|
00:01 - 28/05/25
|
|
|
|
|
|

|
|
«Φορολογικές Δηλώσεις και Οικογένεια: Η Ελλάδα
του ενός παιδιού»
Καθώς συνεχίζεται η
διαδικασία υποβολής των φετινών φορολογικών δηλώσεων, τα
συγκεντρωτικά στοιχεία για το 2024 αποκαλύπτουν μια ξεκάθαρη
εικόνα της σημερινής ελληνικής οικογένειας. Το 80,9% των
δηλώσεων δεν περιλαμβάνει ανήλικα εξαρτώμενα τέκνα, κάτι που
δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρόκειται για άτεκνους, αλλά ότι
δεν έχουν παιδιά κάτω των 18 ετών που να θεωρούνται
προστατευόμενα.
Από τις συνολικά
6.720.037 δηλώσεις που κατατέθηκαν φέτος, μόνο 1.283.233
αφορούν νοικοκυριά με παιδιά. Και όσοι αποκτούν παιδιά,
συνήθως περιορίζονται σε ένα ή το πολύ δύο.
Η νέα
πραγματικότητα: τα μοναχοπαίδια κυριαρχούν
Οι οικογένειες με
ένα παιδί ξεπερνούν αριθμητικά εκείνες με δύο παιδιά κατά
περίπου 80.000, γεγονός που αναδεικνύει μια σημαντική αλλαγή
σε σχέση με το παρελθόν, όπου τα μοναχοπαίδια αποτελούσαν
την εξαίρεση. Οι τρίτεκνες οικογένειες αντιστοιχούν μόλις
στο 8,4% του συνόλου, ενώ οι πολύτεκνες (με τέσσερα ή
περισσότερα παιδιά) αριθμούν μόλις 22.542 σε ολόκληρη τη
χώρα.
Οικονομία και
γεννήσεις: ένας δεσμός με βάθος
Τα φορολογικά
στοιχεία προσφέρουν ενδείξεις για το πώς το δημογραφικό
πρόβλημα της χώρας σχετίζεται άμεσα με τις οικονομικές
δυνατότητες των νοικοκυριών. Ειδικά για τις οικογένειες με
χαμηλά εισοδήματα, η απόκτηση παιδιών αποτελεί μια δαπανηρή
επιλογή. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι
οικογένειες με παιδιά στην Ελλάδα επιβαρύνονται φορολογικά
περισσότερο από πολλές άλλες χώρες.
Ο μύθος της
ευημερίας και η υπογεννητικότητα
Ο υπουργός
Επικρατείας Άκης Σκέρτσος, σε δημόσια τοποθέτησή του στο
συνέδριο «Ελλάδα 2025-2023», αναφέρθηκε στο φαινόμενο που
αποκαλείται «δημογραφικό παράδοξο της ευημερίας»,
υποστηρίζοντας πως η αύξηση του εισοδήματος και της
οικονομικής σταθερότητας οδηγεί σε μείωση της διάθεσης ή της
δυνατότητας των ανθρώπων να αποκτήσουν παιδιά.
Ο ίδιος φέρνει ως
παράδειγμα πέντε από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου –
Λουξεμβούργο, Ελβετία, Ιρλανδία, Νορβηγία και Σιγκαπούρη –
οι οποίες καταγράφουν σταθερή πτώση στις γεννήσεις. Υπονοεί
έτσι ότι και στην Ελλάδα, η υποχώρηση των γεννήσεων μπορεί
να συνδέεται με την οικονομική πρόοδο.
Ωστόσο, αυτό το
επιχείρημα είναι αμφιλεγόμενο. Αν και σε πιο ανεπτυγμένες
κοινωνίες αλλάζουν τα πρότυπα οικογένειας και τεκνοποίησης,
στην Ελλάδα η μείωση των γεννήσεων έχει επηρεαστεί σημαντικά
από την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας και τη
φυγή νέων στο εξωτερικό.
Σε μια χώρα με πολύ
χαμηλούς πραγματικούς μισθούς και υπερβολικό κόστος στέγασης
σε σχέση με τα εισοδήματα, πολλοί νέοι δυσκολεύονται να δουν
τη δημιουργία οικογένειας ως ρεαλιστική επιλογή.
Τι αποκαλύπτουν οι
φετινές δηλώσεις
Σύμφωνα με τα
φετινά στοιχεία, 719.155 δηλώσεις αφορούν μισθωτούς με
παιδιά και 306.978 δηλώσεις ελεύθερων επαγγελματιών επίσης
περιλαμβάνουν εξαρτώμενα τέκνα. Παράλληλα, 4.112.472
φορολογούμενοι (άγαμοι, χήροι, συνταξιούχοι) δεν δήλωσαν
παιδιά.
Αξιοσημείωτο είναι
πως από τα 1.324.342 παντρεμένα ζευγάρια χωρίς παιδιά,
λιγότεροι από τους μισούς (660.324) είναι συνταξιούχοι, και
από αυτούς οι 110.125 έχουν υπό την προστασία τους άλλα
μέλη, πιθανώς ενήλικα παιδιά που δεν εργάζονται. Αυτό
σημαίνει ότι περίπου 664.000 παντρεμένα ζευγάρια ενδέχεται
να αναβάλλουν τη δημιουργία οικογένειας ή να έχουν
εγκαταλείψει εντελώς αυτή την προοπτική.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Ανά
κατηγορία
…..
Οι άγαμοι, συνολικά
4.112.472 άτομα, δηλώνουν εισοδήματα ύψους 40 δισ. ευρώ,
πληρώνουν φόρους 4,07 δισ. ευρώ – δηλαδή περίπου 990 ευρώ
κατά μέσο όρο ανά φορολογούμενο.
Τα 1.324.342
παντρεμένα ζευγάρια χωρίς παιδιά εμφανίζουν συνολικό
εισόδημα 31,5 δισ. ευρώ, μέσο εισόδημα 23.805 ευρώ και μέση
φορολογία 2.700 ευρώ.
Οι 616.119
οικογένειες με ένα παιδί έχουν μέσο εισόδημα 24.553 ευρώ και
πληρώνουν φόρο 3.257 ευρώ.
Η «ποινή» των δύο
παιδιών
Οι 536.495
οικογένειες με δύο παιδιά έχουν το υψηλότερο μέσο εισόδημα
(29.514 ευρώ) και καταβάλλουν τον υψηλότερο μέσο φόρο (4.071
ευρώ). Αυτή η ομάδα αποτελεί τον βασικό οικονομικό στυλοβάτη
των δημοσίων εσόδων από πλευράς οικογενειών.
Η φορολογική
επιβάρυνση δείχνει ότι η απόκτηση δεύτερου παιδιού απαιτεί
υψηλότερο εισόδημα από τον μέσο όρο, κάτι πο εξηγεί γιατί
πολλές οικογένειες σταματούν στο ένα παιδί – είτε από
επιλογή είτε από ανάγκη.
Όσο αυξάνεται ο
αριθμός των παιδιών, τόσο χαμηλότερο είναι, κατά μέσο όρο,
το εισόδημα αυτών των οικογενειών. Αυτό μπορεί να συνδέεται
με τον τόπο κατοικίας (π.χ. αγροτικές περιοχές), την
κοινωνική τάξη και τις πολιτισμικές αξίες.
Χαρακτηριστικά, οι
3.190 οικογένειες με πέντε παιδιά δηλώνουν μέσο εισόδημα
17.783 ευρώ, χαμηλότερο ακόμη και από τους άγαμους, και
πληρώνουν μόλις 1.688 ευρώ φόρο. Συχνά πρόκειται για
οικογένειες όπου η μητέρα δεν εργάζεται, και τα πολλά παιδιά
θεωρούνται ως στήριγμα για το μέλλον – ιδιαίτερα σε
κοινότητες όπως οι Ρομά.
Η μικρή ελληνική
οικογένεια γίνεται ο κανόνας
Τα στατιστικά των
φετινών δηλώσεων επιβεβαιώνουν την αλλαγή στην ελληνική
οικογενειακή δομή. Το γεγονός ότι μόλις το 19,1% των
νοικοκυριών δηλώνει παιδιά αντανακλά μια συνεχιζόμενη τάση:
η πολυμελής οικογένεια υποχωρεί, και ακόμα και η παραδοσιακή
πυρηνική οικογένεια περιορίζεται.
Οι οικογένειες με
ένα παιδί είναι πλέον περισσότερες από εκείνες με δύο,
γεγονός που συνδέεται με τη μείωση του δείκτη γονιμότητας
και την άνοδο της ηλικίας τεκνοποίησης. Αυτές οι εξελίξεις
δεν εξηγούνται μόνο με όρους «ευημερίας», αλλά και ως
συνέπειες των δυσκολιών που βιώνουν οι νέοι γονείς στην
Ελλάδα του σήμερα.
|
|
|
|
|
|
|
 |
|
|
|
Παραγωγικότητα
Τις εξελίξεις στην
παραγωγικότητα της εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την
τελευταία πενταετία αναλύει νέα μελέτη του Ευρωπαϊκού
Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), προειδοποιώντας για τις
επιπτώσεις σε ολόκληρη την Ένωση – από τις ισχυρές
οικονομίες του ευρωπαϊκού πυρήνα, όπως η Γερμανία και η
Γαλλία, έως τις χώρες της περιφέρειας, όπως η Ελλάδα, η
Κύπρος, η Ισπανία, η Ιταλία, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η υποτονική παραγωγικότητα
αποτελεί συχνό θέμα προβληματισμού – σύμφωνα με οργανισμούς
όπως ο ΣΕΒ και η ΕΑΣΕ – καθώς θεωρείται βασικό εμπόδιο στη
διατήρηση ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης.
Η έκθεση του ESM
υπογραμμίζει ότι η χαμηλή παραγωγικότητα αποτελεί κοινό
πρόβλημα για όλα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης. Όπως
αναφέρεται χαρακτηριστικά, η πτώση στην αποδοτικότητα της
εργασίας είναι συνεχής, με την τάση αυτή να εντείνεται την
τελευταία δεκαετία. Αυτό σημαίνει πως η όποια αύξηση στην
παραγωγική δραστηριότητα δεν προέρχεται από ενίσχυση της
παραγωγικότητας, αλλά από την άνοδο της απασχόλησης. Από το
2015 και μετά, ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας έχει
περιοριστεί κοντά στο 0,1%, από 0,5% που ήταν στο παρελθόν,
κάτι που αποτυπώνει φθίνουσα απόδοση.
Καθοριστικό ρόλο σε
αυτήν την επιβράδυνση διαδραματίζει η μεταποίηση. Κατά τη
δεκαετία του 2000, ο βιομηχανικός τομέας λειτουργούσε ως
βασικός μοχλός για την ενίσχυση της παραγωγικότητας,
συμβάλλοντας περίπου κατά 0,6% ετησίως. Σήμερα, η απασχόληση
στη βιομηχανία έχει παραμείνει σταθερή, όμως η άνοδος της
παραγωγικότητας σε αυτόν τον κλάδο έχει εξασθενήσει
σημαντικά και σε κάποιες περιπτώσεις έχει σχεδόν
εκμηδενιστεί. Αντίθετα, σε άλλους τομείς της οικονομίας, η
βελτίωση της παραγωγικότητας παραμένει σε σχετικά σταθερά,
αλλά χαμηλά επίπεδα.
Επιπλέον, περίπου
το 66% της αύξησης της απασχόλησης από το 2015 έχει
καταγραφεί σε κλάδους με περιορισμένη παραγωγικότητα, όπως η
δημόσια διοίκηση, καθώς και σε τομείς που παρουσιάζουν
έντονη κυκλικότητα, όπως οι κατασκευές, η εστίαση, το
λιανικό εμπόριο και ο τουρισμός. Η έκθεση σημειώνει πως,
παρά τις δυνατότητες που προσφέρει η τεχνητή νοημοσύνη για
ενίσχυση της παραγωγικότητας σε ορισμένους τομείς, η
συνολική άνοδος της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας
οφείλεται κυρίως στην αύξηση του αριθμού των εργαζομένων και
όχι σε ουσιώδεις βελτιώσεις στην αποδοτικότητα.
|
|
|
|
|
|
|
 |
|
|
|
Δημογραφικές προκλήσεις και κίνδυνοι για την ανάπτυξη
Η μελέτη επισημαίνει και σε αυτό μένουμε
πάρα πολύ. Ότι η πρόσφατη οικονομική πρόοδος σε χώρες της
περιφέρειας, όπως η Ελλάδα, στηρίζεται κυρίως στις υπηρεσίες
– γεγονός που ενδέχεται να μην έχει μακροχρόνια βιωσιμότητα.
Σε γενικές γραμμές, η αύξηση της απασχόλησης εξακολουθεί,
προς το παρόν, να υπερκαλύπτει τις απώλειες από τη χαμηλή
παραγωγικότητα, διατηρώντας τον μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης
του ΑΕΠ της Ευρωζώνης στο 1,3% κατά την τελευταία πενταετία.
Ωστόσο, ο
ESM
προειδοποιεί ότι αυτή η πορεία δεν μπορεί να συνεχιστεί για
πολύ. Το δημογραφικό πρόβλημα, με τη σταδιακή μείωση του
ενεργού πληθυσμού, θα περιορίσει τις δυνατότητες περαιτέρω
αύξησης της απασχόλησης. Συνεπώς, η μελλοντική οικονομική
μεγέθυνση στην Ευρωζώνη θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το
κατά πόσο θα καταστεί εφικτή η αναζωογόνηση της
παραγωγικότητας της εργασίας.
|
|
|
|
|
|

Η σύγκρουση με το βαθύ
Κράτος και ο Κ. Χατζηδάκης
Όπως τουλάχιστον
τώρα σχολίαζε ο Βηματοδότης. «Ή θα συγκρουστούμε με το βαθύ
κράτος και τη γραφειοκρατία, ή εμείς οι ίδιοι θα πέσουμε
θύματα». H φράση αυτή του Κωστή Χατζηδάκη νομίζω ότι
αποτυπώνει κάποια από πολύ οδυνηρά μαθήματα που έχει πάρει η
κυβέρνηση από τις αστοχίες του κυβερνητικού μηχανισμού. Ο
κατάλογος είναι τεράστιος και βέβαια στην κορυφή βρίσκεται ο
ΟΣΕ και οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι…
Ένας από τους
στόχους που έχει θέσει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης είναι η
σύγκρουση με το βαθύ κράτος σε τομείς αιχμής. Έτσι κάθε
εβδομάδα, η κυβέρνηση ανοίγει θέματα και υπόσχεται
μεταρρυθμίσεις: για τον ΟΣΕ, την αξιολόγηση, τα πειθαρχικά
του δημοσίου, τη βία στα πανεπιστήμια, τον ΟΠΕΚΕΠΕ κοκ.
Αντιλαμβάνομαι ότι έτσι θα πάμε από εδώ και πέρα μέχρι τις
εκλογές. Η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να ξανασυνδεθεί με τα
«θέλω» της κοινωνίας λαμβάνοντας συνεχώς πρωτοβουλίες που
στόχο θα έχουν την βελτίωση της λειτουργίας του δημόσιου
τομέα και τη σύγκρουση με τις παθογένειες του «βαθέως»
κράτους. Απομένει να δούμε αν θα το πετύχει…
|
|
|
|
|
|