|
00:01 -
29/10/25 |
|
|
|
|
 |
|
Εισοδήματα
Ανάμικτη εικόνα
παρουσιάζουν οι εξελίξεις στους μισθούς και τα εισοδήματα,
σύμφωνα με τη νέα ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος
για την ελληνική οικονομία. Παρότι οι ονομαστικοί μισθοί
κατέγραψαν άνοδο, σε πραγματικούς όρους σημειώθηκε μείωση,
εξαιτίας της επίμονης ανόδου του πληθωρισμού.
Η ΤτΕ επισημαίνει
ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το
β’ τρίμηνο του 2025, αν και επιβραδύνθηκε,
παραμένει υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης
(1,7% έναντι 1,5% σε ετήσια βάση). Ωστόσο, ο πληθωρισμός
συνέχισε να κινείται σε υψηλότερα επίπεδα από τον ευρωπαϊκό
μέσο όρο, φθάνοντας το 3% μεταξύ Ιανουαρίου και
Σεπτεμβρίου 2025, έναντι 2,2% στην Ευρωζώνη,
γεγονός που συρρικνώνει την αγοραστική δύναμη των
νοικοκυριών.
Αγορά εργασίας:
θετική εικόνα με σημάδια κόπωσης
Η Τράπεζα της
Ελλάδος διαπιστώνει ότι οι συνθήκες στην αγορά εργασίας
παραμένουν σε γενικές γραμμές θετικές, παρά
τις προκλήσεις που δημιουργεί η στενότητα προσφοράς
εργατικού δυναμικού. Η συνολική απασχόληση αυξήθηκε
το δεύτερο τρίμηνο του 2025, κυρίως στους τομείς
κατασκευών, μεταποίησης και επαγγελματικών υπηρεσιών,
ενώ τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι η ανοδική τάση
συνεχίστηκε και τον Αύγουστο.
Μείωση ανεργίας –
άνοδος των μακροχρόνια ανέργων
Το ποσοστό ανεργίας
υποχώρησε το β’ τρίμηνο του 2025 κατά 1,8
ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με ένα χρόνο πριν.
Ωστόσο, το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων αυξήθηκε
κατά 3,8 μονάδες, ενώ τον Αύγουστο, αν και η
ανεργία μειώθηκε περαιτέρω, το ισοζύγιο απασχόλησης
παρέμεινε αρνητικό.
Οι καθαρές ροές
εξαρτημένης απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα ήταν
θετικές στο σύνολο του 2025, υψηλότερες από το
2024, αλλά αρνητικές τον Αύγουστο, κυρίως
λόγω απολύσεων σε τουρισμό και εστίαση.
Παράλληλα, τα στοιχεία της ΔΥΠΑ δείχνουν
μείωση των εγγεγραμμένων ανέργων τον Σεπτέμβριο, αλλά αύξηση
των δικαιούχων επιδόματος ανεργίας.
Ο δείκτης
προσδοκιών για την απασχόληση (Ευρωπαϊκή Επιτροπή)
υποχώρησε τον Σεπτέμβριο, αντικατοπτρίζοντας την επιδείνωση
των προοπτικών απασχόλησης κυρίως στον τομέα των
υπηρεσιών.
Χαλάρωση στη
στενότητα της αγοράς εργασίας
Η Τράπεζα της
Ελλάδος παρατηρεί ότι, αν και η στενότητα
στην αγορά εργασίας είχε ενταθεί το 2024, τα
τελευταία δύο τρίμηνα του 2024 και τα πρώτα του 2025
δείχνουν τάσεις χαλάρωσης.
Το ποσοστό
κενών θέσεων εργασίας μειώθηκε στο 1,6% το
β’ τρίμηνο του 2025 από 2,5% ένα χρόνο πριν. Τα
υψηλότερα ποσοστά κενών θέσεων εντοπίζονται στους τομείς
κατασκευών, επιστημονικών και τεχνικών
δραστηριοτήτων, εμπορίου, διαμονής και εστίασης.
Αυξήσεις στο
ονομαστικό κόστος εργασίας – μείωση στις πραγματικές
αποδοχές
Η
ονομαστική αμοιβή ανά εργαζόμενο αυξήθηκε κατά
3,2% σε ετήσια βάση το 2025, αποτέλεσμα της
συνολικής αύξησης των αποδοχών κατά 6,2%
και της ανόδου της απασχόλησης κατά 2,9%.
Ωστόσο, σε πραγματικούς όρους, η αμοιβή ανά εργαζόμενο
μειώθηκε κατά 1,1%, καθώς ο
αποπληθωριστής ιδιωτικής κατανάλωσης αυξήθηκε
περισσότερο (4,3%) από την ονομαστική
μισθολογική δαπάνη (3,3%).
Ο αποπληθωριστής
αυτός μετρά τη μεταβολή των τιμών των αγαθών και υπηρεσιών
που καταναλώνουν τα νοικοκυριά και αποτελεί βασικό
δείκτη του πληθωρισμού, επηρεάζοντας άμεσα την
πραγματική αγοραστική δύναμη.
Η Τράπεζα της
Ελλάδος καταλήγει ότι, παρά τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη και τη
μείωση της ανεργίας, η πραγματική βελτίωση των
εισοδημάτων παραμένει εύθραυστη, καθώς ο
πληθωρισμός εξακολουθεί να διαβρώνει την αγοραστική δύναμη
των εργαζομένων.
|
|
|
|
|
|
|
|

Αρνητική αποταμίευση και αίσθημα φτώχειας: Η Ελλάδα
«πρωταθλήτρια» Ευρώπης για το 2024
Τα ελληνικά
νοικοκυριά ξόδεψαν και το 2024 περισσότερα από όσα κέρδισαν,
καταγράφοντας για τρίτη συνεχόμενη χρονιά αρνητική
αποταμίευση. Παρά την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά
4,5% –από 151,7 δισ. ευρώ σε 158,6 δισ. ευρώ–, η τελική
καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε με ελαφρώς ταχύτερο ρυθμό, κατά
4,6%, φτάνοντας τα 162,6 δισ. ευρώ. Το αποτέλεσμα ήταν το
ποσοστό αποταμίευσης να διαμορφωθεί στο -2,5%, έναντι -2,4%
το 2023 και -5% το 2022.
Η Ελλάδα συνεχίζει
έτσι μια δεκαετή παράδοση αρνητικών ποσοστών αποταμίευσης, η
οποία διακόπηκε μόνο το 2020 και το 2021, όταν –λόγω των
περιοριστικών μέτρων της πανδημίας– οι καταναλωτικές δαπάνες
περιορίστηκαν σημαντικά. Εκείνα τα δύο έτη, το ποσοστό
αποταμίευσης ήταν θετικό, 0,7% και 4,4% αντίστοιχα.
Σε ευρωπαϊκό
επίπεδο, τα στοιχεία που συλλέγει η
Eurostat
δείχνουν ότι η Ελλάδα και η Ρουμανία είναι οι μοναδικές
χώρες με αρνητική αποταμίευση επί τρία συναπτά έτη. Η
Ρουμανία κατέγραψε ποσοστό -2,18% το 2024, ελαφρώς καλύτερο
από το -2,5% της Ελλάδας, η οποία αναμένεται να έχει τη
χειρότερη επίδοση στην Ευρώπη. Αντίθετα, χώρες όπως η
Γερμανία, η Ελβετία και η Τσεχία καταγράφουν σταθερά θετικά
ποσοστά αποταμίευσης, με τη Γερμανία να ξεπερνά το 20%.
Πέρα όμως από την
αποταμίευση, η Ελλάδα καταλαμβάνει και άλλη μία αρνητική
πρωτιά: αυτή της υποκειμενικής φτώχειας, δηλαδή της
αντίληψης των νοικοκυριών για το πόσο δύσκολα τα βγάζουν
πέρα. Για το 2024, το 66,8% των Ελλήνων δήλωσε ότι
αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, έναντι 67% το 2023. Αν
και η εικόνα έχει βελτιωθεί σε σχέση με το 2015, όταν το
ποσοστό έφτανε το 77,7%, η βελτίωση των τελευταίων ετών
παραμένει αργή, με την πληθωριστική κρίση να έχει
επιβραδύνει την πρόοδο.
Η διαφορά σε σχέση
με την υπόλοιπη Ευρώπη είναι εντυπωσιακή. Στη Βουλγαρία, που
ακολουθεί, το ποσοστό υποκειμενικής φτώχειας διαμορφώνεται
στο 37,4%, ενώ στην Τουρκία και τη Σερβία κυμαίνεται γύρω
στο 32%-34%. Ο μέσος όρος της Ευρωζώνης δεν ξεπερνά το
17,6%, με πτωτική τάση σε σχέση με το 2023. Αξιοσημείωτο
είναι επίσης ότι στην Ελλάδα οι ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών
εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά οικονομικής δυσκολίας (άνω
του 70%), σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες, όπου η
φτώχεια πλήττει κυρίως τους νέους.
Την ίδια στιγμή, η
απόκλιση μεταξύ υποκειμενικής και αντικειμενικής φτώχειας
είναι τεράστια. Ενώ στην Ευρωζώνη οι δύο δείκτες κινούνται
σχεδόν παράλληλα (17,4% και 16,2% αντίστοιχα), στην Ελλάδα η
διαφορά φτάνει τις 47,2 μονάδες: 66,8% των πολιτών δηλώνουν
ότι δυσκολεύονται οικονομικά, όταν ο δείκτης κινδύνου
φτώχειας, που βασίζεται στο εισόδημα, είναι 19,6%.
Η έννοια της
υποκειμενικής φτώχειας βασίζεται στην αυτοαξιολόγηση των
νοικοκυριών ως προς την οικονομική τους επάρκεια,
λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο το εισόδημα, αλλά και τα χρέη,
τις δαπάνες και τον πλούτο. Στην έρευνα, τα νοικοκυριά
δηλώνουν τον βαθμό δυσκολίας με τον οποίο καλύπτουν τις
ανάγκες τους, από «με μεγάλη δυσκολία» έως «πολύ εύκολα».
Όσοι απαντούν στις δύο πρώτες κατηγορίες θεωρούνται ότι
βρίσκονται σε κατάσταση φτώχειας.
Σε αντίθεση με τον
αντικειμενικό δείκτη κινδύνου φτώχειας, που υπολογίζεται
βάσει εισοδήματος (κάτω του 60% της διάμεσης τιμής), η
υποκειμενική φτώχεια αποτυπώνει πώς βιώνουν οι πολίτες την
οικονομική τους πραγματικότητα – και στην περίπτωση της
Ελλάδας, το χάσμα ανάμεσα στους δύο δείκτες είναι το
μεγαλύτερο σε ολόκληρη την Ευρώπη.
|
|
|
|
|
|

|
|
Ακίνητα – Εισοδήματα
Η συνεχής αύξηση των τιμών στην αγορά
κατοικίας, σε συνδυασμό με τη μείωση της αγοραστικής δύναμης
των πολιτών, έχει διευρύνει σημαντικά το χάσμα ανάμεσα σε
αυτό που μπορούν να αποκτήσουν οι Έλληνες και σε όσα
προσφέρονται προς πώληση. Όπως τόνισε ο πρόεδρος της
Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Μεσιτών Αστικών Συμβάσεων, κ.
Λευτέρης Ποταμιάνος, στο συνέδριο ακινήτων
Prodexpo
2025, η απόσταση αυτή αποτελεί ένα καθαρά οικονομικό
φαινόμενο, που οφείλεται σε δομικές ανισορροπίες της αγοράς.
Επισήμανε μάλιστα ότι η αυξημένη εξάρτηση από την εξωγενή
ζήτηση καθιστά την ελληνική αγορά ακινήτων ευάλωτη, καθώς
μεγάλο μέρος των εγχώριων αγοραστών αδυνατεί να ανταποκριθεί
στις υψηλές τιμές.
Ο διευθύνων σύμβουλος της
Prelevits
& Georgakos
Real
Estate,
κ. Κώστας Γεωργάκος, ανέφερε πως το μεγαλύτερο ενδιαφέρον
εντοπίζεται σε κατοικίες αξίας έως 200.000 ευρώ, όριο που
αντανακλά τις οικονομικές δυνατότητες των περισσότερων
Ελλήνων αγοραστών. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα προγράμματα
«Σπίτι Μου» έχουν οδηγήσει σε αυξήσεις τιμών έως και 30%,
επιδεινώνοντας την κατάσταση. Ιδιαίτερα για τη Βόρεια
Ελλάδα, υπογράμμισε ότι χωρίς τη συμμετοχή αγοραστών από τις
βαλκανικές χώρες, η αγορά θα παρουσίαζε σημαντική κάμψη,
καθώς σε ορισμένες περιοχές –όπως η Χαλκιδική και η Καβάλα–
οι ξένοι αυτοί αγοραστές αντιπροσωπεύουν έως και το 80% της
ζήτησης.
Από τη δική του πλευρά, ο κ. Γιώργος Ρέκας,
του δικηγορικού γραφείου Σιούφας και Συνεργάτες, επεσήμανε
ότι η αγορά βρίσκεται πλέον σε φάση ωρίμανσης και σταδιακής
εξισορρόπησης. Η ζήτηση, όπως είπε, καλύπτει ευρύ φάσμα –
από μικρές κατοικίες για ίδια χρήση έως ακίνητα που
αξιοποιούνται μέσω βραχυχρόνιων μισθώσεων. Παράλληλα,
σημείωσε ότι οι διαδικασίες αγοραπωλησίας έχουν επιταχυνθεί
σημαντικά, με τον απαιτούμενο χρόνο να έχει μειωθεί από
120–150 ημέρες σε περίπου 60–90, αν και παραμένει υψηλός σε
σχέση με άλλες αγορές.
Ο κ. Ανδρέας Πρωτόπαπας, Γενικός Διευθυντής
της FinTHESIS,
παρουσίασε το προφίλ των σημερινών δανειοληπτών,
επισημαίνοντας ότι η πλειονότητα αφορά άτομα 35–45 ετών,
κυρίως νέα ζευγάρια και ιδιωτικούς υπαλλήλους που αναζητούν
κύρια κατοικία. Υπάρχει επίσης μια κατηγορία αγοραστών 45–58
ετών που επενδύουν σε μεγαλύτερα ή πολυτελέστερα ακίνητα,
καθώς και Έλληνες ή ξένοι κάτοικοι εξωτερικού που
χρηματοδοτούν την αγορά ποιοτικών κατοικιών με δάνεια.
Παρότι σήμερα το 80% των συναλλαγών εξακολουθεί να γίνεται
με μετρητά, οι τράπεζες, σύμφωνα με τον ίδιο, επιδιώκουν την
ενίσχυση της στεγαστικής πίστης, κάτι που αναμένεται να
αυξηθεί σταδιακά τα επόμενα χρόνια.
Ο κ. Παναγιώτης Μπαρτζιώτης,
Head
of
Agency
στη REInvest
Greece,
παρατήρησε έντονη επενδυτική κινητικότητα και εκτός Αττικής,
με αυξημένη ζήτηση στην Πελοπόννησο και στα νησιά, κυρίως
από ξένους αγοραστές εξοχικών κατοικιών.
Ο κ. Ποταμιάνος υπογράμμισε την ανάγκη
θεσμοθετημένου διαλόγου μεταξύ Πολιτείας και επαγγελματιών
του κλάδου, ώστε οι κρατικές παρεμβάσεις για την
αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης να είναι στοχευμένες και
αποτελεσματικές, αποφεύγοντας παράλληλα τις στρεβλώσεις.
Στο ίδιο συνέδριο, ο Υφυπουργός Εθνικής
Οικονομίας και Οικονομικών, κ. Γιώργος Κώτσηρας, επισήμανε
τη διττή διάσταση των επενδύσεων σε ακίνητα – τόσο ως μοχλό
ανάπτυξης όσο και ως πηγή προκλήσεων. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε
στο πρόβλημα των κλειστών ακινήτων, τονίζοντας πως
βρίσκονται σε εξέλιξη δράσεις για την αξιοποίησή τους και
την ενίσχυση της προσφοράς κατοικιών. Ανακοίνωσε επίσης την
παράταση για δύο έτη των φορολογικών κινήτρων που
σχετίζονται με τις ανακαινίσεις, ενώ επιβεβαίωσε την απόφαση
της κυβέρνησης να παγώσει την αναθεώρηση των αντικειμενικών
αξιών έως το 2027, προκειμένου να σταθεροποιηθεί η αγορά,
παρά το γεγονός ότι το υφιστάμενο σύστημα θεωρείται πλέον
ξεπερασμένο.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Δημογραφικό
Η Έκθεση
Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, που
παρουσίασε ο διοικητής Γιάννης Στουρνάρας, αναγνωρίζει ότι
τα πρόσφατα φορολογικά μέτρα δίνουν σημαντική ενίσχυση στο
διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, ωστόσο προειδοποιεί πως η
γήρανση του πληθυσμού και η χαμηλή γεννητικότητα συνιστούν
μια από τις πιο σοβαρές μακροπρόθεσμες απειλές για τη
δημοσιονομική σταθερότητα και την αναπτυξιακή πορεία της
χώρας.
Σύμφωνα με την
Έκθεση, το δημογραφικό πρόβλημα επηρεάζει ήδη την
παραγωγικότητα, την απασχόληση, τα φορολογικά έσοδα και τη
βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, καθιστώντας
αναπόφευκτη τη λήψη ενός πακέτου συνδυασμένων μέτρων — όχι
μόνο οικονομικών, αλλά και κοινωνικών.
Ενίσχυση του
εισοδήματος και δημογραφική στόχευση
Τα φορολογικά μέτρα
που εξαγγέλθηκαν από την κυβέρνηση στη ΔΕΘ 2025 στοχεύουν
στη στήριξη των νοικοκυριών, στη μείωση της φορολογίας της
εργασίας για τα μεσαία και υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα,
καθώς και στην ενθάρρυνση της οικογενειακής δημιουργίας μέσω
στοχευμένων ελαφρύνσεων.
Η απαλλαγή από τον
φόρο εισοδήματος για νέους έως 25 ετών με ετήσιο εισόδημα
έως 20.000 ευρώ διευκολύνει την ένταξή τους στην αγορά
εργασίας, ενώ η μείωση της φορολόγησης στα ενοίκια ενισχύει
το διαθέσιμο εισόδημα των ιδιοκτητών και ενδεχομένως
συμβάλλει στη διαφάνεια της αγοράς ακινήτων.
Παράλληλα, οι
περιφερειακές ρυθμίσεις εκτιμάται ότι θα στηρίξουν τις
τοπικές οικονομίες, θα περιορίσουν τις ανισότητες μεταξύ
Περιφέρειας και κέντρου και θα ενισχύσουν την κοινωνική
συνοχή. Συνολικά, οι παρεμβάσεις αναμένεται να έχουν θετικό
αντίκτυπο στην ανάπτυξη και στην απασχόληση τα έτη
2026–2027.
Η ανάγκη για
συνδυασμένες πολιτικές
Ο κ. Στουρνάρας
τονίζει πως τα φορολογικά μέτρα, αν και καλοδεχούμενα, δεν
επαρκούν για να αντιστρέψουν τη δημογραφική τάση. Η ΤτΕ
εισηγείται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δημογραφικής πολιτικής,
που θα περιλαμβάνει:
Επενδύσεις σε
προσιτούς και ποιοτικούς παιδικούς σταθμούς,
Ευέλικτα ωράρια
εργασίας και στεγαστική στήριξη για νέες οικογένειες,
Καλύτερη
υγειονομική περίθαλψη και στοχευμένα επιδόματα, όπως βοήθεια
για σπουδές ή ενίσχυση νέων μητέρων.
Η Τράπεζα της
Ελλάδος επισημαίνει ότι ένας τέτοιος συνδυασμός φορολογικών
και διαρθρωτικών μέτρων μπορεί να ενισχύσει τη δημοσιονομική
ανθεκτικότητα, να αυξήσει την παραγωγικότητα και να συμβάλει
στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας.
Σταθερό πλαίσιο για
επενδύσεις
Η Έκθεση
υπογραμμίζει, επίσης, ότι η προσέλκυση παραγωγικών
επενδύσεων απαιτεί σταθερό και προβλέψιμο επιχειρηματικό
περιβάλλον. Προτεραιότητες αποτελούν η ψηφιοποίηση των
δημοσίων υπηρεσιών, η μείωση της γραφειοκρατίας, η
επιτάχυνση της δικαιοσύνης και η προστασία των δικαιωμάτων
ιδιοκτησίας.
Επιπλέον,
φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις σε έρευνα, καινοτομία και
βιομηχανική παραγωγή μπορούν να ενισχύσουν τη μακροπρόθεσμη
ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Επίλογος
Όπως καταλήγει η
ΤτΕ, η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια διπλή πρόκληση: να
ενισχύσει την κοινωνική στήριξη των πολιτών και ταυτόχρονα
να διασφαλίσει τη μακροοικονομική σταθερότητα. Το
δημογραφικό δεν είναι μόνο κοινωνικό ή ηθικό ζήτημα· είναι
καθοριστικός παράγοντας οικονομικής βιωσιμότητας για τις
επόμενες δεκαετίες.
|
|
|
|
|
|

|
|
Στεγαστική Κρίση
Μέσα στη δίνη
της στεγαστικής κρίσης που ταλανίζει πολλές ευρωπαϊκές
χώρες, ο Guardian παρουσιάζει μια διαφορετική προσέγγιση
μέσα από το παράδειγμα της Ζυρίχης, όπως το περιγράφει ο
Πίτερ Άπς, συντάκτης του Inside Housing και συγγραφέας του
βιβλίου «Show Me the Bodies: How We Let Grenfell Happen», το
οποίο εξετάζει τα αίτια της τραγωδίας του Grenfell Tower το
2017 στο Λονδίνο.
Σε μια αυλή όπου
παιδιά παίζουν σε μια τούνελ-τσουλήθρα και οι γονείς
απολαμβάνουν τον καφέ τους σε μακριά παγκάκια, περιβάλλονται
από μοντέρνες πολυκατοικίες με αρχιτεκτονική φινέτσα και
προσεγμένο σχεδιασμό. Σε πρώτη ματιά, θα έλεγε κανείς πως
πρόκειται για ένα ακόμη πολυτελές οικιστικό συγκρότημα
ευρωπαϊκής μεγαλούπολης, με υψηλές τιμές ενοικίων και
σημαντικά κέρδη για τον κατασκευαστή.
Ωστόσο, μια πιο
προσεκτική ματιά αποκαλύπτει κάτι εντελώς διαφορετικό. Οι
κάτοικοι φαίνεται να γνωρίζονται μεταξύ τους, να μοιράζονται
κοινόχρηστους χώρους και να συμμετέχουν ενεργά στη ζωή της
γειτονιάς. Ορισμένα διαμερίσματα είναι σχεδιασμένα για
συλλογική διαβίωση: ομάδες οκτώ υπνοδωματίων ανοίγουν σε
κοινές κουζίνες και τραπεζαρίες, ενθαρρύνοντας την κοινωνική
αλληλεπίδραση.
Πρόκειται για τον
συνεταιρισμό Mehr als Wohnen («Περισσότερο από Κατοικία»)
στη Ζυρίχη — ένα σύμπλεγμα 13 πολυκατοικιών που ενσαρκώνει
ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο αστικής ανάπτυξης. Όλα τα
κτίρια ανήκουν σε μια συνεταιριστική εταιρεία, η οποία με τη
σειρά της ανήκει στους κατοίκους. Δεν υπάρχουν
ιδιοκτήτες-επενδυτές, κερδοσκοπικές εταιρείες ή πιεστικές
εξώσεις. Αντίθετα, υπάρχει ένα σύστημα που προάγει τη
σταθερότητα, την προσιτότητα και την κοινοτική διαβίωση.
Ο συνεταιρισμός δεν
περιορίζεται μόνο στην παροχή κατοικιών: φιλοξενεί επίσης
καταστήματα, χώρους εργασίας, εστιατόριο, παιδικό σταθμό και
ξενοδοχείο. Έχει υιοθετήσει πολιτική απαγόρευσης των
αυτοκινήτων, προσφέροντας αντ’ αυτού συστήματα κοινής χρήσης
ηλεκτρικών οχημάτων και ποδηλάτων.
Ένα ιστορικό και
επιτυχημένο μοντέλο
Η Ζυρίχη έχει μακρά
παράδοση στη συνεταιριστική στέγαση. Ήδη από τα τέλη του
19ου αιώνα, εργατικές οργανώσεις ενώθηκαν για να
δημιουργήσουν κατοικίες που θα τους προστάτευαν από την
κερδοσκοπία της αγοράς. Ο πρώτος συνεταιρισμός, Waidberg,
ιδρύθηκε το 1907, ενώ το 1916 ακολούθησε ο Allgemeine
Baugenossenschaft Zürich (ABZ), ο οποίος υπάρχει ακόμη και
σήμερα, προσφέροντας 5.000 κατοικίες σε περίπου 12.000
ανθρώπους.
Η σύγχρονη αναβίωση
του κινήματος ήρθε το 2011, μετά από δημοψήφισμα που όρισε
ως στόχο το ένα τρίτο των κατοικιών της πόλης να ανήκει σε
συνεταιρισμούς έως το 2050. Σήμερα, ένας στους πέντε
κατοίκους της Ζυρίχης ζει σε συνεταιριστική κατοικία,
γεγονός που επιτρέπει σε φτωχότερους, νέους, οικογένειες και
φοιτητές να κατοικούν στο κέντρο μιας από τις ακριβότερες
ευρωπαϊκές πόλεις.
Οι κάτοικοι
γίνονται μέλη καταβάλλοντας μια συμμετοχή 7.000 έως 25.000
ελβετικών φράγκων και στη συνέχεια πληρώνουν «ενοίκιο
κόστους», το οποίο καλύπτει τις δαπάνες συντήρησης και
χρηματοδότησης, χωρίς περιθώριο κέρδους.
Πλεονεκτήματα και
προκλήσεις
Το μοντέλο
βασίζεται στη δημοκρατική διακυβέρνηση: κάθε μέλος έχει μία
ψήφο στις αποφάσεις του συνεταιρισμού. Αν και η συλλογική
διαχείριση απαιτεί χρόνο και συνεννόηση, προσφέρει στους
κατοίκους έλεγχο και διαφάνεια στη λειτουργία των κατοικιών
τους.
Φυσικά, υπάρχουν
και προκλήσεις. Τα παλαιότερα κτίρια χρειάζονται
ανακαινίσεις, οι οποίες αυξάνουν προσωρινά τα ενοίκια, ενώ η
άνοδος του κόστους κατασκευής καθιστά τις νέες αναπτύξεις
πιο ακριβές. Παρ’ όλα αυτά, τα συνεταιριστικά σπίτια
παραμένουν σημαντικά πιο προσιτά από τις κατοικίες της
ελεύθερης αγοράς, αφού δεν περιλαμβάνουν κέρδος για τον
ιδιοκτήτη ή τον μεσίτη.
Θα μπορούσε να
εφαρμοστεί στη Βρετανία;
Ο Πίτερ Άπς εκτιμά
ότι δεν υπάρχει λόγος να μην μπορούσε ένα παρόμοιο σύστημα
να λειτουργήσει και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ήδη υπάρχουν
μικρές, ιστορικές πρωτοβουλίες συνεταιριστικής στέγασης, οι
οποίες αποδεικνύουν ότι το μοντέλο μπορεί να ευδοκιμήσει και
σε διαφορετικά θεσμικά πλαίσια, εφόσον υπάρξει πολιτική
βούληση και χρηματοδοτική στήριξη.
Η ευρωπαϊκή
διάσταση της στεγαστικής κρίσης
Η στεγαστική κρίση
δεν αποτελεί αποκλειστικά βρετανικό ή ελβετικό φαινόμενο. Σε
ολόκληρη την Ευρώπη, το κόστος στέγασης αυξάνεται ταχύτερα
από τα εισοδήματα, περιορίζοντας την πρόσβαση σε αξιοπρεπή
κατοικία.
Περίπου οι μισές
χώρες της Ε.Ε. εφαρμόζουν προγράμματα κοινωνικής ή προσιτής
στέγασης, αν και οι όροι διαφέρουν σημαντικά. Οι πιο
εκτεταμένες πολιτικές εφαρμόζονται στην Αυστρία, τη Δανία
και την Ολλανδία (περίπου 20% του αποθέματος κατοικιών), ενώ
η Φινλανδία, η Γαλλία και η Ιρλανδία κυμαίνονται μεταξύ 10%
και 20%. Αντίθετα, οι χώρες της Κεντρικής, Ανατολικής και
Νότιας Ευρώπης διαθέτουν πολύ χαμηλότερα ποσοστά κοινωνικής
στέγασης.
Σύμφωνα με την
Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, περίπου 14 εκατομμύρια
κατοικίες στην Ε.Ε. χαρακτηρίζονται κοινωνικές, ωστόσο το
ποσοστό τους μειώθηκε στο 8% το 2021, από 11% δέκα χρόνια
νωρίτερα. Η συρρίκνωση αυτή συμβάλλει στην εκρηκτική άνοδο
των τιμών και την ένταση της στεγαστικής ανισότητας.
Το παράδειγμα της
Ζυρίχης δείχνει ότι η συλλογική ιδιοκτησία και η κοινωνική
συμμετοχή μπορούν να αποτελέσουν ρεαλιστική λύση — όχι μόνο
για τη μείωση του κόστους στέγασης, αλλά και για τη
δημιουργία πιο ανθεκτικών, κοινωνικά δεμένων κοινοτήτων μέσα
στις ευρωπαϊκές πόλεις του μέλλοντος.

|
|
|
|
|
|
|
|