|
00:01 - 28/04/25
|
|
|
|
|
|

|
|
Ελληνική Οικονομία
Ξεκινάμε την
ελληνική οικονομία και τα τελευταία νέα. Σε φάση ενεργητικής
διαχείρισης του δημόσιου χρέους βρίσκεται η Ελλάδα,
δρομολογώντας νέα πρόωρη αποπληρωμή δανειακών υποχρεώσεων
από την περίοδο των μνημονίων. Εκτός από την επιταχυνόμενη
εξόφληση του διμερούς δανείου της πρώτης δανειακής σύμβασης,
το οικονομικό επιτελείο προχωρά και στην εξάλειψη δυνητικών
μελλοντικών υποχρεώσεων, όπως τα λεγόμενα warrants
με ρήτρα ΑΕΠ, τα οποία είχαν εκδοθεί το 2012 στο
πλαίσιο του PSI ως κίνητρο για τους ομολογιούχους που
συμμετείχαν στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Τα συγκεκριμένα
χρηματοοικονομικά εργαλεία, τα οποία έδιναν τη δυνατότητα
στους κατόχους να εισπράξουν επιπλέον απόδοση εφόσον
επιτυγχάνονταν συγκεκριμένοι στόχοι στο ΑΕΠ, κινδυνεύουν να
ενεργοποιηθούν εντός της επόμενης διετίας. Η ενεργοποίησή
τους θα σήμαινε επιπρόσθετο δημοσιονομικό βάρος, εκτιμώμενο
σε έως 500 εκατ. ευρώ ετησίως έως και το 2042.
Ο μηχανισμός των
warrants
Τα warrants αυτά
παρέχουν στους κατόχους το δικαίωμα ετήσιας απόδοσης 1%
επιπλέον επί των ομολόγων του PSI, συνολικής ονομαστικής
αξίας περίπου 60 δισ. ευρώ, υπό δύο προϋποθέσεις:
Ο ρυθμός μεγέθυνσης
του ΑΕΠ να υπερβαίνει το 2%.
Το ονομαστικό ΑΕΠ της
χώρας να υπερβεί τα 266 δισ. ευρώ.
Από το 2021 έως το
2024 η πρώτη προϋπόθεση ικανοποιείται συνεχώς, ενώ η δεύτερη
βρίσκεται πολύ κοντά στην επίτευξή της, καθώς το ΑΕΠ το 2024
διαμορφώθηκε στα 237 δισ. ευρώ και εκτιμάται ότι θα
ξεπεράσει το απαιτούμενο όριο εντός της επόμενης διετίας.
Εξαγορά με στόχο την
απενεργοποίηση
Για την αποφυγή του
ενεργοποιούμενου κόστους, ο ΟΔΔΗΧ έχει ήδη ανακοινώσει την
πρόθεσή του να εξαγοράσει τα εν λόγω warrants τον Μάιο
έναντι συνολικού ποσού περίπου 160 εκατ. ευρώ. Η τιμή
εξαγοράς βασίζεται στον μέσο όρο χρηματιστηριακής αξίας των
warrants κατά τις τελευταίες 30 ημέρες.
Η πρόταση εξαγοράς
είναι δεσμευτική για τους κατόχους, οι οποίοι θα
αποζημιωθούν με το καθορισμένο ποσό και δεν θα διατηρήσουν
πλέον δικαιώματα επί μελλοντικών αποδόσεων από την πορεία
του ΑΕΠ. Έτσι, περιορίζεται σημαντικά ένας εν δυνάμει
μακροχρόνιος δημοσιονομικός κίνδυνος.
Συνεχιζόμενη απομείωση
του παλαιού χρέους
Παράλληλα,
συνεχίζεται με σταθερό ρυθμό η σταδιακή εξόφληση των
υπολοίπων του Greek Loan Facility (GLF) –
του δανείου της πρώτης μνημονιακής συμφωνίας που
παραχωρήθηκε από τις χώρες της Ευρωζώνης. Ήδη από το 2022
έως το 2024, η Ελλάδα έχει αποπληρώσει πρόωρα δόσεις
συνολικού ύψους 18,55 δισ. ευρώ, μεταξύ των οποίων δύο
διπλές πληρωμές των 5,3 δισ. ευρώ και μία τριπλή πληρωμή
ύψους 7,93 δισ. ευρώ στο τέλος του 2024.
Ο στόχος πλέον είναι η
πλήρης εξόφληση των υπολοίπων 34,55 δισ. ευρώ του δανείου
μέχρι το 2031. Το 2025 αναμένεται να καταβληθεί ακόμη μία
πρόωρη δόση ύψους 5,3 δισ. ευρώ, συνεχίζοντας την πορεία
δημοσιονομικής εξυγίανσης και ενίσχυσης της επενδυτικής
αξιοπιστίας της χώρας.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Αγορά εργασίας
-
Δημογραφικό
Προβληματισμό για
το μέλλον της ελληνικής οικονομίας εγείρει το δημογραφικό
ζήτημα, το οποίο συνιστά την κυριότερη απειλή για την αγορά
εργασίας, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΚΕΠΕ, Παναγιώτη
Λιαργκόβα, ο οποίος μιλώντας στο ΕΡΤΝews για τα ευρήματα
πρόσφατης έρευνας δήλωσε ότι «για να έχει μια χώρα ισχυρούς
ρυθμούς ανάπτυξης, χρειάζεται εργασία και κεφάλαιο. Αν
μειώνεται το εργατικό δυναμικό, τότε υποχωρεί και η
ανάπτυξη. Είναι ένα φαινόμενο που δεν αναστρέφεται από τη
μια μέρα στην άλλη. Χρειάζονται άμεσα μέτρα».
Ο ίδιος πρόσθεσε,
σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Το μεγαλύτερο πρόβλημα που
αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική αγορά εργασίας -και συνολικά
η χώρα- είναι το δημογραφικό. Αυτό έχει δύο διαστάσεις: τη
μείωση του πληθυσμού και τη γήρανσή του. Είναι ένας
εκρηκτικός συνδυασμός για τη μελλοντική ανάπτυξη».
Αναλύοντας τα
ευρήματα μελέτης του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών
Ερευνών για την αγορά εργασίας, ο πρόεδρος ανέφερε ότι
διαφαίνεται μείωση στην απασχόληση της ηλικιακής ομάδας
30-40 ετών και συγκεκριμένα σημείωσε: «βλέπουμε ότι στην
ομάδα 30-40 ετών οι θέσεις εργασίας μειώνονται, ενώ σε άλλες
ηλικίες αυξάνονται».
Σύμφωνα με τον κ.
Λιαργκόβα, αυτό το φαινόμενο οφείλεται σε δύο λόγους:
«Αφενός μεγαλώνει ο μέσος όρος ηλικίας των εργαζομένων,
αφετέρου πρόκειται για την ηλικιακή ομάδα που βίωσε την
οικονομική κρίση στην εφηβεία της. Πολλοί επέλεξαν να φύγουν
στο εξωτερικό – το γνωστό brain drain. Παρά την επιστροφή
αρκετών, ο αρχικός αριθμός όσων μετανάστευσαν ήταν πολύ
μεγάλος, και αυτό αποτυπώνεται τώρα στην αγορά εργασίας».
Επιπλέον, η μελέτη
του ΚΕΠΕ αναδεικνύει και την αυξανόμενη παρουσία αλλοδαπών
εργαζομένων, κυρίως σε αγροτικές εποχιακές εργασίες. «Η
αύξηση των αλλοδαπών εργαζομένων μπορεί να αποτελέσει μια
λύση στο πρόβλημα, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για
νομιμοποιημένη εργασία με καταβολή εισφορών», υπογράμμισε.
Παράλληλα, ο κ.
Λιαργκόβας έθεσε και ένα κρίσιμο θέμα φορολογικών και
ασφαλιστικών επιβαρύνσεων. Όπως είπε: «Πολλοί εργαζόμενοι
αποφεύγουν τις νόμιμες θέσεις εργασίας, επειδή θεωρούν ότι
οι κρατήσεις είναι υπερβολικά υψηλές. Αν συνδυάσουν αδήλωτη
εργασία με κάποιο επίδομα, μπορεί να τους συμφέρει
περισσότερο. Αυτό βλάπτει το κράτος και όσους φορολογούνται
κανονικά».
Τέλος, τόνισε «αυτό
που απομένει στην τσέπη του εργαζόμενου πρέπει να είναι
μεγαλύτερο. Μόνο έτσι θα υπάρξει ουσιαστικό κίνητρο για να
συμμετέχουν περισσότεροι στην αγορά εργασίας».
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Αγορά
Εργασίας
Είχαμε και την
προηγούμενη εβδομάδα μια σχετική έρευνα για την αγορά
εργασίας. Ενδιαφέρουσα μια ακόμη έρευνα που δημοσιεύτηκε στα
τέλη της προηγούμενης.
Έτοιμοι να αλλάξουν
δουλειά δηλώνουν τέσσερις στους 10 Ελληνες, καθώς πάνω από
τους μισούς εργαζομένους στη χώρα θεωρούν ότι είναι πια μια
καλή περίοδος να βρουν δουλειά, ενώ η πλειονότητα αυτών
βιώνει έντονο στρες στο επαγγελματικό τους περιβάλλον. Αυτό
προκύπτει από την παγκόσμια δημοσκόπηση της εταιρείας
αναλύσεων Gallup, η οποία αποτυπώνει σημαντική επιδείνωση
στην ικανοποίηση των Ελλήνων εργαζομένων από τη ζωή τους και
από τις επαγγελματικές προοπτικές τους.
Συγκεκριμένα, το
39% των εργαζομένων, με μικρή αύξηση από πέρυσι, δήλωσε ότι
είτε ψάχνει ενεργά νέα θέση είτε παρακολουθεί χαλαρά τις
ευκαιρίες που έχει να προσφέρει η ελληνική αγορά εργασίας.
Ετσι, η Ελλάδα είναι η δεύτερη χώρα μετά τη Φινλανδία
ανάμεσα σε 38 ευρωπαϊκές σε ό,τι αφορά την πρόθεση των
εργαζομένων να φύγουν από την τρέχουσα δουλειά τους.
Εξάλλου, το επίπεδο
του στρες στους Ελληνες εργαζόμενους έχει εκτοξευθεί. Η
έρευνα της Gallup δείχνει ότι το 59% των εργαζομένων βιώνει
πολύ έντονο άγχος στην καθημερινότητά του, εμφανίζοντας
αύξηση 3 ποσοστιαίων μονάδων τον τελευταίο χρόνο και
ξεπερνώντας σημαντικά τον μέσο όρο του 38% που καταγράφεται
σε ολόκληρη την ήπειρο. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα βρίσκεται
επίσης στη δεύτερη θέση της Ευρώπης σε ό,τι αφορά το στρες.
Επίσης, οι Ελληνες
δηλώνουν απογοητευμένοι από την επαγγελματική τους ζωή και
τις προοπτικές τους. Μόλις το 34% αξιολογεί θετικά την
τρέχουσα κατάστασή του έναντι 39% πέρυσι, το οποίο θα
μπορούσε να αποδοθεί στους μισθούς. Αξιοσημείωτο είναι ότι
οι Φιλανδοί, οι οποίοι δηλώνουν πιο πρόθυμοι και από τους
Ελληνες να αλλάξουν δουλειά, είναι πρώτοι πανευρωπαϊκά σε
ό,τι αφορά την ικανοποίηση από την επαγγελματική τους ζωή.
Στο μεταξύ, η
διέξοδος προς άλλες επαγγελματικές ευκαιρίες στην Ελλάδα
φαίνεται πως είναι πλέον ευκολότερη: ένα 54% των Ελλήνων
θεωρεί πως είναι καλή περίοδος για να βρει νέα θέση.
Πρόκειται για αξιοσημείωτη βελτίωση, της τάξης του 5% από
πέρυσι, που αντανακλά πάντως μία τάση βελτίωσης σε ολόκληρη
την Ευρώπη.
Πάντως, ελαφρώς
πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο βρίσκονται οι Ελληνες στον
θυμό που αισθάνονται καθημερινά (16%), τη θλίψη (18%) και τη
μοναξιά (19% με βάση τα τελευταία στοιχεία).
Παγκόσμιο φαινόμενο
η χαμηλή αφοσίωση
Τα παραπάνω
στοιχεία ίσως δικαιολογούν το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο
αφοσίωσης των Ελλήνων εργαζομένων, μόλις στο 13%, που φέρνει
τη χώρα στην 26η θέση ανάμεσα στις 38 ευρωπαϊκές.
Βέβαια, ένα από τα
στοιχεία που θίγει η έκθεση της Gallup είναι η «επιδημία»
της χαμηλής αφοσίωσης, η οποία ως παγκόσμιο φαινόμενο
υπολογίζεται ότι το 2024 κόστισε στη διεθνή οικονομία 438
δισ. δολάρια λόγω απωλειών στην παραγωγικότητα. Καταλύτης
ήταν η μείωση της αφοσίωσης των managers και δη των γυναικών
σε διοικητικές θέσεις, η οποία πυροδοτήθηκε μετά τις
αναταράξεις της πανδημίας, όπως οι αλλαγές στις προσλήψεις,
η συρρίκνωση των προϋπολογισμών, οι νέες προσδοκίες των
πελατών, οι ανάγκες τηλεργασίας και τα νέα τεχνολογικά
εργαλεία.
|
|
|
|
|
|
|
 |
Πολύ σοβαρό
Πάμε τώρα ίσως σε μια από τις πιο σοβαρές
προειδοποιήσεις των τελευταίων μηνών, όσο και αν γενικά δεν
ασχολούμαστε, με ελάχιστους να καταλαβαίνουνε πως αυτή η
κατάσταση δε μπορεί να συνεχίζεται, χωρίς να μην οδηγήσει
κάποια στιγμή σε μια μεγάλη – διεθνή - οικονομική κρίση.
Το Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο λοιπόν προειδοποίησε ότι το παγκόσμιο
δημόσιο χρέος αναμένεται να προσεγγίσει το 100% του
παγκόσμιου ΑΕΠ μέχρι το 2030, ξεπερνώντας ακόμη και το
ιστορικό υψηλό της περιόδου της πανδημίας. Η εξέλιξη αυτή
αποδίδεται στις επιβραδυνόμενες αναπτυξιακές επιδόσεις,
στους περιορισμένους δημοσιονομικούς πόρους των κρατών και
στις εντεινόμενες γεωοικονομικές πιέσεις, ιδιαίτερα λόγω των
αμερικανικών δασμών.
Σύμφωνα με την
αναθεωρημένη έκδοση του
Fiscal
Monitor του ΔΝΤ, το παγκόσμιο χρέος προβλέπεται να
αυξηθεί κατά 2,8% και να ανέλθει στο 95,1% του ΑΕΠ το 2025,
με την ανοδική τάση να συνεχίζεται έως και το 2030,
φθάνοντας στο 99,6%. Υπενθυμίζεται ότι κατά τη διάρκεια της
πανδημίας, το χρέος είχε φτάσει στο 98,9% του ΑΕΠ, καθώς οι
κυβερνήσεις κατέφυγαν σε εκτεταμένο δανεισμό για τη στήριξη
οικονομιών και πολιτών. Παρά τη μείωση κατά 10 ποσοστιαίες
μονάδες που καταγράφηκε εντός δύο ετών, η ανοδική πορεία
επανήλθε με επιταχυνόμενο ρυθμό.
Το Ταμείο
υπογραμμίζει ότι οι πρόσφατες ανακοινώσεις περί αύξησης
δασμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και τα πιθανά
αντίμετρα άλλων χωρών, εντείνουν την αβεβαιότητα και
επιβαρύνουν περαιτέρω τις οικονομικές προοπτικές. Η αύξηση
των αμυντικών δαπανών, η ανάγκη για ενισχυμένα κοινωνικά
δίχτυα ασφαλείας και το υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης του
χρέους δυσχεραίνουν τη λήψη δημοσιονομικών αποφάσεων.
Οι ετήσιες
δημοσιονομικές ανισορροπίες αναμένεται να κινηθούν κατά μέσο
όρο στο 5,1% του ΑΕΠ για το 2025, έναντι 5% το 2024, 3,7% το
2022 και 9,5% το 2020.
Η Ελλάδα μεταξύ των
χωρών με τη μεγαλύτερη αποκλιμάκωση χρέους
Η Ελλάδα
κατατάσσεται στις λίγες χώρες παγκοσμίως – μαζί με την Κύπρο
και την Πορτογαλία – που εκτιμάται ότι θα πετύχουν μείωση
του χρέους τους άνω του 15% έως το 2030. Αντίθετα, αύξηση
του χρέους κατά πάνω από 10% προβλέπεται για τη Γαλλία, το
Βέλγιο και τη Σλοβακία.
Σενάρια υψηλού
κινδύνου και επιπτώσεις
Σε περίπτωση που οι
προστατευτικές εμπορικές πολιτικές κλιμακωθούν περαιτέρω,
και η παγκόσμια ζήτηση επιβραδυνθεί περισσότερο από τις
υφιστάμενες εκτιμήσεις, το παγκόσμιο χρέος θα μπορούσε να
υπερβεί το 117% του ΑΕΠ έως το 2027 – επίπεδο αντίστοιχο με
εκείνο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό θα προκαλούσε
αυξημένες ανάγκες για κοινωνική στήριξη, κυρίως στις πιο
ευάλωτες εμπορικά οικονομίες.
Ειδικές αναφορές
για ΗΠΑ και Κίνα
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, το ΔΝΤ εκτιμά
βελτίωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 6,5% του ΑΕΠ το
2025 και στο 5,5% το 2026 από 7,3% το 2024, λόγω της
διατήρησης της οικονομικής ανάπτυξης και των αυξημένων
εσόδων από δασμούς. Ωστόσο, προειδοποιεί ότι ενδεχόμενη
παράταση των φορολογικών ελαφρύνσεων του 2017 – όπως
προτείνει η κυβέρνηση Τραμπ – θα μπορούσε να επιβαρύνει το
χρέος των ΗΠΑ κατά 4 τρισ. δολάρια την επόμενη δεκαετία.
Στην Κίνα,
προβλέπεται σημαντική επιδείνωση του δημοσιονομικού
ελλείμματος, στο 8,6% του ΑΕΠ το 2025 και 8,5% το 2026,
έναντι 7,3% το 2024. Τα μέτρα στήριξης της οικονομίας ωστόσο
συνέβαλαν στη διατήρηση της προβλεπόμενης ανάπτυξης στο 4%.
Παρά την αυξητική πορεία του
παγκόσμιου χρέους, το ΔΝΤ επαναλαμβάνει τη σύστασή του προς
τις κυβερνήσεις να δώσουν προτεραιότητα στη δημοσιονομική
εξυγίανση, προκειμένου να δημιουργηθούν επαρκή περιθώρια
αντίδρασης έναντι μελλοντικών κρίσεων.
|
|
|
|
|
|
|
|

Αμερικανική Οικονομία
Στην αμερικανική
οικονομία και τα προβλήματα της. Αρκετά ενδιαφέρον ένα άρθρο
που είχαμε διαβάσει στην Καθημερινή πριν από περίπου μια
εβδομάδα.
Με αποκορύφωμα τον
μαθηματικό τύπο που επέλεξε για τον υπολογισμό των δασμών, η
κυβέρνηση Τραμπ έχει κάνει σαφή την πρόθεση να μειώσει τα
ελλείμματα των ΗΠΑ στις σχέσεις με τους εμπορικούς εταίρους
της. Είναι όμως πρόβλημα το εμπορικό έλλειμμα για την
αμερικανική οικονομία; Και αν είναι, θα το μειώσουν οι φόροι
στις εισαγωγές;
«Τα εμπορικά
ελλείμματα από μόνα τους δεν είναι απαραίτητα κάτι αρνητικό,
εάν για παράδειγμα αντικατοπτρίζουν υψηλές παραγωγικές
επενδύσεις. Το πρόβλημα των ΗΠΑ είναι στην πραγματικότητα το
έλλειμμα του προϋπολογισμού της κυβέρνησης, το οποίο και
συμβάλλει με τη σειρά του στην αύξηση του εμπορικού
ελλείμματος. Η Ελλάδα γνωρίζει πολύ καλά πώς καταλήγουν τα
πράγματα όταν αντικατοπτρίζουν έναν εκτός ελέγχου δημόσιο
προϋπολογισμό. Επομένως, μια πιο λογική προσέγγιση θα ήταν ο
περιορισμός του δημοσιονομικού ελλείμματος του δημόσιου
τομέα των ΗΠΑ», τονίζει στην Καθημερινή ο Μορίς Ομπστφελντ,
καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της
Καλιφόρνιας, ανώτερος συνεργάτης στο Peterson Institute for
International Economics και πρώην Chief Economist στο
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Θεωρεί μάλιστα ότι οι
δασμοί Τραμπ ούτως ή άλλως δεν θα μειώσουν απαραίτητα το
εμπορικό έλλειμμα στο οποίο στοχεύουν. Το σκεπτικό του έχει
ως εξής: Το συνολικό εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ σε αγαθά, το
οποίο ήταν 4,2% του ΑΕΠ το 2024, αντανακλά το ότι οι
Αμερικανοί ξοδεύουν περισσότερα απ’ όσο παράγουν, γεγονός
που τους υποχρεώνει να εισάγουν τη διαφορά από το εξωτερικό.
Αν οι ΗΠΑ δεν μειώσουν συγκεκριμένα τις δαπάνες τους σε
σχέση με το εισόδημά τους, τότε το εμπορικό έλλειμμα απλά θα
παραμείνει. Και δεδομένου ότι το συνολικό εμπορικό έλλειμμα
είναι το άθροισμα των πλεονασμάτων και των ελλειμμάτων με
όλους τους εμπορικούς εταίρους, η προσπάθεια της κυβέρνησης
Τραμπ να εξαλείψει σε διμερές επίπεδο τα ελλείμματα είναι
καταδικασμένη σε αποτυχία, όσο οι Αμερικανοί θα καταναλώνουν
περισσότερο απ’ όσο παράγουν.
Οικονομολόγοι όπως ο
Ομπστφελντ επισημαίνουν ότι στην πράξη οι αγοραστές στις ΗΠΑ
θα μετατοπίσουν τις εισαγωγές τους από χώρες με υψηλούς
δασμούς σε χώρες με χαμηλούς δασμούς, αφού προηγουμένως θα
έχουν επιβαρυνθεί με υψηλότερα κόστη μεταφοράς. Θα
αποφασίσει τότε η αμερικανική κυβέρνηση να αυξήσει τους
δασμούς και στην Ακτή Ελεφαντοστού ή στη Λιβερία όπου θα
στραφούν οι Αμερικανοί για φτηνότερες αγορές καουτσούκ; Στο
μεταξύ, θα έχουν παραμείνει οι δυσθεώρητοι δασμοί για τις
εισαγωγές από την Ταϊλάνδη και την Ινδονησία; Εχει
υπολογιστεί το κόστος της αβεβαιότητας που θα συνεχίσει να
κυριαρχεί στην αγορά των ΗΠΑ; Είναι μόνο κάποια από τα
ερωτήματα που προκύπτουν από την αμφιλεγόμενη συνταγή
πολιτικής που προκρίνει το οικονομικό επιτελείο Τραμπ.
Βέβαια, εάν η
αμερικανική οικονομία γυρίσει σε ύφεση λόγω του εμπορικού
πολέμου, το συνολικό εμπορικό της ισοζύγιο μπορεί να
βελτιωθεί σε έναν βαθμό, με όχημα τη μείωση της κατανάλωσης
και των επενδύσεων. Οι ξένες οικονομίες, οι οποίες θα έχουν
απαντήσει με δασμούς – αντίποινα, θα έχουν πληγεί επίσης.
Στο τέλος της ημέρας, από την οπτική του εμπορικού
ελλείμματος, ο ανταγωνισμός θα ήταν για την υψηλότερη ύφεση
μεταξύ των εμπορικών εταίρων… σε μια παγκόσμια πορεία προς
τον πάτο.
Σύμφωνα με το Peterson
Institute for International Economics, το εμπορικό πλεόνασμα
της Κίνας δεν είναι το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, καθώς
αντιστοιχεί μόλις στο 34%. Το συμπέρασμα έχει αξία σε σχέση
με το επιχείρημα ότι το εμπορικό έλλειμμα της Αμερικής
προκύπτει από τη χαμηλή αποταμίευση, υπό την έννοια ότι οι
εμπορικοί εταίροι της εξάγουν στις ΗΠΑ και τελικά
αποταμιεύουν εις βάρος της αμερικανικής οικονομίας. Ωστόσο η
χαμηλή αποταμίευση στις ΗΠΑ αποδίδεται στο έλλειμμα του
προϋπολογισμού, το οποίο διαμορφώθηκε στο 6,4% του ΑΕΠ το
2024. Κι αυτό λόγω της υψηλής κατανάλωσης και των υψηλών
επενδύσεων, δηλαδή τα στοιχεία στα οποία οφείλονται άλλωστε
οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης στις ΗΠΑ σε σχέση –για
παράδειγμα– με την Ευρώπη.
Συμπέρασμα:
Τουλάχιστον για οικονομολόγους της σχολής Ομπστφελντ, σε μια
υποτίμηση του δολαρίου και σε ένα μικρότερο εμπορικό
έλλειμμα θα έπρεπε ιδανικά να οδηγήσει μια δημοσιονομική
διόρθωση της αμερικανικής κυβέρνησης. Στο σενάριο αυτό, η
όποια αρνητική επίδραση στην απασχόληση θα μπορούσε να
αντισταθμιστεί από μια μείωση των επιτοκίων την οποία θα
αποφάσιζε η Fed. Μια ύφεση θα μπορούσε τελικά να αυξήσει την
αποταμίευση μέσω της συμπίεσης της κατανάλωσης και της
μείωσης των επενδύσεων. Ομως ακόμη και αν ένα χαμηλότερο
εμπορικό ισοζύγιο άξιζε τον κόπο συγκεκριμένα για τις ΗΠΑ,
αυτή μάλλον δεν θα ήταν μια ορθόδοξη μέθοδος για να το
πετύχεις.
|
|
|
|
|
|