|
00:01 - 30/05/25
|
|
|
|
|
|

|
|
Αθήνα –
κόστος διαβίωσης
Σε μια περίοδο όπου ο πληθωρισμός στην
Ευρώπη πλήττει έντονα τα νοικοκυριά, ιδιαίτερα στον
ευρωπαϊκό Νότο, νέα έρευνα της Tradingpedia
έρχεται να αναδείξει την οικονομική ασφυξία που βιώνουν οι
κάτοικοι της Αθήνας. Σύμφωνα με τα ευρήματα, η ελληνική
πρωτεύουσα κατατάσσεται στην τρίτη λιγότερο προσιτή
πόλη της Ευρώπης, με το κόστος διαβίωσης να
υπερβαίνει τον μέσο μηνιαίο μισθό.
Συγκεκριμένα, με
μέσο καθαρό μισθό στα 1.017 ευρώ και βασικά
μηνιαία έξοδα που αγγίζουν τα 1.149 ευρώ,
οι Αθηναίοι βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα αρνητικό ισοζύγιο
-132 ευρώ κάθε μήνα. Η έκθεση υπογραμμίζει
ότι, παρά τη μεσογειακή γοητεία και τον πολιτιστικό της
πλούτο, η καθημερινότητα στην Αθήνα παραμένει μια
οικονομική πρόκληση.
Οι πιο και οι
λιγότερο προσιτές πρωτεύουσες
Η έρευνα της
Tradingpedia βασίστηκε σε δεδομένα από 37 ευρωπαϊκές
πρωτεύουσες, αξιολογώντας το επίπεδο ζωής με βάση
τοπικά εισοδήματα και τα αναγκαία έξοδα – από τη στέγαση και
τη διατροφή μέχρι τις μεταφορές και την ψυχαγωγία.
Στην κορυφή των πιο
προσιτών πόλεων βρίσκονται:
Λουξεμβούργο: Το κόστος
διαβίωσης (2.237 €) αντιστοιχεί μόλις στο 40,2%
του μέσου μισθού (5.590 €), αφήνοντας σημαντικό περιθώριο
αποταμίευσης.
Βέρνη:
Τα βασικά έξοδα (2.540 €) καλύπτουν το 40,6%
του μέσου μισθού (6.262 €).
Βρυξέλλες:
Τα έξοδα (1.376 €) αποτελούν το 49,6% του
εισοδήματος (2.773 €).
Στον αντίποδα:
Βαρσοβία:
Οι κάτοικοι αντιμετωπίζουν μηνιαίο έλλειμμα 466 ευρώ,
καθώς οι ανάγκες (2.167 €) υπερβαίνουν κατά πολύ τον μέσο
μισθό (1.701 €).
Τίρανα:
Το κόστος διαβίωσης (818 €) ξεπερνά τον μέσο μισθό των 673
€, με αρνητική διαφορά 145 ευρώ.
Αθήνα:
Τρίτη στη λίστα των πιο δυσπρόσιτων πόλεων.
Το στεγαστικό βάρος
στην Ελλάδα
Η έρευνα έρχεται να
συμπληρώσει το ήδη ανησυχητικό τοπίο που αποτυπώνεται στα
στοιχεία της Eurostat, σύμφωνα με τα οποία
το 28,5% των ελληνικών νοικοκυριών δαπανά
άνω του 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους
για στέγαση. Το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο στην
Ευρώπη, με τον μέσο όρο της ΕΕ να βρίσκεται στο
8,8%.
Ενοίκια και
ακίνητα: Νέα άνοδος τιμών
Σύμφωνα με την
Τράπεζα της Ελλάδος, το τέταρτο τρίμηνο του
2024 οι τιμές διαμερισμάτων αυξήθηκαν κατά 6,6%
σε ετήσια βάση, προσεγγίζοντας τα επίπεδα-ρεκόρ του 2008. Η
αύξηση είναι εντονότερη στα νεόδμητα (9,1%), ενώ τα
παλαιότερα κινήθηκαν επίσης ανοδικά (4,9%).
Ιδιαίτερα πιεστική
είναι και η αγορά ενοικίων. Το 2025, ο σχετικός δείκτης
ανέβηκε στις 109,7 μονάδες (με βάση το
2007=100), έναντι 99,9 μονάδων το 2024, ενώ
οι τιμές εξακολουθούν να κινούνται ανοδικά, καθιστώντας
ακόμη και παλαιά ή μικρά διαμερίσματα οικονομικά
απρόσιτα για τους περισσότερους ενοικιαστές.
Προσιτότητα και
κόστος: Μια σύνθετη εξίσωση
Η μελέτη
επισημαίνει πως οι πιο «ακριβές» πόλεις δεν
ταυτίζονται πάντα με τις λιγότερο προσιτές. Για
παράδειγμα, η Βέρνη και η Κοπεγχάγη
έχουν υψηλό κόστος ζωής, ωστόσο λόγω των υψηλών αποδοχών
συγκαταλέγονται στις πιο βιώσιμες οικονομικά
πόλεις για τους κατοίκους τους.
Αντίθετα, πόλεις
όπως το Κισινάου ή το Μινσκ,
με χαμηλότερα απόλυτα κόστη, εμφανίζουν χαμηλή
προσιτότητα, καθώς τα έξοδα συχνά υπερβαίνουν τον
μέσο μισθό. Στην περίπτωση του Κισινάου, οι μηνιαίες ανάγκες
απορροφούν το 104,1% του εισοδήματος.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Συνταξιοδοτικό
Οι μεταβολές στα
όρια ηλικίας συνταξιοδότησης αποτελούν σήμερα ένα από τα πιο
αμφιλεγόμενα θέματα σε όλη την Ευρώπη. Το παράδειγμα της
Γαλλίας είναι χαρακτηριστικό: πριν από δύο χρόνια, η
κυβέρνηση του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν προχώρησε σε αύξηση
της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη,
πυροδοτώντας μεγάλες και παρατεταμένες κοινωνικές
αντιδράσεις, με μαζικές διαδηλώσεις και απεργίες που
συγκλόνισαν τη χώρα για μήνες.
Η Δημογραφική Πίεση
και οι Αντανακλάσεις της
Η πίεση που ασκεί η
δημογραφική γήρανση στους προϋπολογισμούς των κρατών
αυξάνεται συνεχώς σε παγκόσμιο επίπεδο. Χώρες όπως η Δανία
προχωρούν σε σταδιακή αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης –
στην περίπτωση της Δανίας, αυτή θα φτάσει στα 70 έτη έως το
2040. Η σχετική νομοθεσία αφορά όσους γεννήθηκαν μετά τις 31
Δεκεμβρίου 1970 και υιοθετήθηκε με ευρεία πλειοψηφία (81
ψήφοι υπέρ, 21 κατά).
Η συγκεκριμένη
μεταρρύθμιση δεν αποτελεί απλώς ένα μεμονωμένο μέτρο, αλλά
εντάσσεται σε μία μακροπρόθεσμη στρατηγική που συνδέει το
όριο συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής. Αυτή η
προσέγγιση, αποτέλεσμα συμφωνίας που έχει θεσπιστεί ήδη από
το 2006, υποστηρίζει ότι καθώς οι άνθρωποι ζουν περισσότερο,
η αύξηση της ηλικίας εξόδου στη σύνταξη είναι απαραίτητη για
τη διατήρηση της οικονομικής βιωσιμότητας των συστημάτων
κοινωνικής ασφάλισης.
Αντιδράσεις και
Προκλήσεις
Παρά τη λογική της
βιωσιμότητας, η αύξηση των ορίων ηλικίας προκάλεσε έντονες
αντιδράσεις από συνδικάτα και εργαζόμενους, ειδικά σε
κλάδους με σωματικά απαιτητική εργασία, όπως η γεωργία και
οι κατασκευές. Το μεγαλύτερο συνδικάτο της Δανίας, το 3F,
τόνισε ότι η νέα πολιτική θα επιβαρύνει δυσανάλογα
εργαζόμενους με χαμηλά εισοδήματα, καθώς έρευνες δείχνουν
ότι το 75% των μελών τους αμφιβάλλουν ότι θα μπορέσουν να
εργαστούν μέχρι τα 70 τους χρόνια.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Η Ευρωπαϊκή Εικόνα
Πέραν της Δανίας,
χώρες όπως η Γερμανία έχουν ήδη θεσπίσει αύξηση του ορίου
ηλικίας συνταξιοδότησης στα 67 έτη, με εφαρμογή έως το 2031.
Στην Ολλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, αντίστοιχες αλλαγές
αναμένονται το 2028. Μάλιστα, σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς
Κέντρου Μακροζωίας του Ηνωμένου Βασιλείου για το 2024, η
χώρα θα πρέπει να αυξήσει περαιτέρω το όριο στα 71 έτη έως
το 2050, ώστε να διατηρηθεί η αναλογία εργαζομένων προς
συνταξιούχους.
Στις Ηνωμένες
Πολιτείες, η ηλικία πλήρους συνταξιοδότησης έχει ήδη αυξηθεί
από τα 65 στα 67 έτη. Παρότι ορισμένοι Ρεπουμπλικάνοι έχουν
προτείνει επιπλέον αύξηση, ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ
ξεκαθάρισε ότι δεν προτίθεται να αυξήσει περαιτέρω την
ηλικία συνταξιοδότησης.
Η Κατάσταση στην
Ελλάδα
Στην Ελλάδα, το
θέμα της αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης βρίσκεται
στο επίκεντρο της συζήτησης και αναμένεται επανεξέταση το
2026. Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο, οι ασφαλισμένοι μπορούν
να συνταξιοδοτηθούν στα 62 έτη με 40 χρόνια ασφάλισης ή στα
67 με τουλάχιστον 15 χρόνια ασφάλισης, τουλάχιστον έως το
2026.
Η αλλαγή στα όρια
ηλικίας από το 2027 και μετά θα εξαρτηθεί από έναν αλγόριθμο
που συνδέει το όριο συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής
μετά το 65ο έτος. Η σχετική νομοθεσία (Νόμος 3863/2010)
προβλέπει ότι τα όρια θα αυξάνονται αυτόματα εφόσον
αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής. Μέχρι στιγμής, δεν έχει
υπάρξει αλλαγή μετά την εφαρμογή των πρώτων αυξήσεων (από 60
και 65 στα 62 και 67 αντίστοιχα), κυρίως επειδή η πανδημία
επιβράδυνε την αύξηση του προσδόκιμου ζωής.
Ωστόσο, η πιο
πρόσφατη μελέτη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής δείχνει ότι
μεταξύ 2027 και 2030, το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης με 40
χρόνια ασφάλισης θα αυξηθεί από τα 62 στα 63 χρόνια και 5
μήνες, ενώ το όριο με 15 χρόνια ασφάλισης από τα 67 στα 68,5
έτη.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|

Συντάξεις
Σε σχέση με τα
παραπάνω …. Διαμορφώνεται νέα γενιά χαμηλοσυνταξιούχων στο
ασφαλιστικό σύστημα, με αποδοχές από 772 έως 886 ευρώ
μηνιαίως, παρότι διαθέτουν 35 έως 40 έτη ασφάλισης.
Αυτοί οι νέοι
«νεόπτωχοι» συνταξιούχοι προέρχονται κυρίως από τον χώρο των
ελεύθερων επαγγελματιών, οι οποίοι επέλεξαν να καταβάλλουν
τις χαμηλότερες εισφορές, εντασσόμενοι στην πρώτη
ασφαλιστική κατηγορία. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα
στοιχεία των συντάξεων, αυτή η στρατηγική έχει ως αποτέλεσμα
να παραμείνουν μόνιμα εγκλωβισμένοι σε χαμηλές
συνταξιοδοτικές αποδοχές.
Από την έναρξη
ισχύος του νέου συστήματος ασφαλιστικών κατηγοριών το 2020,
το 80% των ελεύθερων επαγγελματιών παραμένει στην πρώτη
κατηγορία, της οποίας η εισφορά για το 2025 ανέρχεται στα
180,58 ευρώ μηνιαίως.
Επιπλέον, ακόμη και
με την ελάχιστη εισφορά, αρκετοί επαγγελματίες συσσωρεύουν
οφειλές. Οι εκκρεμείς αυτές εισφορές συνιστούν μια δεύτερη
παγίδα, καθώς το οφειλόμενο ποσό – εφόσον δεν ξεπερνά τις
20.000 ευρώ – παρακρατείται από τη σύνταξη, η οποία ήδη
είναι χαμηλή, επιδεινώνοντας τη συνολική οικονομική
κατάσταση του συνταξιούχου.
Πριν το 2020, από
το 2016 έως το 2019, ίσχυε το σύστημα υπολογισμού εισφορών
βάσει του νόμου Κατρούγκαλου. Τότε, η ελάχιστη εισφορά
αντιστοιχούσε στο 20% του κατώτατου μισθού των 586 ευρώ,
δηλαδή 117 ευρώ τον μήνα.
Όσο περισσότερο
παραμένει κανείς σε χαμηλή ασφαλιστική κατηγορία, τόσο
μικρότερη είναι η δυνατότητα αύξησης της μελλοντικής
σύνταξης. Ακόμη και αν επιλέξει να καταβάλει υψηλότερες
εισφορές λίγο πριν τη συνταξιοδότηση, η διαφορά στη σύνταξη
είναι περιορισμένη.
Ενδεικτικά, με 35
έως 40 έτη στην πρώτη κατηγορία, η μικτή σύνταξη κυμαίνεται
μεταξύ 772 και 886 ευρώ. Μετά την παρακράτηση για
υγειονομική περίθαλψη, το καθαρό ποσό ανέρχεται σε 724 έως
833 ευρώ. Για όσους έχουν 30 έως 33 έτη ασφάλισης, οι
συντάξεις φτάνουν τα 675 έως 727 ευρώ μικτά, ή 634 έως 684
ευρώ καθαρά μετά την εισφορά ασθένειας.
Αν κάποιος από τα
40 χρόνια ασφάλισης καταβάλει εισφορές στην πρώτη κατηγορία
για 35 έτη και στη συνέχεια επιλέξει την έκτη και υψηλότερη
κατηγορία για 5 χρόνια, τότε η μικτή σύνταξή του φτάνει τα
1.012 ευρώ. Μετά την παρακράτηση ασθένειας, απομένουν 951
ευρώ.
Είναι σαφές πως οι
χαμηλές εισφορές οδηγούν σε χαμηλές συντάξεις. Η επιλογή
μιας ενδιάμεσης κατηγορίας – όπως η δεύτερη, τρίτη ή τέταρτη
– θα μπορούσε να αποδειχθεί πιο συμφέρουσα μακροπρόθεσμα για
τους επαγγελματίες.
Αιτίες του
φαινομένου
Η βασική αιτία πίσω
από τη δημιουργία αυτής της νέας γενιάς χαμηλοσυνταξιούχων
είναι οι χαμηλές εισφορές. Ωστόσο, δεν είναι η μόνη. Δύο
ακόμη κρίσιμοι παράγοντες είναι:
Τα χαμηλά ποσοστά
αναπλήρωσης, ακόμη και μετά τις βελτιώσεις που επέφερε ο
νόμος 4670/2020. Για όσους συνταξιοδοτούνται με 30 έως 35
έτη ασφάλισης, τα ποσοστά αναπλήρωσης κυμαίνονται από 26,5%
έως 37,31%, ενώ για 36 έως 40 έτη φτάνουν από 39,81% έως
50,01%.
Η απουσία του
επιδόματος των 220 ευρώ, το οποίο λάμβαναν οι παλαιότεροι
συνταξιούχοι του ΤΕΒΕ. Το ποσό αυτό θεσπίστηκε ως πρόσθετη
παροχή από το ταμείο και διατηρήθηκε ως προσωπική διαφορά
μετά τον επανυπολογισμό. Ωστόσο, καταργήθηκε για όσους
βγήκαν σε σύνταξη μετά τον Μάιο του 2016, με αποτέλεσμα οι
νεότεροι συνταξιούχοι να λαμβάνουν σαφώς μικρότερα ποσά.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|