| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

"Kουλου-βάχατα"

Σχόλια για τα πάντα ……. Η φράση “Κουλου – βάχατα” προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική «κούλου ουάχαντ» που σημαίνει «όλα μαζί ένα».

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

00:01 - 24/10/25

 

                              

 

Όχι πολύ τιμητικό για την ελληνική οικονομία

 

Η Ελλάδα παγιδευμένη στην “Οικονομία των Καφέ”: Η μελέτη του LSE αποκαλύπτει τις στρεβλώσεις του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης

 

Μια νέα μελέτη του Hellenic Observatory του London School of Economics (LSE), με τίτλο «The café economy», φέρνει στο φως τη δυσάρεστη πραγματικότητα πίσω από τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας μετά την εποχή των Μνημονίων.

 

Οι ερευνητές περιγράφουν την Ελλάδα ως μια «Οικονομία των Καφετεριών» – έναν όρο που χρησιμοποιούν για να αποδώσουν την υπερμεγέθη ανάπτυξη του τομέα Καταλυμάτων και Εστίασης, ο οποίος περιλαμβάνει δραστηριότητες άμεσα συνδεδεμένες με τον τουρισμό: εστιατόρια, μπαρ, ξενοδοχεία, χώρους διασκέδασης και βραχυχρόνιες μισθώσεις.

 

Οι επιστήμονες Μιχάλης Νικηφόρος, Βλάσσης Μισσός, Χρίστος Πέρρος και Νικόλαος Ροδοσάκης υποστηρίζουν ότι, παρά τις διακηρύξεις για ένα «νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα», η χώρα εξακολουθεί να στηρίζεται σε ένα εύθραυστο μοντέλο ανάπτυξης με χαμηλή παραγωγικότητα και περιορισμένη ανθεκτικότητα.

 

Η άνιση μεγέθυνση του τουρισμού και η πτώση της παραγωγικότητας

 

Η έρευνα δείχνει ότι, μετά από χρόνια λιτότητας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που «άνοιξαν» τις αγορές εργασίας και προϊόντων, η Ελλάδα είδε μια δυσανάλογη διόγκωση των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τον τουρισμό. Αυτή η μετατόπιση είχε ως αποτέλεσμα τη γενικευμένη μείωση της παραγωγικότητας.

 

Αντί να οδηγήσουν σε πιο αποδοτική οικονομία, οι μνημονιακές πολιτικές προκάλεσαν κατάρρευση της παραγωγικότητας της εργασίας, μετατοπίζοντας το εργατικό δυναμικό προς τομείς χαμηλής προστιθέμενης αξίας, όπως η εστίαση και η φιλοξενία (AFSA).

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία, η παραγωγικότητα της εργασίας υποχώρησε κατά 16% μεταξύ 2009 και 2024, ενώ οι πραγματικοί μισθοί σημείωσαν ακόμη μεγαλύτερη πτώση — έως και 35% συνολικά και 60% στον τουριστικό κλάδο. Πρόκειται, όπως αναφέρουν οι συγγραφείς, για μια «βίαιη αναδιανομή του εισοδήματος εις βάρος της εργασίας».

 

Η ιστορική οπισθοδρόμηση και το “δυιστικό” μοντέλο ανάπτυξης

 

Οι ερευνητές περιγράφουν την ελληνική οικονομία ως «δυιστική», ένα μοντέλο που χαρακτηρίζει λιγότερο ανεπτυγμένες ή μεταβατικές οικονομίες. Η ανάπτυξη στηρίζεται σε τομείς χαμηλής παραγωγικότητας και φθηνής εργασίας, που απορροφούν την ανεργία χωρίς να αυξάνουν ουσιαστικά την ευημερία.

 

Τα Μνημόνια, αντί να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα, όπως υποσχέθηκαν, οδήγησαν σε βαθιά ύφεση. Μάλιστα, το ίδιο το ΔΝΤ έχει αναγνωρίσει ότι υποτίμησε τις συνέπειες μιας τόσο απότομης δημοσιονομικής προσαρμογής.

 

Τα “γκαρσόνια της Ευρώπης” και η παγίδα της υπερεκπαίδευσης

 

Η μελέτη του LSE δείχνει ότι από το 2009 έως το 2023 ο τομέας Καταλυμάτων και Εστίασης (AFSA) κατέγραψε αύξηση απασχόλησης κατά 87% και άνοδο της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας κατά 11%. Έγινε έτσι ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας — με χαμηλούς μισθούς, ανασφαλείς συνθήκες και περιορισμένες προοπτικές εξέλιξης.

 

Το εργατικό δυναμικό του τουρισμού είναι ολοένα πιο μορφωμένο αλλά υποαπασχολούμενο. Η Ελλάδα καταγράφει, σύμφωνα με την Eurostat, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά «υπερεκπαιδευμένων» εργαζομένων στην ΕΕ, με έναν στους τρεις νέους πτυχιούχους να εργάζεται σε θέσεις κατώτερες των προσόντων του. Στον τουρισμό, το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 86%, βάσει στοιχείων του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ.

 
 

                            

 

Τα πλεονεκτήματα και οι παρενέργειες της “café economy

 

Ο τουριστικός τομέας συνέβαλε αναμφίβολα στη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, καλύπτοντας σχεδόν το ήμισυ της μείωσης του ελλείμματος από το 2009 έως το 2023, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος.

 

Ωστόσο, η υπερεξάρτηση από έναν τομέα χαμηλής παραγωγικότητας έχει σημαντικές επιπτώσεις: περιβαλλοντική και πολιτιστική υποβάθμιση, πίεση στις τιμές των ενοικίων λόγω βραχυχρόνιων μισθώσεων και απώλεια κοινωνικής ισορροπίας.

 

Όσο περισσότερο διευρύνεται η «οικονομία των καφέ» εις βάρος άλλων κλάδων, τόσο περισσότερο η χώρα εξαρτάται από την εποχικότητα και τη διεθνή ζήτηση, γεγονός που καθιστά την ανάπτυξη εύθραυστη και ανισόρροπη.

 

Το αναπτυξιακό δίλημμα και οι πολιτικές συνέπειες

 

Η μελέτη τονίζει ότι η ελληνική εμπειρία καταρρίπτει την πεποίθηση πως η απελευθέρωση των αγορών βελτιώνει αυτόματα την αποδοτικότητα. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν με νεοφιλελεύθερο πρόσημο — περικοπές, απορρύθμιση εργασίας, ιδιωτικοποιήσεις — συρρίκνωσαν τη ζήτηση, μείωσαν τα εισοδήματα και ανέκοψαν την τεχνολογική πρόοδο.

 

Η εξάρτηση από τον τουρισμό και την κατανάλωση χαμηλής αξίας δημιουργεί ένα δίλημμα: προσφέρει βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη και συνάλλαγμα, αλλά υπονομεύει τη μακροπρόθεσμη παραγωγικότητα και την κοινωνική συνοχή.

 

Η ανάγκη για ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης

 

Οι ερευνητές του LSE υπογραμμίζουν ότι η Ελλάδα χρειάζεται μια στρατηγική στροφή προς την καινοτομία, την ποιοτική εργασία και τους τομείς υψηλής παραγωγικότητας.

 

Όπως σημειώνουν, «η ελληνική περίπτωση εγείρει θεμελιώδη ερωτήματα για την καταλληλότητα των συνήθων οικονομικών συνταγών». Η χώρα πρέπει να υιοθετήσει πολιτικές που θα ενισχύσουν τη ζήτηση, θα στηρίξουν τη βιομηχανία και την τεχνολογική αναβάθμιση, εξασφαλίζοντας ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς.

 

Χωρίς μια τέτοια αλλαγή πορείας, προειδοποιούν, η λεγόμενη “café economy” δεν θα αποτελέσει μια μεταβατική φάση, αλλά μια μόνιμη κατάσταση στασιμότητας για την ελληνική οικονομία.

 
 

                                   

Δημογραφικό

 

Το δημογραφικό πρόβλημα δείχνει πλέον το πιο σκληρό του πρόσωπο, με τα στοιχεία να αποκαλύπτουν πως η Ελλάδα εισέρχεται σε μια περίοδο έντονης γήρανσης και πληθυσμιακής συρρίκνωσης. Τα φυσικά ισοζύγια —η διαφορά δηλαδή μεταξύ γεννήσεων και θανάτων— είναι αρνητικά σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, επιβεβαιώνοντας ότι το φαινόμενο έχει λάβει διαστάσεις διαρθρωτικού προβλήματος.

 

Από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, οι θάνατοι ξεπερνούν σταθερά τις γεννήσεις (+4.300 το 2011, +58.500 το 2024), και η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί για δεκαετίες, ακόμη και αν σταθεροποιηθεί η γεννητικότητα. Οι προβολές του ΟΗΕ (2024) και της Eurostat (EUROPOP-2023) για την περίοδο 2025–2050 συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων είναι μη αναστρέψιμο.

 

Συνολικά, την περίοδο 2011–2024 καταγράφηκαν 510.000 περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις, οδηγώντας σε μείωση του πληθυσμού κατά περίπου 715.000 άτομα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Το αποτέλεσμα είναι η έντονη γήρανση και ερήμωση της υπαίθρου, όπου ο πληθυσμός μειώνεται έως και 30% σε ορισμένες περιοχές μέσα σε μία δεκαετία.

 

Η ανάλυση του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), υπό τον Βύρωνα Κοτζαμάνη, δείχνει πως σε 15 νομούς καταγράφονται αρνητικά φυσικά ισοζύγια για τουλάχιστον 41 χρόνια, ενώ σε έξι (Αρκαδία, Λακωνία, Λευκάδα, Μεσσηνία, Φωκίδα και Λέσβο) οι θάνατοι υπερτερούν των γεννήσεων για 45 συνεχόμενα χρόνια. Αντίθετα, στο Ρέθυμνο το φαινόμενο παρατηρήθηκε μόνο για ένα έτος.

 

Οι αιτίες εντοπίζονται στις μεταπολεμικές εσωτερικές και εξωτερικές μεταναστεύσεις, αλλά και στις διαφοροποιήσεις στη γονιμότητα των γενεών, που οδήγησαν σε νομούς με υπερεκπροσώπηση ηλικιωμένων και σταδιακή μείωση του πληθυσμού των νέων.

 

Η σύγκριση των δεικτών γεννητικότητας και θνησιμότητας είναι ενδεικτική: το 1951 καταγράφονταν 20,3 γεννήσεις και 7,5 θάνατοι ανά 1.000 κατοίκους, ενώ το 2024 οι αντίστοιχοι αριθμοί ήταν 6,6 και 12,2, δηλαδή 5,6 περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους.

 

Σύμφωνα με την έρευνα του ΙΔΕΜ, η μεταβολή αυτή οφείλεται σε δύο βασικούς παράγοντες:

 

Τη γήρανση του πληθυσμού, καθώς ο αριθμός των ατόμων άνω των 65 ετών αυξήθηκε από 520.000 το 1951 σε περίπου 2,5 εκατομμύρια σήμερα, αντιστοιχώντας πλέον στο 23% του συνόλου.

 

Τη μείωση της γονιμότητας, καθώς οι γυναίκες που γεννήθηκαν μετά το 1955 αποκτούν όλο και λιγότερα παιδιά — κάτω από 1,5 κατά μέσο όρο για τις γενιές γύρω από το 1985, έναντι περίπου 2 παιδιών για όσες γεννήθηκαν μεταξύ 1940 και 1960.

 

Η Ελλάδα, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη όχι μόνο με τη γήρανση του πληθυσμού αλλά και με την «εξαφάνιση» ολόκληρων περιοχών, καθώς η επαρχία αδειάζει και οι νέοι μετακινούνται στα μεγάλα αστικά κέντρα ή στο εξωτερικό.

                                         

                                        

 

 

                                       

Ελληνική Οικονομία

 

Σταθερή βελτίωση σε βασικούς οικονομικούς δείκτες, αλλά και διαχρονική στασιμότητα σε κρίσιμα διαρθρωτικά προβλήματα, καταγράφει η πρόσφατη έκθεση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Παράλληλα, προειδοποιεί πως η πρόσφατη συμφωνία στο ΝΑΤΟ για αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ ενδέχεται να προκαλέσει δημοσιονομικές πιέσεις. 

 

 Ρυθμοί ανάπτυξης και δημόσιες επενδύσεις

 

Η έκθεση αναθεωρεί ελαφρώς την πρόβλεψη για την ανάπτυξη του 2025 στο 2,1% (από 2,2%) και υιοθετεί πρόβλεψη 2,4% για το 2026. Το ΚΕΠΕ τονίζει ότι η ελληνική οικονομία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στους κοινοτικούς πόρους και την ιδιωτική κατανάλωση, κάτι που απαιτεί μεγαλύτερη διαφοροποίηση των πηγών ανάπτυξης και ανθεκτικότητα απέναντι σε εξωτερικά σοκ.

 

Επισημαίνει ωστόσο πως η πλήρης υλοποίηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) —ύψους 14,7 δισ. ευρώ για το 2025 και 16,9 δισ. ευρώ για το 2026— θα μπορούσε να δώσει ισχυρή ώθηση στην οικονομία, τόσο μέσω νέων επενδύσεων όσο και μέσω μεταρρυθμίσεων που αναμένεται να ολοκληρωθούν στη διετία.

 

Πληθωρισμός και δημοσιονομική εικόνα

 

Ο πληθωρισμός, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, εκτιμάται ότι θα αποκλιμακωθεί από 3,1% το 2025 σε 2,5% το 2026, παραμένοντας ωστόσο πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.. Το Ινστιτούτο αποδίδει τη διαφορά αυτή κυρίως σε εγχώριες πιέσεις κόστους και ζήτησης, και όχι στις διεθνείς τιμές των εμπορευμάτων.

 

Σε δημοσιονομικό επίπεδο, η εικόνα θεωρείται ιδιαίτερα βελτιωμένη, χάρη στα μέτρα κατά της φοροδιαφυγής, τα οποία ενίσχυσαν τα δημόσια έσοδα. Το πρωτογενές πλεόνασμα εκτιμάται στο 4,8% του ΑΕΠ για το 2024, ενώ το δημόσιο χρέος υποχωρεί στο 143,9% του ΑΕΠ.

 

Αγορά εργασίας και κεφαλαιαγορά

 

Η αγορά εργασίας παρουσιάζει σαφή βελτίωση, με το ποσοστό ανεργίας να υποχωρεί σε 9,5% το 2025 και να μειώνεται περαιτέρω στο 8,6% το 2026.

 

Η κεφαλαιαγορά επίσης δείχνει αναπτυξιακή δυναμική. Το Χρηματιστήριο Αθηνών κατέγραψε ισχυρή άνοδο κατά το πρώτο οκτάμηνο του 2025, με σημαντική αύξηση σε κεφαλαιοποίηση και συναλλαγές. Οι προοπτικές για τους επόμενους μήνες χαρακτηρίζονται ιδιαίτερα θετικές, ενόψει της εξαγοράς του ΧΑ από την Euronext και της επανένταξής του στις ανεπτυγμένες αγορές, εξέλιξη που θα ενισχύσει τη ρευστότητα και την πρόσβαση των ελληνικών επιχειρήσεων σε νέα κεφάλαια.

 

Eπίμονα διαρθρωτικά προβλήματα

 

Παρά τη συνολική πρόοδο, η έκθεση επισημαίνει ότι χρόνιες αδυναμίες εξακολουθούν να περιορίζουν το αναπτυξιακό δυναμικό της χώρας. Ανάμεσά τους:

 

η χαμηλή παραγωγικότητα,

η ποιότητα διακυβέρνησης και οι αδύναμοι θεσμοί,

η εξάρτηση από ευρωπαϊκούς πόρους, την κατανάλωση και τις εισαγωγές,

οι κοινωνικές ανισότητες,

η αργή πράσινη και ψηφιακή μετάβαση,

και το δημογραφικό πρόβλημα.

 

Αμυντικές δαπάνες και δημοσιονομικές πιέσεις

 

Η Ελλάδα διαχρονικά συγκαταλέγεται στις χώρες του ΝΑΤΟ με τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες. Με βάση τα στοιχεία του Stockholm International Peace Research Institute (SIPRI), η χώρα δαπανά κατά μέσο όρο 2,85% του ΑΕΠ για άμυνα — το μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των ευρωπαϊκών μελών — ενώ οι κορυφαίες τιμές καταγράφηκαν το 2022 (4%) και το 2021 (3,8%).

 

Για το 2024, οι στρατιωτικές δαπάνες αντιστοιχούν στο 6,58% των συνολικών δημοσίων δαπανών, με την Ελλάδα να ακολουθεί τη Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία και Πολωνία.

 

Το ΚΕΠΕ υπογραμμίζει ότι το νέο πλαίσιο αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ και το χρηματοδοτικό εργαλείο SAFE μπορούν να λειτουργήσουν ως μοχλός επενδύσεων στην αμυντική τεχνολογία. Ωστόσο, η δέσμευση για ελάχιστες δαπάνες 5% του ΑΕΠ ενδέχεται να επιβαρύνει τη δημοσιονομική σταθερότητα, καθώς η πρόοδος των κρατών-μελών θα κρίνεται πλέον από την ετήσια αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών.

 

Συνολικά, η έκθεση του ΚΕΠΕ σκιαγραφεί μια οικονομία που βελτιώνεται σταθερά, αλλά εξακολουθεί να αντιμετωπίζει βαθιές δομικές αδυναμίες και δημοσιονομικές προκλήσεις, ιδίως σε μια περίοδο όπου οι γεωπολιτικές δεσμεύσεις και οι επενδυτικές ανάγκες αυξάνονται ταυτόχρονα.

 

 

                        

Ιnvolution

 

Κλείνουμε διαφορετικά. Ένα κοινωνικό και οικονομικό φαινόμενο που ξεκίνησε στην Κίνα αντικατοπτρίζει ήμερα μια παγκόσμια εξάντληση. Εργαζόμενοι, φοιτητές, επιχειρήσεις και ολόκληρες οικονομίες παγιδεύονται σε έναν φαύλο κύκλο υπερπαραγωγής, έντονου ανταγωνισμού και κόπωσης.

 

Ο πλανήτης «τρέχει» με ρυθμούς ρεκόρ. Κι όμως, δεν προχωρά. Το φαινόμενο αυτό περιγράφεται με τον όρο involution (στην Κίνα: 内卷 neijuan, που κυριολεκτικά σημαίνει «κύλισμα προς τα μέσα»), και αφορά καταστάσεις όπου η κοινωνία ή η οικονομία εργάζεται όλο και πιο σκληρά, χωρίς ουσιαστική πρόοδο.

 

Οι ρίζες του όρου

 

Η έννοια προέρχεται από τον ανθρωπολόγο Κλίφορντ Γκιρτς, που τη δεκαετία του ’60 μελέτησε αγροτικές κοινότητες στην Ιάβα: όσο αυξανόταν η εργασία, τόσο μειώνονταν οι αποδόσεις. Στη σύγχρονη Κίνα, το “involution” έγινε viral το 2020, όταν οι νέοι το υιοθέτησαν για να περιγράψουν την καθημερινή πίεση ενός ατέρμονου ανταγωνισμού – στις σπουδές, στη δουλειά, στην κοινωνική ζωή.

 

Η κουλτούρα του 9-9-6 (9 π.μ. – 9 μ.μ., έξι μέρες την εβδομάδα) έγινε σύμβολο εξάντλησης, ενώ οι νεότεροι μιλούν πλέον για το 007: μεσάνυχτα – μεσάνυχτα, επτά μέρες την εβδομάδα.

 

Οικονομική διάσταση

 

Το “involution” δεν είναι μόνο κοινωνικό φαινόμενο. Στην κινεζική οικονομία, αποτυπώνεται στη διαρκή υπερπαραγωγή και πτώση των τιμών. Μετά την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων το 2021-22, το Πεκίνο προσπάθησε να ενισχύσει την ανάπτυξη μέσω τεράστιων επενδύσεων σε βιομηχανίες όπως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και τα φωτοβολταϊκά.

 

Όμως η προσφορά ξεπέρασε τη ζήτηση. Οι επιχειρήσεις άρχισαν να ανταγωνίζονται με μειώσεις τιμών, ακόμη και κάτω του κόστους, τα περιθώρια κέρδους εξαφανίστηκαν, οι εργαζόμενοι πιέστηκαν και η κατανάλωση υποχώρησε. Ένα κλασικό παράδειγμα involution: περισσότερη εργασία, λιγότερη αξία.

 

Οικονομολόγοι, όπως ο Μάικλ Πέτις του Carnegie China, επισημαίνουν ότι η εμμονή στην παραγωγή αντί για την κατανάλωση οδηγεί αναπόφευκτα σε υπερπροσφορά, αποπληθωρισμό και χρέος. Το Πεκίνο προσπαθεί να αλλάξει το μοντέλο ανάπτυξης, προσέχοντας να μην μεταφέρει απλώς το πρόβλημα από έναν κλάδο σε άλλον.

 

Ένα παγκόσμιο φαινόμενο

 

Το “involution” δεν περιορίζεται στην Κίνα. Αντιπροσωπεύει μια ευρύτερη παθολογία του σύγχρονου καπιταλισμού: την εξάντληση που προκαλεί η υπερ-ανταγωνιστική κοινωνία των ανεπτυγμένων χωρών.

 

Στη Δύση, η κατάσταση φαίνεται στις διαμαρτυρίες των νέων εργαζομένων που εργάζονται χωρίς προοπτική ανέλιξης ή δεν μπορούν να αποκτήσουν σπίτι, ακόμη και μέσα στην «εκπαιδευτική φούσκα», όπου η αδιάκοπη προσπάθεια για πλεονέκτημα δεν εγγυάται αποτελέσματα.

 

Στις επιχειρήσεις, η λογική του «τρέχουμε για να μη μείνουμε πίσω» οδηγεί σε ανούσιες καινοτομίες, υπερεπενδύσεις και τεχνολογικές φούσκες. Η Gen Z εκφράζει με ειρωνεία και παραίτηση την ανάγκη για αυτοφροντίδα και χαμηλότερους ρυθμούς, αλλά ζει σε ένα σύστημα που επιβραβεύει την υπερκόπωση.

 

Το “involution” δίνει όνομα στη συλλογική αίσθηση κόπωσης: παρά την αύξηση τεχνολογίας, παραγωγικότητας και ταχύτητας, η αίσθηση προόδου μειώνεται.

 

Η κόπωση του πλανήτη

 

Στο βάθος, το “involution” είναι το αντίθετο της εξέλιξης. Οι κοινωνίες γίνονται πιο πολύπλοκες, αλλά όχι απαραίτητα καλύτερες. Οι οικονομίες παράγουν περισσότερο, χωρίς να αποδίδουν περισσότερο. Οι άνθρωποι δουλεύουν σκληρότερα, αλλά αισθάνονται πιο στάσιμοι.

 

Είναι η κόπωση ενός πλανήτη που κινείται διαρκώς χωρίς να προχωρά, και ενός ανθρώπου που συνειδητοποιεί ότι, στον 21ο αιώνα, ο ανεξέλεγκτος ανταγωνισμός χωρίς νόημα μπορεί να μετατραπεί στην πιο ύπουλη μορφή στασιμότητας.

 

 

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2025 Greek Finance Forum