| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

"Kουλου-βάχατα"

Σχόλια για τα πάντα ……. Η φράση “Κουλου – βάχατα” προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική «κούλου ουάχαντ» που σημαίνει «όλα μαζί ένα».

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

00:01 - 27/06/25

                                

 

Έμμεση φορολογία

 

Μια από τις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεχίζει να καταλαμβάνει η Ελλάδα όσον αφορά τη βαρύτητα των έμμεσων φόρων στην οικονομία της. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα φορολογικά έσοδα, οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα το 2023 ανήλθαν στο 17,3% του ΑΕΠ, ποσοστό που κατατάσσει τη χώρα στην 4η θέση μεταξύ των 27 κρατών-μελών. Μπροστά μας χώρες όπως η Κροατία και η Ουγγαρία με ποσοστά που φτάνουν στο 17,7% και στο 19,3% αντίστοιχα. Αυτά ως προς την κατάταξη της χώρας. Υπάρχει όμως και η άλλη εικόνα: η αναλογία των έμμεσων φόρων στην Ελλάδα μειώθηκε αισθητά ως ποσοστό του ΑΕΠ. Από το 19,3% η αναλογία υποχώρησε στο 17,3% μέσα σε μόλις έναν χρόνο με αποτέλεσμα να επιστρέψουμε στα προ πληθωριστικής κρίσης επίπεδα. Καθίσταται σαφές από τους αριθμούς ότι η ενεργειακή και στη συνέχεια η πληθωριστική κρίση, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο να «φουσκώσει» ο συγκεκριμένος δείκτης. Από εκεί και πέρα βέβαια, το «δομικό πρόβλημα» παραμένει και έχει να κάνει με την μεγάλη εξάρτηση του ελληνικού φορολογικού συστήματος από τους έμμεσους φόρους.  

 
 

 

                                    

 

Έμμεση φορολογία 2

 

Τα συνολικά έσοδα από έμμεσους φόρους έφτασαν τα 38,9 δισ. ευρώ, με τη συνεισφορά του ΦΠΑ να αντιστοιχεί στο 8,8% του ΑΕΠ και να φέρνει τη χώρα στην 11η θέση στον σχετικό δείκτη. Να σημειωθεί ότι η έκθεση της Κομισιόν στηρίζεται στα στοιχεία του 2023 κάτι που σημαίνει ότι δεν έχουν ενσωματωθεί ακόμη τα εντυπωσιακά αυξημένα έσοδα της έμμεσης φορολογίας και το 2024. Ήδη από το 2023, εντυπωσιακή είναι η επίδοση στους λοιπούς φόρους επί των προϊόντων (πλην ΦΠΑ και δασμών), οι οποίοι διαμορφώθηκαν στο 5,2% του ΑΕΠ, κατατάσσοντας την Ελλάδα στη 2η θέση στην Ε.Ε. Το στοιχείο αυτό αντικατοπτρίζει τη συνεχιζόμενη υψηλή εξάρτηση του ελληνικού φορολογικού συστήματος από φόρους κατανάλωσης και ειδικούς φόρους, όπως αυτοί στα καύσιμα, τον καπνό και τα αλκοολούχα ποτά.

 

Η ανάλυση των στοιχείων αποκαλύπτει την έντονη αναλογία της έμμεσης φορολογίας στο συνολικό φορολογικό μείγμα της χώρας, γεγονός που έχει άμεσες κοινωνικές συνέπειες. Οι έμμεσοι φόροι επιβαρύνουν δυσανάλογα τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, καθώς εφαρμόζονται στην κατανάλωση και όχι στο εισόδημα ή την περιουσία.

 

Η εικόνα της Ελλάδας είναι διαφορετική στον τομέα των άμεσων φόρων. Οι άμεσοι φόροι (φόρος εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων καθώς και λοιποί άμεσοι φόροι) ανήλθαν στο 10,4% του ΑΕΠ, με την Ελλάδα να κατατάσσεται στη 16η θέση μεταξύ των χωρών της Ένωσης. Ιδιαίτερα χαμηλές θέσεις σημειώνονται στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων (5,9% του ΑΕΠ – 18η θέση) και στον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων (2,9% του ΑΕΠ – 17η θέση).

 

Η εξάρτηση από την έμμεση φορολογία δεν είναι κάτι καινούργιο. Ήδη από το 2014 και μετά, η Ελλάδα κινείται σταθερά σε υψηλά επίπεδα έμμεσης φορολογίας, με τα σχετικά μεγέθη να ενισχύονται περαιτέρω κατά τη διάρκεια της δεκαετίας της κρίσης και των μνημονιακών προγραμμάτων. Σημαντικό ρόλο έχουν παίξει και οι προσπάθειες περιορισμού της φοροδιαφυγής τα τελευταία χρόνια με την αύξηση των ηλεκτρονικών πληρωμών η οποία συνεχίζεται από την πανδημία και μετά.

 

Την ίδια ώρα, οι κοινωνικές ασφαλιστικές εισφορές ανήλθαν στο 13,3% του ΑΕΠ, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην 7η θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. Το κόστος εργασίας παραμένει υψηλό παρά τις μειώσεις των συντελεστών υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών. 

 
 

                                     

 

Μισθωτοί και φορολογία

 

Ένας επενδυτής που αγοράζει ακίνητο σε τιμή ευκαιρίας μέσω πλειστηριασμού και το μεταπωλεί μετά από λίγους μήνες με σημαντική υπεραξία – ακόμα και εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ – δεν υποχρεούται να πληρώσει ούτε ένα ευρώ σε φόρους. Αντιθέτως, ένας απλός αποταμιευτής που λαμβάνει 500 ευρώ από τόκους καταθέσεων μέσα σε ένα έτος, θα αποδώσει στο Δημόσιο 75 ευρώ, δηλαδή το 15% του ποσού. Παράλληλα, ένας εργαζόμενος που ανεβαίνει ιεραρχικά και ξεπερνά εισόδημα 40.000 ευρώ ετησίως, βλέπει κάθε μελλοντική αύξηση να επιβαρύνεται με συνολικές κρατήσεις που φτάνουν το 58%, λόγω φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.

 

Ωστόσο, αν ο ίδιος εργαζόμενος συμφωνήσει με τον εργοδότη του να αμείβεται μέσω εταιρείας, ο φορολογικός συντελεστής μπορεί να πέσει αυτόματα στο 22%. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τους ιδιοκτήτες ακινήτων: ενώ η φορολόγηση των ενοικίων με την κλίμακα των φυσικών προσώπων φτάνει έως και 45%, η δημιουργία μιας εταιρείας διαχείρισης ακινήτων και η αξιοποίηση φορολογικών συμβουλών μπορεί να μειώσει αυτόν τον φόρο ακόμα και στο μισό.

 

Αυτές οι πρακτικές – απολύτως νόμιμες – εξηγούν σε σημαντικό βαθμό γιατί στην Ελλάδα παρατηρείται τόσο υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων (καθώς φορολογικά συμφέρει περισσότερο από τη μισθωτή εργασία), γιατί οι στατιστικές δεν αποτυπώνουν υψηλά εισοδήματα από εργασία και γιατί το 90% των ιδιοκτητών ακινήτων δηλώνει εισοδήματα κάτω των 12.000 ευρώ ετησίως.

 

Η συζήτηση για αυτά τα φορολογικά "παράθυρα" επανέρχεται στο προσκήνιο, καθώς ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, έθεσε εκ νέου την ανάγκη για μια συνολική επανεξέταση του φορολογικού συστήματος, ξεκινώντας από μηδενική βάση. Στο τραπέζι βρίσκονται επίσης η κατάργηση ή αναθεώρηση των φοροαπαλλαγών, καθώς και η επανεξέταση της πολιτικής των επιδομάτων – μια συζήτηση που είχε να ανοίξει από τις αρχές του αιώνα.

 

Σήμερα, οι συνθήκες φαίνεται πως ευνοούν μια τέτοια συζήτηση: η ύπαρξη σύγχρονων ψηφιακών εργαλείων που μπορούν να περιορίσουν τη φοροδιαφυγή, το ισχυρό πρωτογενές πλεόνασμα που επιτρέπει πιο φιλόδοξες παρεμβάσεις και η επιτακτική ανάγκη να αρθούν παγιωμένες αδικίες που επιβαρύνουν κυρίως τους μισθωτούς.

 

Η κυβέρνηση έχει προγραμματίσει αλλαγές στη φορολογία των φυσικών προσώπων για το 2026, στοχεύοντας – όπως αναφέρουν αρμόδια στελέχη – στην ενίσχυση της μεσαίας τάξης. Σχεδιάζονται ήπιες παρεμβάσεις στη φορολογική κλίμακα για μισθωτούς, συνταξιούχους και ελεύθερους επαγγελματίες, καθώς και στις επιβαρύνσεις από τα ενοίκια. Όμως, αυτές οι παρεμβάσεις δεν συνιστούν δομική μεταρρύθμιση και τα οικονομικά οφέλη για τους φορολογούμενους θα είναι περιορισμένα – της τάξης λίγων δεκάδων ή εκατοντάδων ευρώ.

 

Ο λόγος είναι ξεκάθαρος: δεν υπάρχει ο απαιτούμενος δημοσιονομικός χώρος για πιο ουσιαστικές μειώσεις φόρων. Ακόμα και αν το Υπουργείο Οικονομικών αξιοποιήσει πλήρως το δημοσιονομικό περιθώριο των περίπου 1,5 δισ. ευρώ, η μέση ελάφρυνση φόρου δεν θα υπερβαίνει το 10%, δεδομένου ότι τα συνολικά έσοδα από τη φορολογία φυσικών προσώπων υπολογίζονται φέτος στα 15 δισ. ευρώ – με ενδείξεις ότι μπορεί να ξεπεραστεί ο στόχος.

 

Συνεπώς, αυτό που θα ανακοινωθεί είναι μια δέσμη στοχευμένων φοροελαφρύνσεων. Αντιθέτως, ο διοικητής της ΤτΕ προτείνει μια ουσιαστική αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, η οποία εκ των πραγμάτων θα περιλαμβάνει και «χαμένους» – όχι μόνο «κερδισμένους».

 
 

                         

Παραοικονομία

 

Το 2025 χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα υψηλή γεωπολιτική και οικονομική αβεβαιότητα. Ήδη έχουν αρχίσει να φαίνονται τα πρώτα σημάδια επιβράδυνσης στις μεγάλες οικονομίες. Παρά το δύσκολο διεθνές σκηνικό, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται. Ωστόσο, ένα από τα πιο επίμονα προβλήματα που παραμένουν είναι η παραοικονομία, η οποία όχι μόνο ενισχύει τις κοινωνικές ανισότητες, αλλά και διαβρώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς.

 

Η παραοικονομία περιορίζει τις δυνατότητες για φορολογικές ελαφρύνσεις

 

Παρότι έχουν ενταθεί οι έλεγχοι και η χρήση υποχρεωτικών ηλεκτρονικών συναλλαγών, η φοροδιαφυγή εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρό ζήτημα. Αυτό στερεί σημαντικά δημόσια έσοδα, περιορίζοντας τον δημοσιονομικό χώρο και καθιστώντας δύσκολη την υλοποίηση φορολογικών ελαφρύνσεων – ειδικά σε μια περίοδο όπου το αυξημένο κόστος ζωής πιέζει τα ελληνικά νοικοκυριά.

 

Το μέγεθος της παραοικονομίας: έως και 18% του ΑΕΠ

 

Ο Ιωάννης Τσουκαλάς, επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, εκτιμά ότι η παραοικονομία στην Ελλάδα φτάνει τα 41 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου το 16% με 18% του ΑΕΠ. Αυτό το ποσό προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ της δηλωμένης ιδιωτικής κατανάλωσης για το 2023 (151 δισ. ευρώ) και του συνολικού ύψους των δηλωθέντων εισοδημάτων (110 δισ. ευρώ).

 

Μάλιστα, σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση του Κέντρου Οικονομικής Πολιτικής Έρευνας (CEPR) από τους οικονομολόγους Francesco Pappadà και Kenneth Rogoff, η Ελλάδα καταγράφει το υψηλότερο επίπεδο παραοικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

Η παραοικονομία τροφοδοτείται από διάφορες μορφές παράνομων ή αδήλωτων δραστηριοτήτων: αδήλωτη εργασία, διακίνηση αγαθών χωρίς παραστατικά, αποφυγή φορολογίας και εισφορών, πληρωμές με μετρητά χωρίς αποδείξεις. Παρά το γεγονός ότι έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια, συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά τη λειτουργία του κράτους και την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής.

 

Προτεινόμενες φορολογικές αλλαγές

 

Με βάση αυτά τα δεδομένα, το Γραφείο Προϋπολογισμού προτείνει αναμόρφωση της φορολογικής κλίμακας με στόχο την ελάφρυνση κυρίως των μισθωτών και της μεσαίας τάξης. Συγκεκριμένα:

 

Προτείνεται η εισαγωγή ενός ενδιάμεσου φορολογικού συντελεστή μεταξύ του 9% (έως 10.000 ευρώ) και του 22% (10.000 20.000 ευρώ), ώστε η φορολογική επιβάρυνση να γίνεται πιο σταδιακά.

 

Εξετάζεται η αύξηση του ορίου εισοδήματος από το οποίο επιβάλλεται ο ανώτατος συντελεστής 44%, που σήμερα εφαρμόζεται από τις 40.000 ευρώ, ή εναλλακτικά η μείωση του ίδιου του συντελεστή.

 

Η χρηματοδότηση των προτεινόμενων μέτρων αναμένεται να προέλθει από το υπερπλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού για το 2025, το οποίο εκτιμάται σε 1,5 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω αυξημένων εσόδων και της μη ένταξης αμυντικών δαπανών στον υπολογισμό.

 

Παράλληλα, το Γραφείο τονίζει ότι η μείωση έμμεσων φόρων όπως ο ΦΠΑ δεν είναι η καταλληλότερη λύση αυτή τη στιγμή, αφού τα οφέλη σπάνια μεταφέρονται στους καταναλωτές και συνήθως απορροφώνται από μεσάζοντες.

 

Προβλέψεις για την ανάπτυξη

 

Λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες συνθήκες, το Γραφείο Προϋπολογισμού αναθεώρησε ελαφρώς προς τα κάτω την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2025, τοποθετώντας τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ στο 2,2%, με εύρος εκτίμησης από 2,1% έως 2,3%.

 

Η μείωση αυτή αποδίδεται κυρίως σε δύο εξωτερικούς παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά την οικονομική εμπιστοσύνη και το επενδυτικό κλίμα: οι συνεχιζόμενες απειλές για νέους δασμούς σε διεθνές επίπεδο και η πρόσφατη αναταραχή στη Μέση Ανατολή.

 

 
 
 

 

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2025 Greek Finance Forum