| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

"Kουλου-βάχατα"

Σχόλια για τα πάντα ……. Η φράση “Κουλου – βάχατα” προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική «κούλου ουάχαντ» που σημαίνει «όλα μαζί ένα».

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

00:01 - 25/06/25

                                 

Οι μισθοί στην Ελλάδα «ροκανίζονται» από τις ανατιμήσεις

 

Οι αυξήσεις στους μισθούς στην Ελλάδα εξανεμίζονται στην πράξη λόγω του επίμονου πληθωρισμού, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να βλέπουν το πραγματικό τους εισόδημα να συρρικνώνεται. Η χώρα κατατάσσεται προτελευταία στην Ευρώπη όσον αφορά το επίπεδο πραγματικών αποδοχών, υπογραμμίζοντας τη δεινή οικονομική της θέση.

 

Από τον Οκτώβριο του 2023 έως και τον Μάιο του 2025, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα υπερβαίνει σταθερά τον αντίστοιχο μέσο όρο της ευρωζώνης, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Η εξέλιξη αυτή εντείνει την ανησυχία για τις συνθήκες στην εγχώρια αγορά και καταδεικνύει προβλήματα που η κυβερνητική πολιτική δεν έχει αντιμετωπίσει επαρκώς. Την τελευταία διετία, ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στη χώρα διαμορφώνεται στο 3,1%, όταν στην ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό κυμαίνεται στο 2,4%, όπως αναφέρει η περιοδική έκθεση «7 ΗΜΕΡΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» της Eurobank.

 

Η διαφορά αυτή, σε έναν βαθμό, συνδέεται με την ισχυρότερη αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδας σε σχέση με την υπόλοιπη ευρωζώνη. Παρ’ όλα αυτά, η Eurobank προειδοποιεί ότι η διατήρηση ενός υψηλότερου πληθωρισμού μπορεί να οδηγήσει σε νέα απώλεια ανταγωνιστικότητας τιμών – μια ισορροπία που είχε επιτευχθεί με τα παλαιότερα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής.

 

Στην ελληνική περίπτωση, ο χαμηλός πληθωρισμός στα προϊόντα –παρότι ενισχύθηκε από 0,2% τον Απρίλιο στο 1,6% τον Μάιο 2025– δεν αρκεί να αντισταθμίσει τον υψηλό πληθωρισμό στον τομέα των υπηρεσιών, ο οποίος φτάνει στο 5,2%. Στην ευρωζώνη, η εικόνα είναι ηπιότερη, με τον πληθωρισμό στα αγαθά στο 0,8% και στις υπηρεσίες στο 3,2%.

 

Μειώνεται η αγοραστική δύναμη των μισθών

 

Ο πληθωρισμός πλήττει άμεσα τον πραγματικό μέσο μισθό – δηλαδή την αγοραστική του δύναμη, όπως αυτή αποτυπώνεται στο «καλάθι» αγαθών και υπηρεσιών. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025, ο μέσος ονομαστικός μισθός αυξήθηκε κατά 3,4% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, από 4,9% στο τέταρτο τρίμηνο του 2024. Ωστόσο, αν ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός, η πραγματική αύξηση περιορίζεται μόλις στο 0,3%, από 1,9% στο τέλος του 2024.

 

Όπως τονίζει το Ινστιτούτο της ΓΣΕΕ στην τελευταία του έκθεση, 15 χρόνια μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, οι μισθοί στην Ελλάδα παραμένουν σε επίπεδα που δεν εξασφαλίζουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης για πολλούς εργαζόμενους. Από το 2009 έως το 2024, ο μέσος ετήσιος πραγματικός μισθός μειώθηκε συνολικά κατά 32,8%. Την περίοδο 2019–2024, η μείωση ήταν ηπιότερη (1,1%), αν και τη διετία 2023–2024 σημειώθηκε αύξηση 2,9%, υπογραμμίζοντας το μέγεθος του προβλήματος.

 

Εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό και τους γεωπολιτικούς κινδύνους

 

Οι εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τοποθετούν τον μέσο πληθωρισμό στην Ελλάδα στο 2,8% για το 2025 και στο 2,3% για το 2026, έναντι 2,1% και 1,7% αντίστοιχα για την ευρωζώνη. Ο ΟΟΣΑ δίνει πιο συγκρατημένες εκτιμήσεις, με 2,5% για το 2025 και 2% για το 2026.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι προβλέψεις αυτές διατυπώνονται πριν από την εκδήλωση των τελευταίων εντάσεων στη Μέση Ανατολή, που περιλαμβάνουν και την εμπλοκή των ΗΠΑ. Σε περίπτωση επιδείνωσης της κατάστασης, υπάρχει κίνδυνος απότομης αύξησης στις τιμές του πετρελαίου, γεγονός που θα μπορούσε να προκαλέσει νέο κύμα ανατιμήσεων.

 

Η πιθανή κλιμάκωση της σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν συνιστά σημαντικό πληθωριστικό κίνδυνο, δεδομένου ότι οι χώρες του Περσικού Κόλπου (όπως η Σαουδική Αραβία, το Ιράκ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ιράν και το Κουβέιτ) παράγουν περίπου το 26% της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου. Επιπλέον, από τα Στενά του Ορμούζ –ένα στρατηγικής σημασίας θαλάσσιο πέρασμα που συνδέει τον Περσικό Κόλπο με την Αραβική Θάλασσα– διακινούνται ημερησίως περίπου 20 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου και παραγώγων, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 20% της παγκόσμιας κατανάλωσης.

 

 

                                       

Ελληνική Οικονομία – Ανταγωνιστικότητα – Μισθοί

 

Η ισχυρή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, που αποτελεί αποτέλεσμα και των μεταρρυθμίσεων της προηγούμενης δεκαετίας, έχει οδηγήσει σε σταθερή ενίσχυση της απασχόλησης και των μισθών, όπως αναφέρεται στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2024-2025. Ωστόσο, βασικό ζήτημα παραμένει η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

 

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και η ανάκαμψη της κατανάλωσης αποτέλεσαν βασικούς παράγοντες του τρέχοντος αναπτυξιακού κύκλου. Παρά ταύτα, τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν πως η οικονομία βρίσκεται πλέον σε σημείο καμπής. Το μοναδιαίο κόστος εργασίας, δηλαδή το κόστος παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος, ξεπέρασε το 2024 τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Αν αυτή η τάση συνεχιστεί, ενδέχεται να επηρεαστεί αρνητικά η ανταγωνιστικότητα της χώρας, επηρεάζοντας αρνητικά τις εξαγωγές και τα επενδυτικά σχέδια, όπως επισημαίνει στην έκθεσή του ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας.

 

Παράλληλα, η λήξη της αναστολής των επιδομάτων προϋπηρεσίας (τριετίες) στον ιδιωτικό τομέα, μαζί με τις αυξήσεις στον κατώτατο και μέσο μισθό, έχουν ενισχύσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Ωστόσο, αυτό έχει επιφέρει σημαντικό οικονομικό βάρος σε πολλές επιχειρήσεις, ιδίως μικρές και μεσαίες, που δυσκολεύονται να απορροφήσουν το αυξημένο κόστος, όπως καταγράφεται στην έκθεση.

 

Επιπλέον, η ΤτΕ εκτιμά ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στο σύνολο της οικονομίας θα αυξάνεται με χαμηλότερους ρυθμούς σε σχέση με τις πραγματικές αμοιβές ανά εργαζόμενο. Εάν αντίστοιχες εξελίξεις δεν υπάρξουν και στους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας, τότε αυτές οι τάσεις αναμένεται να πλήξουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

 

Η κατάταξη της Ελλάδας στους παγκόσμιους σύνθετους δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας παρέμεινε σχετικά σταθερή το 2024.

 

Στασιμότητα στη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα

 

Παρά τη σημαντική πρόοδο των τελευταίων ετών, η συγκριτική θέση της Ελλάδας μεταξύ των προηγμένων οικονομιών παραμένει χαμηλή όσον αφορά τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Η πρόσφατη αναθεωρημένη πρόταση για το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που στοχεύει στην ταχύτερη και πλήρη απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων, καθώς και οι νέες πανευρωπαϊκές προτεραιότητες για την ενίσχυση της καινοτομίας και της στρατηγικής αυτονομίας, αναμένεται να δώσουν ώθηση στις μεταρρυθμίσεις και στις επενδύσεις σε υποδομές, βελτιώνοντας τη σχετική θέση της Ελλάδας.

 

Σχετικά με την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, οι συναλλαγματικές εξελίξεις για το 2025, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη πορεία του πληθωρισμού, εκτιμάται ότι θα επιβαρύνουν ελαφρώς την ανταγωνιστικότητα, παρά τη σωρευτική βελτίωση της προηγούμενης 15ετίας.

 

Η Ελλάδα διατήρησε το 2024 μια σχετικά σταθερή θέση στους παγκόσμιους δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Η γεφύρωση του χάσματος ανταγωνιστικότητας, κυρίως όσον αφορά την καινοτομία, την τεχνολογία και τις παραγωγικές επενδύσεις σε σύγκριση με άλλες προηγμένες χώρες, αναμένεται να επιταχυνθεί μέσω της υλοποίησης των έργων που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης (RRF).

 

Η σημασία της απορρόφησης των ευρωπαϊκών πόρων

 

Η προώθηση της ανταγωνιστικότητας αποτελεί βασική προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αναδεικνύεται και στην έκθεση του Μάριο Ντράγκι, όπου τονίζεται ότι ο απώτερος στόχος είναι η θωράκιση της ΕΕ απέναντι στις αλλαγές στο παγκόσμιο εμπόριο, τις γεωπολιτικές εξελίξεις και τις ανάγκες του τεχνολογικού μετασχηματισμού.

 

Το νέο σχέδιο δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υπό τον τίτλο «Πυξίδα Ανταγωνιστικότητας», περιλαμβάνει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες και αναλυτικό χρονοδιάγραμμα για την υλοποίησή τους. Στο πλαίσιο αυτό, η έγκαιρη, αποτελεσματική και πλήρης απορρόφηση των προγραμματισμένων πόρων για την Ελλάδα, καθώς και η προσέλκυση σημαντικών επενδύσεων που φέρνουν τεχνογνωσία και νέες τεχνολογίες, είναι κρίσιμες για την αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, την αύξηση της παραγωγικότητας και τη βιώσιμη ανάπτυξη.

 

Ανεργία και κόστος εργασίας

 

Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ότι η ανεργία θα διαμορφωθεί στο 9,4% το 2025 και στη συνέχεια θα υποχωρήσει γρήγορα, φθάνοντας στο 8,2% το 2027, αντανακλώντας τη συνεχιζόμενη οικονομική ανάκαμψη.

 

Όσον αφορά το κόστος εργασίας, εκτιμάται ότι οι ονομαστικές αμοιβές ανά μισθωτό θα αυξάνονται με ρυθμούς περίπου 5% ετησίως, κυρίως λόγω της στενότητας στην αγορά εργασίας και των πρόσφατων συλλογικών συμβάσεων σε διάφορους κλάδους του ιδιωτικού τομέα.

 

Η παραγωγικότητα της εργασίας, όμως, εκτιμάται ότι θα αυξάνεται με χαμηλότερους ρυθμούς από τις πραγματικές αμοιβές, γεγονός που, αν δεν υπάρξουν αντίστοιχες εξελίξεις στους εμπορικούς εταίρους, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

 
 

                               

Δημογραφικό 1

 

Το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας αποτελεί πλέον μια από τις πιο σοβαρές και μακροχρόνιες προκλήσεις για την ελληνική κοινωνία, την οικονομία και τη δημόσια πολιτική. Το άρθρο της Ιφιγένειας Κοκκάλη (τεύχος 49 των Δημογραφικών Νέων (2025) αναδεικνύει εύγλωττα ότι η υπογεννητικότητα δεν είναι απλώς αποτέλεσμα μιας τάσης εντός της δημογραφικής σφαίρας, αλλά συνδέεται άρρηκτα με κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που καθορίζουν τη ζωή των νέων ανθρώπων στη χώρα.

 

Η βασική διαπίστωση του άρθρου είναι ότι η υπογεννητικότητα και η μείωση του πληθυσμού δεν οφείλονται αποκλειστικά στη μείωση των γεννήσεων ανά γυναίκα – αν και αυτή είναι σημαντική (με δείκτη γονιμότητας μόλις 1,3–1,4 παιδιά ανά γυναίκα). Καθοριστικό ρόλο παίζει και η συνεχής συρρίκνωση του αναπαραγωγικού πληθυσμού (15–49 ετών), η οποία επιτείνεται τόσο από τη γήρανση όσο και από τη μαζική φυγή νέων ανθρώπων στο εξωτερικό.

 

Το άρθρο τεκμηριώνει ότι η Ελλάδα παρουσιάζει επί σειρά ετών αρνητικό φυσικό και μεταναστευτικό ισοζύγιο, με αποτέλεσμα τη μείωση του πληθυσμού της κατά σχεδόν 500.000 άτομα μετά το 2011. Σημαντικό σημείο είναι ότι αυτή η καθοδική τροχιά είναι δύσκολα αναστρέψιμη λόγω των «δημογραφικών αδρανειών»: ακόμα και αν βελτιωνόταν η γονιμότητα, η δυναμική της πληθυσμιακής μείωσης θα συνεχιζόταν για δεκαετίες.

 

Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, ο ρόλος της μετανάστευσης αναδεικνύεται κρίσιμος. Οι μεταναστευτικές εισροές της περιόδου 1991–2010 είχαν καθυστερήσει τη δημογραφική γήρανση και ενίσχυσαν τη γονιμότητα. Αντιθέτως, μετά το 2010, λόγω της οικονομικής κρίσης και των κοινωνικών συνθηκών, η Ελλάδα κατέγραψε και πάλι αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο, όχι μόνο με την αποχώρηση οικονομικών μεταναστών, αλλά και με τη φυγή Ελλήνων υψηλής εξειδίκευσης (brain drain).

 

Η αποδημία των νέων δεν συνδέεται μόνο με την αναζήτηση καλύτερων αμοιβών. Αντίθετα, όπως καταδεικνύει η έρευνα, πρωταρχικό ρόλο παίζουν οι συνθήκες εργασίας, η απουσία προοπτικών επαγγελματικής εξέλιξης, η έλλειψη αξιοκρατίας και η γενικότερη αίσθηση μη αναγνώρισης των προσόντων τους. Αυτά οδηγούν σε χρόνια αίσθηση αναξιοποίησης, χαμηλής επαγγελματικής ικανοποίησης και ανασφάλειας.

 

Επιπλέον, το πρόβλημα της στέγασης προστίθεται ως σοβαρός αποτρεπτικός παράγοντας στη δημιουργία οικογένειας. Η μείωση της ιδιοκατοίκησης, η έλλειψη πολιτικών για κοινωνική ή προσιτή στέγη και η καθυστερημένη αποχώρηση από την οικογενειακή εστία (30,6 έτη στην Ελλάδα έναντι 26,3 στην Ε.Ε.) δείχνουν πόσο δύσκολο είναι για τους νέους να αποκτήσουν αυτονομία – προϋπόθεση για τη δημιουργία οικογένειας.

 

Η υπογεννητικότητα επιτείνεται από την ανεπάρκεια των κρατικών πολιτικών υποστήριξης προς την οικογένεια και το παιδί. Η Ελλάδα υστερεί στις δημόσιες δαπάνες για οικογενειακές πολιτικές, παιδική φροντίδα, πρόνοια και υπηρεσίες που θα μπορούσαν να προσφέρουν ένα σταθερό περιβάλλον για τη γονεϊκότητα. Η κυριαρχία αποσπασματικών επιδομάτων (π.χ. το bonus γέννησης) δεν αρκεί για να πείσει τους νέους να κάνουν παιδιά υπό συνθήκες γενικευμένης επισφάλειας.

 

Το άρθρο καταλήγει σε ένα κρίσιμο ερώτημα: Είναι σήμερα η Ελλάδα ένας ελκυστικός τόπος για να ζήσει κάποιος και να δημιουργήσει οικογένεια; Οι απαντήσεις δείχνουν πως όχι – τουλάχιστον όχι για τους νέους. Η κοινωνική, οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα, σε συνδυασμό με τη δυσκολία στέγασης, τη μη αντιστοίχιση σπουδών και εργασίας, και την απουσία επαρκούς κράτους πρόνοιας, διαμορφώνουν ένα περιβάλλον που ωθεί τους νέους είτε να φύγουν είτε να μην τεκνοποιήσουν.

 

Η πολιτική απάντηση σε αυτή την κρίση δεν μπορεί να είναι αποσπασματική. Η συγγραφέας υπογραμμίζει ότι απαιτείται ένας οριζόντιος μετασχηματισμός στο πεδίο των κοινωνικών πολιτικών: καλύτερες συνθήκες εργασίας, επένδυση στη νεολαία, προσιτή κατοικία, και πολιτικές ενσωμάτωσης μεταναστών, που μπορούν να λειτουργήσουν ως ενίσχυση του πληθυσμιακού δυναμικού της χώρας.

 
 

                           

Δημογραφικό 2

 

Το δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα αναδεικνύεται ως μία από τις βαθύτερες διαρθρωτικές κρίσεις που αντιμετωπίζει η χώρα, με συνέπειες σε όλους τους τομείς – από το ασφαλιστικό και το εργατικό δυναμικό, έως την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Η ανάλυση της Ιφιγένειας Κοκκάλη αναδεικνύει ότι η υπογεννητικότητα και η πληθυσμιακή συρρίκνωση δεν αποτελούν μόνο «δημογραφικές αδράνειες», αλλά αντανακλούν ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές αποτυχίες.

 

🔹 Πληθυσμιακή Μείωση και Δείκτες Γονιμότητας

 

Οι γεννήσεις στην Ελλάδα το 2023 έφτασαν τις 72.300, όταν κατά την περίοδο 1951–1970 καταγράφονταν πάνω από 140.000 γεννήσεις ετησίως, κατά μέσο όρο.

 

Ο συγχρονικός δείκτης γονιμότητας (TFR) έχει διαμορφωθεί μεταξύ 1,3–1,4 παιδιά ανά γυναίκα, πολύ κάτω από το επίπεδο αναπλήρωσης πληθυσμού (2,07).

 

Για τις γενεές που γεννήθηκαν γύρω από το 1980, το 20% των γυναικών παραμένουν άτεκνες (1 στις 5).

 

Ο πληθυσμός άνω των 65 ετών αντιστοιχεί πλέον στο 23% του συνόλου, ενώ το 2023 οι 65+ ήταν σχεδόν 1 εκατομμύριο περισσότεροι από τον παιδικό πληθυσμό (0–14 ετών).

 

🔹 Μόνιμη Αρνητική Φυσική Κίνηση

 

Από το 2011 έως το 2024, η Ελλάδα καταγράφει μόνιμα αρνητικό φυσικό ισοζύγιο (περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις).

 

Συνολικά, ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά σχεδόν 500.000 άτομα μέσα σε 13 χρόνια.

 

Το ισοζύγιο γεννήσεων–θανάτων αναμένεται να παραμείνει αρνητικό μέχρι τουλάχιστον το 2050, επιτείνοντας τη γήρανση.

 

🔹 Ο Καθοριστικός Ρόλος της Μετανάστευσης

 

1991–2010: θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο +795.000 άτομα, κυρίως νέοι μετανάστες που συνέβαλαν στην αύξηση του πληθυσμού και την ανανέωση της ηλικιακής δομής.

 

2011–2021: αντιστροφή τάσης – η Ελλάδα ξαναμπαίνει σε αρνητική φάση, με φυγή τόσο αλλοδαπών όσο και νέων Ελλήνων 25–45 ετών.

 

Το ποσοστό ενσωμάτωσης μεταναστών στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον δείκτη MIPEX, ανέρχεται μόλις σε 46/100, έναντι 49/100 στην ΕΕ και 56/100 στον ΟΟΣΑ.

 

Παρά τις ροές προσφύγων μετά το 2014, η Ελλάδα δεν κατάφερε να κρατήσει μέρος των νεαρών πληθυσμών που πέρασαν από τα σύνορά της (1,5 εκατ. πρόσφυγες/αιτούντες άσυλο, οι περισσότεροι συνέχισαν).

 

🔹 Brain Drain: Απώλεια Νέων και Πτυχιούχων

 

Έρευνα Λαμπριανίδη & Συκά (2023): η φυγή δεν σχετίζεται μόνο με τις αμοιβές, αλλά με απουσία αξιοκρατίας, ευκαιριών ανέλιξης και ανεκτικής κοινωνίας.

 

35,6% των νέων δηλώνουν ότι η εργασία τους δεν ανταποκρίνεται στις δεξιότητές τους.

 

48,3% των κατόχων μεταπτυχιακού/διδακτορικού εργάζονται σε θέσεις χαμηλότερης εξειδίκευσης.

 

44,4% των νέων 17–24 ετών σκέφτονται να φύγουν στο εξωτερικό.

 

Η Ελλάδα κατέχει την 1η θέση στην ΕΕ-27 σε πλεόνασμα δεξιοτήτων (mismatch) στους 25–34 πτυχιούχους (CEDEFOP, 2023).

 

🔹 Εργασιακή Απορρύθμιση

 

Από το 2012 έως το 2019, ο κατώτατος μισθός μειώθηκε κατά 22%, και θεσμοθετήθηκε υποκατώτατος για νέους (-32%).

 

Η κάλυψη με συλλογική σύμβαση έπεσε από 100% (2012) σε μόλις 30%.

 

Τα εργατικά ατυχήματα αυξήθηκαν κατά 11,7% το 2022 και κατά 12,9% το 2021.

 

Η εργασιακή επισφάλεια είναι συστηματική: ευέλικτες μορφές, χαμηλή προστασία, καθυστερήσεις μισθών.

 

🔹 Στέγαση: Εμπόδιο στην Αυτονομία και τη Γονεϊκότητα

 

Η ιδιοκατοίκηση μειώθηκε από 74% το 2014 σε 69,6% το 2023.

 

Το 28% του πληθυσμού ζει σε υπερπλήρεις κατοικίες, ενώ το ποσοστό αυτό στους νέους 15–29 ετών φτάνει το 46%.

 

Το μέσο όριο ηλικίας αποχώρησης από την πατρική κατοικία στην Ελλάδα είναι 30,6 έτη, έναντι 26,3 ετών στην ΕΕ.

 

39,1% των νέων 18–34 ετών που εργάζονται πλήρως, συνεχίζουν να μένουν με τους γονείς τους.

 

🔹 Κράτος Πρόνοιας: Υστέρηση στην Υποστήριξη της Οικογένειας

 

Οι δαπάνες για οικογενειακές πολιτικές βρίσκονται πολύ κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου, τόσο ως ποσοστό ΑΕΠ όσο και ανά κάτοικο.

 

Η Ελλάδα είναι στην τελευταία θέση του ΟΟΣΑ (μαζί με την Τουρκία) στις δαπάνες για παιδική φροντίδα, μακροχρόνια μέριμνα, πρόληψη και πρωτοβάθμια υγεία (ΟΟΣΑ 2015, CEDEFOP 2023).

 

Οι εφάπαξ ενισχύσεις δεν υποκαθιστούν την ανάγκη για σταθερές και προοδευτικές πολιτικές στήριξης του οικογενειακού προγραμματισμού.

 

🔹 Συμπεράσματα – Πολιτικές Επισημάνσεις

 

Το σημερινό δημογραφικό πρόβλημα δεν είναι ζήτημα «διάθεσης των νέων να κάνουν παιδιά», αλλά ζήτημα κοινωνικού και οικονομικού πλαισίου. Όταν η εργασία είναι κακοπληρωμένη, η στέγη απρόσιτη και οι υπηρεσίες του κράτους ανεπαρκείς, η επιλογή της τεκνοποίησης καθίσταται επισφαλής ή απορρίπτεται.

 

Η λύση δεν μπορεί να έρθει από επικοινωνιακές καμπάνιες ή εφάπαξ επιδόματα. Αντιθέτως, απαιτείται ένα ολοκληρωμένο κοινωνικό συμβόλαιο για τη νέα γενιά, με αιχμές:

 

Σταθερή εργασία, αξιοπρεπείς αμοιβές και επαγγελματική προοπτική

 

Προσιτή και ασφαλής κατοικία

 

Ανάπτυξη κοινωνικών υπηρεσιών και πολιτικών για τη φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων

 

Συντεταγμένη πολιτική ένταξης μεταναστών

 

Στρατηγική επαναπατρισμού νέων και καταρτισμένων Ελλήνων

 

Όπως σημειώνει εύστοχα η συγγραφέας, δεν υπάρχει περίπτωση να πειστούν οι νέοι να κάνουν παιδιά "για το καλό της πατρίδας", όσο δεν εξασφαλίζεται πρώτα ότι η πατρίδα είναι καλός τόπος για να ζεις, να δουλεύεις και να μεγαλώσεις οικογένεια.

 

Η πιο απρόσιτη στεγαστική αγορά στην ιστορία των ΗΠΑ: Πώς η άνοδος των τιμών κατοικιών ξεπέρασε κατά πολύ τους μισθούς

 

Η αμερικανική στεγαστική αγορά βρίσκεται αντιμέτωπη με μία άνευ προηγουμένου κρίση προσιτότητας, καθώς η εκρηκτική άνοδος των τιμών των κατοικιών τα τελευταία δέκα χρόνια έχει υπερκεράσει κατά πολύ την αύξηση των μέσων αποδοχών. Τα διαθέσιμα στοιχεία αποτυπώνουν με απόλυτη σαφήνεια την τάση αυτή, αποκαλύπτοντας τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ κόστους στέγασης και εισοδημάτων.

 

                               

Τουρισμός

 

Πάμε τώρα και σε μερικά τελευταία στοιχεία για τον ελληνικό τουρισμό. Ξεπέρασαν τα 4,1 εκατομμύρια οι τουρίστες που επισκέφθηκαν τη χώρα μας στο τετράμηνο Ιανουαρίου – Απριλίου καταγράφοντας αύξηση κατά 5,8% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024. Αυξημένη κατά περίπου 27% ήταν η τουριστική κίνηση από τις ΗΠΑ.

 

Σύμφωνα με στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, η ταξιδιωτική κίνηση μέσω αεροδρομίων αυξήθηκε κατά 10,8%, ενώ αυτή μέσω οδικών συνοριακών σταθμών μειώθηκε κατά 3,9%. Κατά την επισκοπούμενη περίοδο, η ταξιδιωτική κίνηση από τις χώρες της ΕΕ-27 διαμορφώθηκε σε 2,04 εκατ. ταξιδιώτες, παρουσιάζοντας μείωση κατά 5,4% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024, ενώ η ταξιδιωτική κίνηση από τις λοιπές χώρες αυξήθηκε κατά 19,7% και διαμορφώθηκε σε 2 εκατ. ταξιδιώτες. Η ταξιδιωτική κίνηση από τις χώρες της ζώνης του ευρώ αυξήθηκε κατά 3,2%, ενώ η ταξιδιωτική κίνηση από τις χώρες της ΕΕ-27 εκτός της ζώνης του ευρώ μειώθηκε κατά 27,9%.

 

Ειδικότερα, η ταξιδιωτική κίνηση από τη Γερμανία εμφάνισε άνοδο κατά 3,6% και διαμορφώθηκε σε 475,5 χιλ. ταξιδιώτες, ενώ αυτή από τη Γαλλία μειώθηκε κατά 22,6% και διαμορφώθηκε σε 164,6 χιλ. ταξιδιώτες. Πτώση κατά 11,0% σημείωσε και η ταξιδιωτική κίνηση από την Ιταλία, η οποία διαμορφώθηκε σε 198,3 χιλ. ταξιδιώτες. Αναφορικά με τις χώρες εκτός της ΕΕ 27, η ταξιδιωτική κίνηση από το Ηνωμένο Βασίλειο αυξήθηκε κατά 41,5% και διαμορφώθηκε σε 294,6 χιλ. ταξιδιώτες, ενώ αυτή από τις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 26,9% σε 339,5 χιλ. ταξιδιώτες. Τέλος, η ταξιδιωτική κίνηση από τη Ρωσία αυξήθηκε σε 2,8 χιλ. ταξιδιώτες.

 

Η αυξημένη τουριστική κίνηση είχε ως αποτέλεσμα οι τουριστικές εισπράξεις να εμφανίσουν άνοδο 10,6% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024 αγγίζοντας τα 2,1 δις. ευρώ. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στην αύξηση των εισπράξεων από κατοίκους των λοιπών χωρών κατά 26,0%, οι οποίες διαμορφώθηκαν στα 1 δισ. ευρώ, καθώς οι εισπράξεις από κατοίκους των χωρών της ΕΕ-27 μειώθηκαν κατά 1,8% και διαμορφώθηκαν στα 1,025 δισ.ευρώ. Αναλυτικότερα, οι εισπράξεις από κατοίκους των χωρών της ζώνης του ευρώ διαμορφώθηκαν στα 861,5 εκατ. ευρώ, μειωμένες κατά 5,7%, ενώ οι εισπράξεις από κατοίκους των χωρών της ΕΕ-27 εκτός της ζώνης του ευρώ αυξήθηκαν κατά 25,4% και διαμορφώθηκαν στα 164,1 εκατ. ευρώ.Ειδικότερα, οι εισπράξεις από τη Γερμανία αυξήθηκαν κατά 0,8% και διαμορφώθηκαν στα 297,1 εκατ. ευρώ, ενώ οι εισπράξεις από τη Γαλλία μειώθηκαν κατά 25,0% και διαμορφώθηκαν στα 110,2 εκατ. ευρώ. Μειωμένες κατά 6,6% ήταν και οι εισπράξεις από την Ιταλία, οι οποίες διαμορφώθηκαν στα 110,3 εκατ. ευρώ. Από τις λοιπές χώρες, άνοδο κατά 23,4% παρουσίασαν οι εισπράξεις από το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες διαμορφώθηκαν στα 167,8 εκατ. ευρώ, ενώ και οι εισπράξεις από τις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 36,8% και διαμορφώθηκαν στα 325,5 εκατ. ευρώ. Τέλος, οι εισπράξεις από τη Ρωσία αυξήθηκαν σε 2,5 εκατ. ευρώ.

 

 

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2025 Greek Finance Forum