|
00:01 -
27/11/25 |
|
|
|
|
|

|
|
Δημογραφικό
Οι δημογραφικές
εξελίξεις – από τη γήρανση της Ευρώπης έως την ταχύτατη
αύξηση του πληθυσμού στην Αφρική – επηρεάζουν ριζικά τις
αγορές εργασίας, την κατανομή της ανάπτυξης και τη διανομή
ισχύος στις κοινωνίες. Το Transition Report 2025-26 της EBRD
αναδεικνύει μια μεταμόρφωση χωρίς ιστορικό προηγούμενο.
Η Τράπεζα
προειδοποιεί ότι, χωρίς έγκαιρη υιοθέτηση πολιτικών για τη
μετανάστευση, την τεχνολογία και την αγορά εργασίας, οι
οικονομίες της περιοχής της EBRD κινδυνεύουν με μόνιμη
απώλεια παραγωγικού δυναμικού και ρυθμών ανάπτυξης.
Το δημογραφικό σοκ
που ανατρέπει τις ισορροπίες
Η EBRD ξεκινά την
ανάλυσή της υπογραμμίζοντας ότι η γήρανση και η μείωση του
πληθυσμού δεν συνιστούν πλέον σταδιακή τάση, αλλά
επιταχυνόμενο φαινόμενο που πιέζει τις οικονομίες της
Ευρώπης και των γειτονικών περιοχών. Οι γεννήσεις έχουν
υποχωρήσει δραματικά σχεδόν παντού, ενώ η γονιμότητα σε
πολλές χώρες παραμένει πολύ κάτω από το κρίσιμο όριο των 2,1
παιδιών ανά γυναίκα.
Σε αρκετές χώρες
της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, ο δείκτης γονιμότητας
έχει κατρακυλήσει περίπου στο 1,3, επίπεδο που υπονοεί
μείωση του πληθυσμού κατά σχεδόν 50% μέσα σε δύο γενιές. Η
EBRD επισημαίνει ότι πρόκειται για δομικό φαινόμενο, όχι
συγκυριακό, και δεν αναστρέφεται εύκολα.
Η υπογεννητικότητα
συνοδεύεται από:
μαζική φυγή νέων,
γήρανση του
εργατικού δυναμικού,
αυξημένα ποσοστά
ατεκνίας,
καθυστέρηση στη
δημιουργία οικογένειας, που μειώνει την πιθανότητα δεύτερου
ή τρίτου παιδιού.
Οι προσομοιώσεις
της EBRD δείχνουν ότι όσο καθυστερεί η ηλικία πρώτης γέννας,
τόσο μειώνεται η πιθανότητα επίτευξης του επιθυμητού αριθμού
παιδιών: γυναίκα που ξεκινά οικογένεια στα 24 έχει 99%
πιθανότητα να αποκτήσει δύο παιδιά, ενώ αν αρχίσει στα 32, η
πιθανότητα πέφτει στο 64%.
Η «παγίδα χαμηλής
γονιμότητας» και η αποτυχία των πολιτικών
Παρά τις πολιτικές
ενίσχυσης της γονιμότητας – επιδόματα, φοροαπαλλαγές,
επιδοτούμενη παιδική μέριμνα και εκτεταμένες γονικές άδειες
– τα αποτελέσματα παραμένουν περιορισμένα.
Η EBRD σημειώνει ότι:
Οι μεγάλες παροχές
συχνά προκαλούν μόνο προσωρινή αύξηση γεννήσεων.
Οι δομικοί
παράγοντες (υψηλό κόστος κατοικίας, ασταθής αγορά εργασίας,
υψηλό κόστος εργασίας για μητέρες) παραμένουν σχεδόν
ανέπαφοι.
Η αλλαγή
κοινωνικών προτύπων (γάμοι αργότερα, αστικοποίηση, υψηλό
κόστος ευκαιρίας για μορφωμένα άτομα) περιορίζει τις
γεννήσεις.
Ένα σημαντικό
εύρημα είναι ότι στις ανεπτυγμένες οικονομίες, το χάσμα
μεταξύ επιθυμίας και πραγματικότητας σε γονιμότητα
διευρύνεται: πολλοί δηλώνουν ότι θέλουν πάνω από δύο παιδιά,
αλλά αποκτούν περίπου 1,5.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Αγορές εργασίας σε
μετάβαση
Η δημογραφική
συρρίκνωση συμπίπτει με την επιτάχυνση της τεχνητής
νοημοσύνης, δημιουργώντας διπλή πίεση στις αγορές εργασίας.
Σύμφωνα με την
έκθεση:
Επιχειρήσεις που
υιοθετούν AI βλέπουν αύξηση δεξιοτήτων και προσωπικού –
αντίθετα με τον φόβο «τεχνολογικής ανεργίας».
Περίπου το 30% των
εταιρειών που χρησιμοποιούν AI ανέφεραν αύξηση προσωπικού.
Μεσαίες και
μεγάλες επιχειρήσεις χρησιμοποιούν AI για αυτοματοποίηση και
λήψη αποφάσεων, ενώ οι μικρές περιορίζονται σε βασικές
εφαρμογές και chatbots, κινδυνεύοντας να μείνουν πίσω.
Η EBRD
προειδοποιεί ότι η ψηφιακή ανισότητα μεταξύ επιχειρήσεων
μπορεί να διευρύνει το χάσμα παραγωγικότητας και να
καθορίσει την επιβίωση στην αγορά. Παράλληλα, η γήρανση
οδηγεί σε ανάγκη για «age-friendly» επαγγέλματα με λιγότερη
φυσική καταπόνηση και ευελιξία.
Μετανάστευση:
πολιτική πρόκληση
Η Τράπεζα τονίζει
ότι χωρίς ελεγχόμενη μετανάστευση οι οικονομίες που χάνουν
εργατικό δυναμικό θα αντιμετωπίσουν σοβαρή συρρίκνωση.
Ωστόσο:
Οι γηράσκουσες
κοινωνίες γίνονται πιο συντηρητικές.
Οι ηλικιωμένοι, με
αυξημένη πολιτική επιρροή, αντιτίθενται σε μεταρρυθμίσεις
συντάξεων, αύξηση ορίου συνταξιοδότησης και εισροή ξένων
εργαζομένων.
Η EBRD επισημαίνει
ότι η αντίσταση θα ενταθεί με τη γήρανση, συνεπώς
απαιτούνται έγκαιρες και καλά επικοινωνημένες μεταρρυθμίσεις
πριν προκύψουν πιέσεις στα συστήματα υγείας και πρόνοιας.
Ασύμμετρες
δημογραφικές πραγματικότητες
Η περιοχή
παρουσιάζει διαφορετικούς δημογραφικούς ρυθμούς:
Ανατολική Ευρώπη
και Βαλκάνια: υπογεννητικότητα, γήρανση, φυγή νέων.
Κεντρική Ασία και
SEMED: νεανικοί πληθυσμοί, με αναπτυξιακό πλεονέκτημα εφόσον
δημιουργηθούν ποιοτικές θέσεις εργασίας.
Τουρκία και Βόρεια
Αφρική: παρά τις υψηλές γεννήσεις, η γονιμότητα μειώνεται
γρήγορα.
Υποσαχάρια Αφρική:
δημογραφική έκρηξη, με δυνατότητα «δημογραφικού μερίσματος»
εφόσον η οικονομία απορροφήσει το νέο εργατικό δυναμικό.
Στρατηγικές για
τις κυβερνήσεις
Η EBRD προτείνει
νέο οικονομικό μοντέλο με βασικούς άξονες:
Παράταση
εργασιακού βίου για μεγαλύτερη παραγωγικότητα.
Ενίσχυση
συμμετοχής γυναικών με ασφαλή παιδική μέριμνα, ευέλικτα
ωράρια και μείωση «ποινών μητρότητας».
Στοχευμένη
υιοθέτηση AI, ιδίως σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ελεγχόμενη,
ουσιαστική μετανάστευση για διατήρηση του εργατικού
δυναμικού.
Μεταρρυθμίσεις σε
συντάξεις και υγειονομικά συστήματα για βιωσιμότητα σε
γηράσκουσες κοινωνίες.
Προειδοποίηση: ο
χρόνος τελειώνει
Το Transition
Report 2025-26 καταλήγει ότι οι κοινωνίες εξελίσσονται
ταχύτερα από τις πολιτικές. Η γήρανση, η πτώση γεννήσεων και
η τεχνολογική μετάβαση συνιστούν συνδυασμό προκλήσεων που
δεν επιλύονται με μεμονωμένα μέτρα.
Χωρίς έγκαιρη δράση, οι οικονομίες της περιοχής θα
αντιμετωπίσουν μακρά περίοδο χαμηλής ανάπτυξης, έλλειψης
εργατικού δυναμικού και κοινωνικών εντάσεων. Αντίθετα, οι
χώρες που κινηθούν γρήγορα, επενδύσουν στην τεχνολογία και
εφαρμόσουν πραγματικά συμπεριληπτικές πολιτικές εργασίας και
μετανάστευσης, μπορούν να μετατρέψουν τις δημογραφικές
προκλήσεις σε στρατηγικό πλεονέκτημα.
|
|
|
|
|
|

|
|
Επενδύσεις
Ο ρυθμός ανόδου
των επενδύσεων όχι μόνο βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από τις
εκτιμήσεις που είχαν ενσωματωθεί στους κρατικούς
προϋπολογισμούς, αλλά βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον
κλάδο των κατασκευών, διαιωνίζοντας το περιορισμένο και
παραδοσιακό παραγωγικό πρότυπο της ελληνικής οικονομίας.
Παρά το γεγονός
ότι οι επενδύσεις αποτελούν κεντρικό στοιχείο της
κυβερνητικής αφήγησης για την οικονομία, η Ελλάδα
εξακολουθεί να εμφανίζει από τα χαμηλότερα ποσοστά
επενδύσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση – μόλις 16% του ΑΕΠ, έναντι
μέσου όρου 21,2% στην Ε.Ε.
Με ποσοστό
επενδύσεων ίσο με 16% του ΑΕΠ, η χώρα κατατάσσεται
προτελευταία ανάμεσα στα κράτη-μέλη, σύμφωνα με τη
Eurostat.
Ο Οικονομικός
Ταχυδρόμος παρουσιάζει προκαταβολικά τα ευρήματα της νέας
μελέτης του Ινστιτούτου ΕΝΑ, τα οποία δείχνουν ότι η
πραγματική πορεία των επενδύσεων δεν επιβεβαιώνει τους
κυβερνητικούς ισχυρισμούς περί βελτίωσης του επενδυτικού
περιβάλλοντος ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων.
Η έρευνα
καταγράφει ότι, πρώτον, η αύξηση των επενδύσεων είναι πολύ
χαμηλότερη από τις προβλέψεις της κυβέρνησης και, δεύτερον,
προέρχεται σχεδόν εξολοκλήρου από τις κατασκευές,
διατηρώντας το γνώριμο οικονομικό μοντέλο της χώρας.
Προϋπολογισμός: Η
πρόβλεψη για άνοδο 15,5% το 2023 κατέληξε σε πραγματική
αύξηση 6,6%
Όπως προκύπτει από
τα στοιχεία του ΕΝΑ, συγκρίνοντας τις προβλέψεις με τα
πραγματικά δεδομένα μετά την πανδημία, για το 2023 είχε
προβλεφθεί αύξηση 15,5%, αλλά τελικά καταγράφηκε άνοδος
μόλις 6,6%. Παρά ταύτα, ο επόμενος προϋπολογισμός προέβλεπε
νέα μεγάλη αύξηση 15,1% για το 2024, όμως η τελική επίδοση
ήταν μόνο 4,5%.
Οι εκτιμήσεις των
κρατικών προϋπολογισμών για την επενδυτική άνοδο εμφανίζουν
σταθερή απόκλιση από την πραγματικότητα.
Για το 2025, η
πρόβλεψη του περσινού προϋπολογισμού ήταν πιο συγκρατημένη –
8,4%. Ωστόσο, οι νέες αναθεωρήσεις τη ρίχνουν στο 5,7%,
υποδηλώνοντας ότι ούτε αυτοί οι στόχοι θα επιτευχθούν. Παρ’
όλα αυτά, ο προϋπολογισμός του 2026 επανέρχεται σε υψηλές
προσδοκίες, προβλέποντας αύξηση των επενδύσεων κατά 10,2%.
Η επενδυτική
αύξηση των προηγούμενων δύο ετών προήλθε σχεδόν αποκλειστικά
από τις κατασκευές, με περιορισμένη συμβολή από επενδύσεις
σε παραγωγικούς τομείς, όπως ο επιχειρηματικός εξοπλισμός.
Οι επενδύσεις
προέρχονται από ακίνητα και κατασκευές
Οι συντάκτες της
μελέτης υπογραμμίζουν ότι το πρόβλημα των επενδύσεων δεν
είναι μόνο ποσοτικό αλλά και ποιοτικό. Από τα περίπου 3,5
δισ. ευρώ πραγματικής αύξησης των επενδύσεων την περίοδο
2023–2024, περίπου 3 δισ. ευρώ (87%) σχετίζονται με τις
κατασκευές (με μικρές αποκλίσεις λόγω διαφορετικών
αποπληθωριστών τιμών).
Πιο συγκεκριμένα,
οι επενδύσεις σε κατοικίες αυξήθηκαν κατά 1,4 δισ. ευρώ,
συμβάλλοντας κατά 42% στην άνοδο, ενώ οι λοιπές κατασκευές
ενισχύθηκαν κατά 1,5 δισ. ευρώ, καλύπτοντας το 45%.
Αντίθετα, οι υπόλοιπες επενδύσεις – σε μηχανολογικό
εξοπλισμό και άυλα περιουσιακά στοιχεία – πρόσθεσαν λιγότερα
από 500 εκατ. ευρώ, δηλαδή μόλις το 13%. Ο εξοπλισμός
πληροφορικής μάλιστα εμφάνισε μείωση 228 εκατ. ευρώ.
Η ανάλυση δείχνει
ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να παρουσιάζει μονοδιάστατη
επενδυτική δυναμική και υστερεί σε τομείς που θα μπορούσαν
να ενισχύσουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα.
Τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι ο στόχος του ουσιαστικού
παραγωγικού μετασχηματισμού και της ενίσχυσης των επενδύσεων
δεν έχει ακόμη επιτευχθεί.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Η Νορβηγία στο μικροσκόπιο: τι αποκαλύπτει η φυγή
των πλουσίων για τον φόρο μεγάλης περιουσίας
Σε ένα διαφορετικό
άρθρο τώρα. Ο Μπόρκερ Μπόργκενχαουγκ, που σήμερα απολαμβάνει
τη ζωή σε πολυτελή κατοικία δίπλα στη λίμνη της Λουκέρνης,
παραδέχεται ότι νοσταλγεί τόσο την οικογένειά του όσο και τη
θαλάσσια αύρα του Βορρά. Η μετακόμισή του στην Ελβετία ήταν
το τίμημα για να αποφύγει τον αυστηρό φόρο περιουσίας που
επιβάλλει η Νορβηγία και ο οποίος έχει ωθήσει εκατοντάδες
εύπορους πολίτες να εγκαταλείψουν τη χώρα. Όπως λέει στο
Reuters, το πολιτικό περιβάλλον στην πατρίδα του έχει γίνει
«εχθρικό προς τους επιχειρηματίες», παρότι ο ίδιος ξεκίνησε
ως ξυλουργός και εξελίχθηκε σε μεγάλο παράγοντα της αγοράς
ακινήτων πριν αποχωρήσει το 2022.
Η Νορβηγία
εφαρμόζει φόρο μεγάλης περιουσίας από το 1892 και, σε
συνδυασμό με μια κουλτούρα διαφάνειας που επιτρέπει στους
πολίτες να βλέπουν τις φορολογικές δηλώσεις των άλλων, έχει
μακρά εμπειρία στην πίεση των πολύ εύπορων. Το παράδειγμά
της αποτελεί σημείο αναφοράς για χώρες όπως η Γαλλία, η
Βρετανία, η Ιταλία ακόμη και η Νέα Υόρκη, που εξετάζουν
ανάλογες πολιτικές. Το βασικό μάθημα: μια τέτοια φορολόγηση
ωθεί μερίδα εκατομμυριούχων να μεταναστεύσουν, αλλά όταν
εφαρμόζεται σε μεγάλη κλίμακα, μπορεί να αποφέρει υψηλά
δημόσια έσοδα.
Ο φόρος αποτέλεσε
κεντρικό θέμα στις πρόσφατες εκλογές, στις οποίες το
Εργατικό Κόμμα εξασφάλισε δεύτερη θητεία, έχοντας ήδη
αυξήσει τους συντελεστές και σκληρύνει τους κανόνες
αποχώρησης. Ο συντελεστής ορίστηκε στο 1% για περιουσίες από
1,76 έως 20,7 εκατομμύρια κορώνες και στο 1,1% για
υψηλότερες περιουσίες, με σχετικές εκπτώσεις για κατοικίες,
μετοχές και εμπορικά ακίνητα. Το 2023, περίπου 672.000
φορολογούμενοι κατέβαλαν τον φόρο.
Η έξοδος, ωστόσο,
ήταν αισθητή: σύμφωνα με στοιχεία της δεξαμενής σκέψης
Civita, 261 εκατομμυριούχοι εγκατέλειψαν τη χώρα το 2022 και
άλλοι 254 το 2023, υπερδιπλάσιοι από τον μέσο όρο
προηγούμενων ετών. Από τους 400 πλουσιότερους Νορβηγούς,
πάνω από 100 ζουν πλέον στο εξωτερικό ή έχουν μεταβιβάσει
περιουσία σε συγγενείς εκτός χώρας.
Υποστηρικτές του
μέτρου επισημαίνουν ότι η Νορβηγία, μια από τις πλουσιότερες
χώρες παγκοσμίως λόγω πετρελαίου, ναυτιλίας και αλιείας,
χρειάζεται μηχανισμούς αναδιανομής πλούτου, ειδικά από τότε
που καταργήθηκε ο φόρος κληρονομιάς το 2014. Με δεδομένο ότι
όλα τα έσοδα από υδρογονάνθρακες συγκεντρώνονται στο κρατικό
επενδυτικό ταμείο και οι αναλήψεις περιορίζονται στο 3%
ετησίως, η χώρα χρειάζεται πρόσθετη δημοσιονομική βάση.
Έτσι, τα έσοδα του φόρου μεγάλης περιουσίας έχουν φθάσει το
0,6% του ΑΕΠ — ποσό συγκρίσιμο με προγραμματισμένες
περικοπές στη Βρετανία.
Έρευνες της
στατιστικής υπηρεσίας δείχνουν ότι οι επιχειρηματίες έχουν
επαρκή ρευστότητα για να καλύπτουν τον φόρο και ότι το βάρος
επιβαρύνει κυρίως τους πολύ εύπορους. Παράλληλα, η Νορβηγία
συνεχίζει να βρίσκεται στις κορυφαίες θέσεις διεθνώς σε
χαμηλές ανισότητες και φιλικότητα προς το επιχειρείν, ενώ οι
μελέτες υποδεικνύουν ότι ο φόρος δεν πλήττει άμεσα
επενδύσεις και απασχόληση.
Ωστόσο, οι
αντίπαλοι προειδοποιούν ότι ο φόρος αποθαρρύνει την
επιχειρηματικότητα και μειώνει το διαθέσιμο κεφάλαιο, ειδικά
για ιδρυτές νεοφυών επιχειρήσεων που φορολογούνται προτού
αποκομίσουν πραγματικά έσοδα. Υπολογίζεται ότι περίπου 40%
όσων έφυγαν είναι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων, ενώ ορισμένες
μελέτες προβλέπουν μείωση της παραγωγής έως 1,3%
μακροπρόθεσμα. Η Νορβηγία βρίσκεται ήδη χαμηλά στη
χρηματοδότηση επιχειρηματικών κεφαλαίων σε σχέση με Σουηδία
και ΗΠΑ.
Παρά αυτά, καμία
μεγάλη χώρα δεν έχει υιοθετήσει πλήρως το νορβηγικό μοντέλο.
Η Γαλλία εγκατέλειψε την πρόταση για φόρο 2% σε περιουσίες
άνω των 100 εκατ. ευρώ, η Βρετανία απορρίπτει νέο φόρο αλλά
στηρίζεται στους «ισχυρότερους φορολογούμενους», ενώ η
Ιταλία αυξάνει τη φορολόγηση των πλούσιων ξένων χωρίς
επίσημες δηλώσεις. Η φυγή συνεχίζεται και η Νορβηγία
αναμένεται να χάσει περίπου 150 πολύ εύπορους το 2025 —
σημαντικός αριθμός για πληθυσμό 5,6 εκατομμυρίων.
Όπως συνοψίζει ο
καθηγητής Ρομπέρτο Ιακόνο: η απουσία φόρου ενισχύει τις
ανισότητες, η ύπαρξή του περιορίζει το διαθέσιμο κεφάλαιο
των επιχειρήσεων — και η πολιτική πρέπει να βρει μια λεπτή
ισορροπία.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|