεί σε πάγιες
υποχρεώσεις (ενοίκιο, δάνεια, λογαριασμούς), ενώ το 78% των
φτωχών νοικοκυριών βρίσκεται σε ακόμη δυσχερέστερη θέση.
Παράλληλα, σχεδόν οι μισοί δηλώνουν ότι δεν έχουν τη
δυνατότητα να καλύψουν απρόοπτα έξοδα ή να κάνουν έστω μία
εβδομάδα διακοπές.
Η έκθεση
αποκαλύπτει επίσης ότι η Ελλάδα έχει από τα χαμηλότερα
διαθέσιμα εισοδήματα στην ΕΕ, με το ισοδύναμο διάμεσο
εισόδημα να υπολείπεται πλέον εκείνων της Βουλγαρίας και της
Ρουμανίας. Συγκεκριμένα, το διάμεσο εισόδημα στη χώρα μας
διαμορφώνεται σε 12.436 ΙΑΔ, έναντι 13.079 στη Βουλγαρία και
13.024 στη Ρουμανία. Σε σχέση με το 2010, το πραγματικό
εισόδημα παραμένει μειωμένο κατά 26%, όταν οι περισσότερες
ευρωπαϊκές χώρες έχουν όχι μόνο ανακτήσει αλλά και ξεπεράσει
τις απώλειες της κρίσης.
Η «υποκειμενική
φτώχεια» είναι επίσης έντονη: δύο στους τρεις Έλληνες
(66,8%) αυτοπροσδιορίζονται ως φτωχοί, έναντι 23% στην ΕΕ.
Το ποσοστό αυτό φτάνει το 71,4% στους συνταξιούχους.
Επιπλέον, το 86% του πληθυσμού δηλώνει ότι αντιμετωπίζει
δυσκολίες να τα βγάλει πέρα, δείκτης που αναδεικνύει την
πίεση από το υψηλό κόστος στέγασης και την ακρίβεια.
Η εικόνα που
σκιαγραφείται από τα στοιχεία της Eurostat είναι σαφής: η
Ελλάδα παραμένει οικονομικά καθηλωμένη, με χαμηλά
εισοδήματα, αυξημένο κίνδυνο φτώχειας και συνεχιζόμενη
μείωση της αγοραστικής δύναμης, γεγονός που εντείνει την
κοινωνική ανασφάλεια και απομακρύνει τη χώρα από τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο.
|
|
|
|
|
|
|
|

Ακίνητα
Οι τιμές πώλησης
κατοικιών στην Αττική έχουν πλέον ενισχυθεί κατά 100% σε
σχέση με το χαμηλότερο σημείο τους κατά την περίοδο της
οικονομικής κρίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία δεικτών τιμών της
Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ). Η άνοδος αυτή κορυφώθηκε έως και
το δεύτερο τρίμηνο του 2025, ενώ παράγοντες της αγοράς
αποδίδουν τη νέα ώθηση που παρατηρείται στο πρόγραμμα «Σπίτι
Μου», το οποίο βρίσκεται στη δεύτερη φάση εφαρμογής του.
Σε εθνικό επίπεδο,
οι τιμές έχουν αυξηθεί κατά 82% από τα χαμηλά της κρίσης,
ενώ στη Θεσσαλονίκη η άνοδος αγγίζει το 95%. Στην Αττική, οι
σημερινές τιμές κινούνται 10,6% υψηλότερα από το ιστορικό
υψηλό του 2008, γεγονός που αποτυπώνει το μέγεθος της
ανάκαμψης από το 2017 και μετά. Στη Θεσσαλονίκη, οι τιμές
ξεπερνούν οριακά το υψηλό του 2008 κατά 2,7%, ενώ σε
πανελλαδικό επίπεδο η διαφορά φτάνει το 5,2%.
Κατά το δεύτερο
τρίμηνο του 2025, οι τιμές σε όλη τη χώρα αυξήθηκαν κατά
7,3% σε ετήσια βάση, καταγράφοντας ταχύτερο ρυθμό ανόδου από
το 7% του πρώτου τριμήνου. Στην Αττική η αύξηση έφτασε το
5,9% (έναντι 5,2% στο α΄ τρίμηνο), ενώ στις λοιπές μεγάλες
πόλεις επιταχύνθηκε σε 8,5% από 7,7%. Η Θεσσαλονίκη
αποτέλεσε εξαίρεση, καθώς η άνοδος περιορίστηκε σε 8,8% από
10,1% το πρώτο τρίμηνο.
Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαφοροποίηση μεταξύ νεόδμητων και
παλαιότερων κατοικιών. Οι τιμές των διαμερισμάτων ηλικίας
άνω της πενταετίας αυξήθηκαν με ρυθμό 7,6% στο β΄ τρίμηνο
(έναντι 6,4% στο α΄ τρίμηνο), ενώ οι νεόδμητες κατοικίες
εμφάνισαν μικρότερη άνοδο 6,8%, από 7,6% προηγουμένως. Αυτό
δείχνει πως το «Σπίτι Μου», που αφορά αποκλειστικά ακίνητα
με άδεια έως το 2005 και αποπεράτωση έως το 2007, έχει
διοχετεύσει τη ζήτηση στις παλαιότερες κατοικίες, οδηγώντας
τις τιμές τους σε ισχυρή άνοδο.
Το πρόγραμμα θέτει
ανώτατο όριο αξίας πώλησης τις 250.000 ευρώ, με το μέγιστο
ύψος δανείου στα 190.000.
|
|
|
|
|
|
|
|

Νέοι
&
Πατρικό σπίτι
Μετά τα 30 φεύγουν
οι Ελληνες από το πατρικό τους σπίτι σύμφωνα με τα στοιχεία
της Eurostat,
επιβεβαιώνοντας μία τάση που ξεκίνησε μετά την πανδημία.
Πρόκειται άλλωστε για άμεση επίπτωση της εκτίναξης του
στεγαστικού κόστους, η οποία πανευρωπαϊκά δείχνει να
επηρεάζει περισσότερο τους νέους ανθρώπους.
Στην Ε.Ε., η Ελλάδα
εμφανίζει τον τρίτο υψηλότερο μέσο όρο ηλικίας αποχώρησης
των νέων από το πατρικό τους σπίτι, στα 30,7 έτη βάσει των
στοιχείων του 2024, μετά την Κροατία (31,3 έτη) και τη
Σλοβακία (30,9 έτη). Αντιθέτως, χαμηλότερα στην κατάταξη
είναι οι Φινλανδοί (21,4 έτη), οι Δανοί (21,7 έτη) και οι
Σουηδοί (21,9 έτη). Μολονότι οι Ελληνες είχαν ανέκαθεν την
τάση να μπαίνουν αργότερα σε δικό τους σπίτι σε σύγκριση με
τους Ευρωπαίους, η ψαλίδα άνοιξε αισθητά τα χρόνια της
κρίσης και ιδιαίτερα μετά το 2020, όταν επιδεινώθηκε
συνολικά το πρόβλημα της στέγης.

Πλέον, η Ελλάδα
εμφανίζει πανευρωπαϊκά το μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων που
δίνουν τουλάχιστον το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους
στη στέγη, παρά το συγκριτικά υψηλό μερίδιο ιδιοκατοίκησης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της
Eurostat,
σχεδόν ένας στους τρεις Ελληνες (30,3%) δίνει πάνω από το
40% στο σπίτι, έναντι μόλις 8,2% στην Ε.Ε. Μετά την Ελλάδα
ακολουθούν στενά οι Δανοί (28,9%) και με πολύ μεγάλη διαφορά
οι υπόλοιπες χώρες, όπως Ολλανδία (15,3%), Γερμανία (14,8%)
και Σουηδία (13,5%). Απεναντίας, Κροατία (2,1%), η
Κύπρος (2,8%) και η Σλοβενία (3%), εμφανίζουν τα χαμηλότερα
ποσοστά.
Ιδιαίτερα
ενδιαφέρον είναι ότι σε 16 από τις 27 χώρες της Ε.Ε.,
συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, οι νέοι έως 29 ετών
επιβαρύνονται περισσότερο από το κόστος του σπιτιού σε
σύγκριση με το διαθέσιμο εισόδημά τους. Ωστόσο, σε ορισμένες
χώρες, όπως η Δανία, η Ολλανδία, η Γερμανία, η Σουηδία και η
Φινλανδία, είναι σύνηθες οι νέοι να αυτονομούνται νωρίς,
συχνά αμέσως μετά το σχολείο και χωρίς καμία εργασιακή
εμπειρία, από το πατρικό τους, με αποτέλεσμα το επιβαρυντικό
κόστος της στέγης να είναι λίγο-πολύ αναμενόμενο. Στην
Ελλάδα, όμως, όπως επισημαίνει η
Eurostat,
οι Ελληνες φεύγουν από το σπίτι μεγάλοι και παρόλα αυτά το
κόστος της στέγης είναι υπερβολικά υψηλό.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Δημογραφικό
Φυσικά, όσοι μας
παρακολουθείτε συχνά γνωρίζετε ότι επανερχόμαστε συνεχώς στο
μείζον ζήτημα του δημογραφικού της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό,
πάμε να δούμε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον άρθρο του Στράτου
Ιωακείμ στο in.gr:
Δημογραφικό:
Όταν «τα χρήματα δεν μπορούν να »αγοράσουν» περισσότερα
παιδιά»
Με το δημογραφικό
να χαρακτηρίζεται «μεγάλο εθνικό πρόβλημα» που «απαιτεί
άμεση και πολυδιάστατη προσέγγιση» η κυβέρνηση, δια του
πρωθυπουργού, ανακοίνωσε ένα αμφιλεγόμενο πακέτο μέτρων, με
στόχο την ενίσχυση των νέων οικογενειών.
Τα οικονομικά
κίνητρα δεν επαρκούν και ότι οι δημόσιες δαπάνες αποτελούν
κρίσιμο παράγοντα
Πολλοί αναλυτές
αλλά και απλοί πολίτες εμφανίζονται επιφυλακτικοί για το
«πακέτο Μητσοτάκη» αναφέροντας πως δεν αρκεί για να λύσει
ένα τόσο βαθύ πρόβλημα.
Χρειάζονται σοβαρές
παρεμβάσεις
Οι κύριοι λόγοι για
αυτή την κριτική είναι οι εξής:
Το δημογραφικό δεν
λύνεται μόνο με επιδόματα και φοροελαφρύνσεις. Είναι ένα
πολυδιάστατο ζήτημα που απαιτεί ένα ολοκληρωμένο πλέγμα
πολιτικών. Εκτός από την οικονομική στήριξη, χρειάζονται
σοβαρές παρεμβάσεις σε θέματα όπως οι υποδομές (παιδικοί
σταθμοί, σχολεία, κέντρα υγείας), η ισορροπία μεταξύ
επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής (άδειες
μητρότητας/πατρότητας), και η ενίσχυση των δημόσιων
υπηρεσιών στην περιφέρεια.
Πολιτικές που
εστιάζουν αποκλειστικά στην ενίσχυση της γεννητικότητας
ενδέχεται να μην επαρκούν. Το πρόβλημα της Ελλάδας έχει και
άλλες διαστάσεις, όπως η γήρανση του πληθυσμού και η
μετανάστευση νέων ανθρώπων στο εξωτερικό (brain drain).
Ειδικά για το τελευταίο, οι λύσεις θα έπρεπε να
περιλαμβάνουν κίνητρα για την επιστροφή των Ελλήνων του
εξωτερικού, αλλά και μια ολοκληρωμένη και οργανωμένη
μεταναστευτική πολιτική που θα μπορούσε να συμβάλει στην
αναπλήρωση του εργατικού δυναμικού.
Μέσα σε ένα κλίμα
γενικευμένης αμφισβήτησης, «πόντους» σε αυτούς που πιστεύουν
ότι δεν αρκούν μόνο τα χρήματα για να μπει ένα «φρένο» στη
συρρίκνωση του πληθυσμού δίνει η πρόσφατη ανάλυση της
Allianz Trade.
Tα οικονομικά
κίνητρα δεν επαρκούν
Ο τίτλος που
επέλεξαν οι συγγραφείς της ανάλυσης (Michaela Grimm και Arne
Holzhausen) είναι χαρακτηριστικός: «Τα χρήματα δεν μπορούν
να αγοράσουν περισσότερα παιδιά».
Αποδομεί τις
πολιτικές αντιμετώπισης του δημογραφικού προβλήματος στη
Δύση -και φυσικά στην Ελλάδα- υποστηρίζοντας ότι τα
οικονομικά κίνητρα δεν επαρκούν και ότι οι δημόσιες δαπάνες,
σε σημαντικούς τομείς, αποτελούν κρίσιμο παράγοντα.
Τα στοιχεία είναι
αμείλικτα. Οι χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας
και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), που αριθμούν 38 μέλη, αντιμετωπίζουν
κοινό δημογραφικό πρόβλημα: χαμηλή γεννητικότητα, γήρανση
πληθυσμού και συρρίκνωση εργατικού δυναμικού, που απειλούν
την οικονομική ανάπτυξη και τα κοινωνικά συστήματα. Σύμφωνα
με την έκθεση Society at a Glance 2024 του ΟΟΣΑ, τα ποσοστά
γονιμότητας (Total Fertility Rate – TFR) έχουν μειωθεί κατά
το ήμισυ τα τελευταία 60 χρόνια, φτάνοντας σε μέσο όρο 1,5
παιδιά ανά γυναίκα το 2023 – πολύ κάτω από το επίπεδο
αντικατάστασης των 2,1. Αυτό οδηγεί σε προβλέψεις για μείωση
του πληθυσμού σε 14 χώρες έως το 2040 και αύξηση του λόγου
εξάρτησης γήρανσης (old-age dependency ratio) από 31% το
2023 σε 52% έως το 2060.
Φορολογικές
ελαφρύνσεις και επιδόματα
Αυτό παρά το
γεγονός πως οι φορολογικές ελαφρύνσεις, τα χρηματικά
επιδόματα και οι υπηρεσίες που χορηγούνται για οικογένειες
και παιδιά αντιστοιχούσαν στο διόλου ευκαταφρόνητο 1,8%
(μ.ο.) του ΑΕΠ το 2021 με αυξητική τάση ενώ στην Ευρωπαϊκή
Ένωση (27), το μέσο ποσοστό των κρατικών δαπανών που
κατευθύνεται προς την οικογένεια και τα παιδιά αυξήθηκε από
1,6% το 2001 σε 1,9% του ΑΕΠ το 2023.
Η άνευ προηγουμένου
μείωση των ποσοστών γονιμότητας, παρά την αύξηση των
κρατικών δαπανών, θέτει υπό αμφισβήτηση τους στόχους των
κυβερνήσεων, υποδηλώνοντας ότι η δαπάνη περισσότερων
χρημάτων δεν οδηγεί απαραίτητα σε υψηλότερα ποσοστά
γονιμότητας.
Οι κρίσιμοι
παράγοντες
Όπως σχολιάζει η
Allianz, θα ήταν ίσως πιο σημαντικό οι οικογενειακές
πολιτικές να εστιάσουν στο πώς θα διασφαλίζεται η ισότητα
ευκαιριών για κάθε παιδί, ανεξαρτήτως του εισοδήματος των
γονιών. Ταυτόχρονα, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να προωθήσουν
εγκαίρως μέτρα για την προσαρμογή των αγορών εργασίας και
των συνταξιοδοτικών συστημάτων σε αυτή τη νέα κοινωνική
πραγματικότητα.
Η ανάλυση του
χρηματοοικονομικού ομίλου τονίζεται ότι πέρα από τους αμιγώς
οικονομικούς παράγοντες όπως η εργασιακή ασφάλεια και το
κόστος ζωής, το κόστος για την εκπαίδευση των παιδιών είναι
μια ακόμη διάσταση που επηρεάζει την απόφαση να αποκτήσει
κανείς περισσότερα από ένα παιδιά.
Ένας άλλος κρίσιμος
παράγοντας αφορά τη στέγαση. Σύμφωνα με την Allianz, μελέτες
δείχνουν ότι η πρόσβαση σε στεγαστικά δάνεια και η προσιτή
στέγαση έχουν θετική επίδραση στο μέγεθος της οικογένειας,
ενώ η αύξηση του κόστους στέγασης επηρεάζει αρνητικά τους
δείκτες γεννητικότητας.
Τι γίνεται όμως με
το κόστος στέγασης; Στις πόλεις που υπάρχει μεγαλύτερη
προσφορά καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας η άνοδος των τιμών
των κατοικιών είναι σχεδόν αναπόφευκτη. Συνεπώς, οι τιμές
κατοικιών στις μητροπολιτικές περιοχές πιθανότατα θα
παραμείνουν υψηλές προκαλώντας ένα επιπλέον «πονοκέφαλο» στα
νέα ζευγάρια δεδομένων των αναγκών που υπάρχουν και μετά την
απόκτηση στέγης.
Η ηλικιακή
ομάδα 25-39 ετών και το «φάντασμα» της ανεργίας
Εκτός από τους
παράγοντες που επηρεάζουν την υπογεννητικότητα δεν θα
μπορούσε να μείνει η ανεργία κυρίως στην ηλικιακή ομάδα
25-39 ετών. Σύμφωνα με την ανάλυση της Allianz, δεν αποτελεί
έκπληξη ότι η γονεϊκότητα συχνά να αναβάλλεται σε περιόδους
οικονομικής ύφεσης και αυξανόμενης ανεργίας.
Η Ελλάδα, Η Ιταλία
και η Ισπανία αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα υψηλών
ποσοστών ανεργίας στην ηλικιακή ομάδα 25-39 ετών.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Αρνητικά
φυσικά ισοζύγια στην Ελλάδα
Ο πληθυσμός της
Ελλάδας έφτασε στο μάξιμουμ το 2011, με 11,1 εκατομμύρια
κατοίκους. Έπειτα, άρχισε να μειώνεται και σήμερα ζουν στην
Ελλάδα λίγο πάνω από 10 εκατομμύρια άνθρωποι (βάσει των
στοιχείων του 2023).
Σύμφωνα με τις
εκτιμήσεις της Eurostat, αναμένεται να μειωθούν κατά 14%
μέχρι το 2050 και να φτάσουν τα 7,3 εκατομμύρια έως το 2100
– μια συνολική μείωση της τάξης του 30%.
Στη Ελλάδα από το
2011 έως το 2024 καταγράφονται σταθερά αρνητικά φυσικά
ισοζύγια (γεννήσεις μείον θάνατοι), τα οποία – μαζί με τα
επίσης αρνητικά μεταναστευτικά ισοζύγια της περιόδου –
προκάλεσαν τη μείωση του πληθυσμού κατά σχεδόν 500 χιλιάδες
ανθρώπους. Η Ελλάδα θεωρείται πλέον μια γερασμένη χώρα.
Οι αναλυτές της
Allianz εκτιμούν ότι οι προσπάθειες αύξησης του ποσοστού
συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, του
αυξανόμενου κόστους ζωής, των περιορισμένων εγκαταστάσεων
παιδικής φροντίδας, των προβλημάτων στέγασης, και ενός
αυξανόμενου ποσοστού νέων που σκοπεύουν να παραμείνουν
άτεκνοι, είναι πιθανό να διατηρήσουν τον παγκόσμιο δείκτη
γονιμότητας χαμηλά στο άμεσο μέλλον.
|
|
|
|
|
|