|
00:01 - 27/02/25
|
|
|
|
|
 |
|
|
|
Ελληνική Οικονομία
Ξεχώρισε από τη
χθεσινή ημέρα η έκθεση της DBRS για την ελληνική οικονομία.
Για όποιον δεν την διάβασε. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια,
παρά τα πολλαπλά σοκ, όπως η πανδημία και η ενεργειακή
κρίση, η ελληνική οικονομία έχει καταφέρει να παραμείνει
ανθεκτική, σύμφωνα με νέα ανάλυση της Morningstar DBRS. Στις
7 Μαρτίου, η εταιρεία θα εγκαινιάσει τον κύκλο αξιολογήσεων
της ελληνικής οικονομίας για το 2025.
Η ανάλυση
επισημαίνει ότι από το 2021, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ
στην Ελλάδα υπερβαίνει ετησίως τον μέσο όρο της ευρωζώνης,
και οι τελευταίες προβλέψεις δείχνουν ότι αυτή η τάση θα
συνεχιστεί. Αυτό οφείλεται τόσο στην ανάκαμψη που ακολούθησε
τη μακρά περίοδο ύφεσης όσο και στις βελτιώσεις στα
θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας, που προέκυψαν μέσα από
οικονομικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις.
Σήμερα, η ελληνική
οικονομία βασίζεται περισσότερο στις εξαγωγές και τις
επενδύσεις και λιγότερο στην κατανάλωση, ενώ εμφανίζει
μειωμένες ανισορροπίες σε σχέση με το παρελθόν.
Διατήρηση της
υπεραπόδοσης
Το 2023, η
οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 2,3% σε
ετήσια βάση, ενώ για το 2024, το πραγματικό ΑΕΠ εκτιμάται
ότι θα αυξηθεί πάνω από 2%. Η ανάπτυξη αυτή θα υποστηριχθεί
από την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση, την άνοδο των εξαγωγών
και την αύξηση των επενδύσεων.
Παρά την
αβεβαιότητα, η ελληνική οικονομία αναμένεται να συνεχίσει να
υπεραποδίδει σε σύγκριση με την ευρωζώνη, καθώς η ανάπτυξη
ενισχύεται από τις ευρωπαϊκές εισροές κεφαλαίων, την έντονη
ιδιωτική κατανάλωση και την ενδυνάμωση του τραπεζικού τομέα,
σημειώνει η Morningstar DBRS.
Ωστόσο, παράγοντες
όπως οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι ενδέχεται να δοκιμάσουν την
ανθεκτικότητα της οικονομίας στο μέλλον. Για να διατηρηθεί η
σταθερότητα, θα χρειαστεί συνεχής εγρήγορση και προώθηση
μεταρρυθμίσεων, με στόχο τη μετάβαση σε ένα πιο
διαφοροποιημένο και βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
 |
|
|
|
Η κρίση και το μη βιώσιμο αναπτυξιακό μοντέλο της
Ελλάδας
Η ελληνική κρίση
ξεκίνησε το 2009 και προκάλεσε μείωση του πραγματικού ΑΕΠ
κατά περίπου 26% έως το 2018. Μετά από μια περίοδο χαμηλής
ανάπτυξης μεταξύ 1980-1995, η είσοδος της Ελλάδας στη ζώνη
του ευρώ συνέβαλε σε μια φάση ταχείας ανάπτυξης, με τον
ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ να αγγίζει το 4% μεταξύ
1996-2007.
Ωστόσο, η ανάπτυξη
αυτή βασίστηκε κυρίως στην πιστωτική επέκταση που προερχόταν
από το εξωτερικό, οδηγώντας σε μη βιώσιμα δημοσιονομικά και
εξωτερικά ελλείμματα. Η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε
σημαντικά, δημιουργώντας υψηλή ζήτηση για στέγαση, λιανικό
εμπόριο και υπηρεσίες, γεγονός που ενίσχυσε τους μη
εμπορεύσιμους τομείς της οικονομίας, όπως τα ακίνητα, οι
κατασκευές, οι τράπεζες και το εμπόριο.
Κατά την περίοδο
1995-2000, η ιδιωτική κατανάλωση αποτελούσε το 68% του ΑΕΠ,
ενώ οι εξαγωγές αντιστοιχούσαν μόλις στο 17%, τη στιγμή που
ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν 55% και 26%, αντίστοιχα. Παρόμοια
τάση συνεχίστηκε και μετά την είσοδο στο ευρώ το 2001. Αν
και η ένταξη στην ευρωζώνη αναμενόταν να προσφέρει
σταθερότητα τιμών, χαμηλότερο κόστος συναλλαγών και
μεγαλύτερη χρηματοοικονομική ενοποίηση, οι ελληνικές
εξαγωγές παρέμειναν χαμηλές. Από το 2001 έως το 2008,
αντιστοιχούσαν μόλις στο 20% του ΑΕΠ, έναντι 32% στην ΕΕ.
Ταυτόχρονα, οι
μισθοί στους μη εμπορεύσιμους τομείς αυξήθηκαν ταχύτατα,
προκαλώντας γενική άνοδο των τιμών και μείωση της διεθνούς
ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας. Μεταξύ 2000 και 2008, το
μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά 32%. Αυτή η
κατάσταση επιδεινώθηκε λόγω διαρθρωτικών αδυναμιών, όπως η
γραφειοκρατία, η άκαμπτη αγορά εργασίας, οι κλειστές αγορές
και το αναποτελεσματικό φορολογικό σύστημα.
Οι επενδύσεις
επίσης αυξήθηκαν σημαντικά, με τον ακαθάριστο σχηματισμό
παγίου κεφαλαίου να φτάνει το 25% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο
μεταξύ 2001-2008 (έναντι 22% στην ΕΕ). Ωστόσο, μεγάλο μέρος
των επενδύσεων κατευθύνθηκε σε μη παραγωγικούς τομείς, όπως
τα ακίνητα, δημιουργώντας φούσκες και μη βιώσιμη πιστωτική
ανάπτυξη.
Η κρίση δημόσιου
χρέους, η πολιτική αστάθεια και η μείωση των δημοσίων
επενδύσεων επέφεραν ραγδαία μείωση των συνολικών επενδύσεων,
οι οποίες έπεσαν στο 11% του ΑΕΠ το 2015.
Έχει γίνει η
ελληνική οικονομία πιο ανθεκτική;
Από το 2010 έως το
2018, η Ελλάδα εφάρμοσε τρία προγράμματα προσαρμογής, τα
οποία οδήγησαν σε εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις στη
δημοσιονομική, οικονομική και τραπεζική πολιτική. Οι
μεταρρυθμίσεις αυτές βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα,
ενίσχυσαν τη δημοσιονομική θέση της χώρας και σταθεροποίησαν
το τραπεζικό σύστημα.
Οι παρεμβάσεις στην
αγορά εργασίας στόχευσαν στη μείωση του κόστους εργασίας και
την ευελιξία της απασχόλησης. Από το 2009 έως το 2018, το
μοναδιαίο κόστος εργασίας μειώθηκε κατά 9%, ενώ η ανεργία
υποχώρησε από 28,1% τον Σεπτέμβριο του 2013 στο 9,4% τον
Δεκέμβριο του 2024.
Παράλληλα, οι
ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν στο 44%
του ΑΕΠ το 2023, από 22% το 2010, πλησιάζοντας τον μέσο όρο
της ΕΕ (52%).
Η επενδυτική
δραστηριότητα, μετά από χρόνια υποχώρησης, άρχισε να
ανακάμπτει το 2020. Ο σχηματισμός ακαθάριστου κεφαλαίου, από
12,3% του ΑΕΠ το 2020, ανήλθε στο 15,2% το 2023 και
αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω, υποστηριζόμενος από τα
ευρωπαϊκά κονδύλια.
Η χρηματοδότηση
μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) θα
συμβάλει στη μείωση του επενδυτικού χάσματος της Ελλάδας
έναντι της ΕΕ. Ωστόσο, η βιώσιμη αύξηση των επενδύσεων θα
εξαρτηθεί από τη δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να
παρέχει ρευστότητα και από την ικανότητα της χώρας να
προσελκύσει ξένες επενδύσεις.
Σε ένα αβέβαιο
περιβάλλον, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση
των επενδύσεων και της παραγωγικότητας είναι κρίσιμη. Αυτό
θα επιτρέψει στην Ελλάδα να διατηρήσει την ανάπτυξη και μετά
το τέλος των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών προγραμμάτων,
καταλήγει η Morningstar DBRS.

|
|
|
|
|
|
|
 |
|
|
|
Χρέος
Κατά 7 τρισ.
δολάρια αυξήθηκε το παγκόσμιο χρέος το 2024, φτάνοντας στα
318 τρισ. δολάρια. Πρόκειται για νέα επίπεδα-ρεκόρ που
καθιστούν πιθανή την επανεμφάνιση των «τιμωρών των
ομολόγων», σύμφωνα με το Institute of International Finance.
Το χρέος αυξήθηκε
και ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ, για πρώτη φορά τα
τελευταία τέσσερα χρόνια, καθώς η οικονομική ανάπτυξη
επιβραδύνθηκε, ανέφερε σε έκθεσή του ο οργανισμός, ο οποίος
εκπροσωπεί τον παγκόσμιο χρηματοοικονομικό κλάδο. Σύμφωνα με
το IIF, ο δανεισμός θα παραμείνει υψηλός φέτος, ειδικά στις
ΗΠΑ, τη Γαλλία, την Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία.
Το IIF
προειδοποίησε ότι εν μέσω των αυξανόμενων χρεών, οι
κυβερνήσεις πρέπει να «προσέχουν τους τιμωρούς των ομολόγων»
(bond vigilantes). Πρόκειται για έναν όρο που
χρησιμοποιείται όταν οι επενδυτές ανεβάζουν τις αποδόσεις
των ομολόγων, σε μια προσπάθεια να αναγκάσουν τους
πολιτικούς να περιορίσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και τα
χρέη.
«Η αυξανόμενη
προσοχή στο δημοσιονομικό ισοζύγιο —ιδιαίτερα σε χώρες με
έντονα πολωμένο πολιτικό τοπίο — ήταν ένα καθοριστικό
χαρακτηριστικό των τελευταίων ετών», ανέφερε το IIF. «Ενώ η
αντίδραση της αγοράς στην αύξηση των επιπέδων του δημόσιου
χρέους στις ΗΠΑ είναι σχετικά περιορισμένη, παρά το γεγονός
ότι το χρέος παραμένει σε ‘μονοπάτι μη σταθεροποίησης’, η
ισχυρή οικονομική δραστηριότητα, η αύξηση της
παραγωγικότητας και το καθεστώς ασφαλούς καταφυγίου των
αμερικανικών ομολόγων συνεχίζουν να συγκαλύπτουν τις
αυξανόμενες αδυναμίες στα δημοσιονομικά ισοζύγια των ΗΠΑ.
Ωστόσο, δεν απολαμβάνουν όλες οι χώρες τέτοια προνόμια».
Πάντως, η αύξηση
του παγκόσμιου χρέους ήταν το 2024 μικρότερη από την αύξηση
κατά 16 τρισ. δολάρια που είχε σημειωθεί το 2023. Επιπλέον,
το IIF προέβλεψε βραδύτερο ρυθμό δανεισμού για φέτος,
δεδομένης των αβέβαιων προοπτικών.
«Κοιτάζοντας το
μέλλον, αναμένουμε περαιτέρω επιβράδυνση της συσσώρευσης
χρέους παγκοσμίως», ανέφερε ο οργανισμός. «Με την
αβεβαιότητα της παγκόσμιας οικονομικής πολιτικής σε επίπεδα
ρεκόρ – που ξεπερνούν τα επίπεδα που παρατηρήθηκαν στην
κορύφωση της πανδημίας – και το κόστος δανεισμού να
εξακολουθεί να είναι αυξημένο, η πιο προσεκτική στάση μεταξύ
των δανειοληπτών είναι πιθανό να εμποδίσει τη ζήτηση
πιστώσεων του ιδιωτικού τομέα».
|
|
|
|
|
|
|
 |
|
|
|
«Το λες και panic attack…»
Όπως τώρα σχολίαζε
ο Βηματοδότης, Μεγάλη ανησυχία, όπως εύκολα φαντάζεται
κανείς, υπάρχει στο Μέγαρο
Μαξίμου ενόψει των συλλαλητηρίων της
Παρασκευής που αναμένεται να ξεπεράσουν τα 300 σε Ελλάδα και
εξωτερικό. Ανησυχία που εντείνεται από το γεγονός πως δεν
λειτούργησε κανένα «σύστημα ανάσχεσης της δυσαρέσκειας» από
αυτά που επιστρατεύτηκαν. Αντιθέτως, τόσο η τηλεοπτική
συνέντευξη του Πρωθυπουργού, όσο και οι
ολομέτωπες επιθέσεις από τους Μάκη Βορίδη και Άδωνι
Γεωργιάδη έκαναν τα πράγματα
χειρότερα. Έτσι, το επικοινωνιακό επιτελείο κατέληξε στη
γραμμή του κατευνασμού, με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να
δηλώνει πως είναι δικαίωμα των πολιτών να εκφράσουν τα δικά
τους αιτήματα και συνθήματα, ενώ ανάλογες ήταν οι
τοποθετήσεις κάποιων κυβερνητικών στελεχών που, κατά το
κοινώς λεγόμενο, «βγήκαν μπροστά».
Μπροστά βγήκε και ο Αντώνης Σαμαράς. Οχι
όμως για να στηρίξει το νέο κυβερνητικό αφήγημα αλλά για να
εξαπολύσει νέα βέλη κατά της κυβέρνησης λέγοντας πως «δεν
νοείται να αντιδικεί με τους συγγενείς των θυμάτων και τους
πολίτες που θέλουν να τους συμπαρασταθούν». Η παρέμβαση του
πρώην πρωθυπουργού προκάλεσε διάφορες αντιδράσεις και
ερωτήματα του τύπου «τι θέλει ο Σαμαράς;», «θα κάνει κίνηση
με βουλευτές της ΝΔ;» και άλλα τέτοια, καθώς εκδηλώθηκε ένα
«τσουνάμι» αναρτήσεων στο διαδίκτυο υπέρ του.
Την ίδια στιγμή
παραιτούνταν ο πρώην βουλευτής Καστοριάς της ΝΔ Ζήσης
Τσηκαλάγιας, ενώ ο άλλοτε γραμματέας Οργανωτικού της ΝΔ
Κώστας Ζωντανός, εκ των βασικών συνεργατών του την περίοδο
της προεδρίας του, έγραψε άρθρο που εξυμνούσε την
διακυβέρνησή του. Παράλληλα, στενός συνεργάτης του Σαμαρά
αρθρογράφησε στο διαδίκτυο και το συμπέρασμα του ήταν ότι
«δικαίως η Κυβέρνηση φοβάται τώρα την Αποσταθεροποίηση. Αν
θέλει να βρει τον «φταίχτη», ας κοιτάξει στον Καθρέφτη…».
Το θέμα δεν είναι
τι λένε οι εκτός του Μεγάρου Μαξίμου αλλά οι εντός. Οι
βουλευτές της ΝΔ παρακολουθούν σχεδόν αποσβολωμένοι την
περιδίνηση, όπως λένε ορισμένοι, του κυβερνητικού
στρατηγείου, η οποία εξελίσσεται με ρυθμούς που
δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν. Πολλοί αναρωτιούνται γιατί
δεν παίρνει πρωτοβουλίες ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, «αφού έχει
όλα τα χαρτιά στα χέρια του». Αν απονομιμοποιηθεί και η χώρα
βαλτώσει μέχρι το 2027, η οικονομία θα πληγεί ανεπανόρθωτα,
προσθέτουν άλλοι. «Δεν είναι καθόλου δύσκολο να επιστρέψει η
χώρα στο 2010- 2011», σχολιάζουν. «Το λες και panic
attack…», σχολίασε πηγή μου που παρακολουθεί τα
τεκταινόμενα. Ο μεγάλος φόβος βέβαια είναι για ενδεχόμενα
εκτεταμένα επεισόδια, αλλά για αυτά όσο και αν προετοιμαστεί
η αστυνομία εγγυήσεις δεν μπορούν να υπάρξουν.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|