|
00:01 - 30/09/25
|
|
|
|

|
|
ΟΟΣΑ: Συνεχίζεται η συρρίκνωση του πραγματικού εισοδήματος
των ελληνικών νοικοκυριών
Τα τελευταία
στοιχεία του ΟΟΣΑ για το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα
των νοικοκυριών, τα οποία παρουσίασε το Euronews Business,
καταδεικνύουν ότι η ακρίβεια και η υψηλή φορολογία
εξακολουθούν να πιέζουν την πλειονότητα των ελληνικών
νοικοκυριών.
Συγκεκριμένα, στην
Ελλάδα το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα μειώθηκε κατά
1,9% το πρώτο τρίμηνο του 2025 σε σύγκριση με το τελευταίο
τρίμηνο του 2024. Η επίδοση αυτή είναι η τρίτη χειρότερη
ανάμεσα σε 16 ευρωπαϊκές χώρες με διαθέσιμα στοιχεία, ενώ
αποτελεί και το δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο υποχώρησης του
δείκτη, καθώς είχε προηγηθεί πτώση 1,53% μεταξύ τρίτου και
τέταρτου τριμήνου του 2024.
Τις μεγαλύτερες
απώλειες κατέγραψαν η Πορτογαλία με μείωση 4,5% και η
Αυστρία με 2,1%.
Δεδομένα συγκριτικά
δυσμενή για την Ελλάδα
Η εικόνα για τη
χώρα μας είναι ακόμη πιο ανησυχητική, αφού η μείωση του
διαθέσιμου εισοδήματος γίνεται από χαμηλότερη αφετηρία.
Σήμερα, το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα
βρίσκεται στις 84 μονάδες βάσης, από 100 το 2007 – με άλλα
λόγια, οι Έλληνες έχουν χάσει 16% αγοραστική δύναμη μέσα σε
18 χρόνια.
Αντίθετα, στον μέσο
όρο του ΟΟΣΑ, το εισόδημα έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 28% από
το 2007. Στην Αυστρία καταγράφεται αύξηση περίπου 3,5% και
στην Πορτογαλία 17%, αντισταθμίζοντας πλήρως τις απώλειες
της οικονομικής κρίσης.
Σε γενικότερο
επίπεδο, ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ εμφάνισε οριακή
αύξηση 0,1% το πρώτο τρίμηνο του 2025, σημαντικά χαμηλότερη
από το 0,6% που είχε καταγραφεί το προηγούμενο τρίμηνο.
Τι σημαίνει
διαθέσιμο εισόδημα
Το κατά κεφαλήν
διαθέσιμο εισόδημα αντιπροσωπεύει τα χρήματα που απομένουν
στα νοικοκυριά μετά την αφαίρεση φόρων και εισφορών,
προκειμένου να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες ή να
αποταμιευθούν. Περιλαμβάνει μισθούς, εισοδήματα από
αυτοαπασχόληση ή επιχειρηματική δραστηριότητα, συντάξεις,
κοινωνικές παροχές και έσοδα από επενδύσεις. Ο ΟΟΣΑ το
θεωρεί βασικό δείκτη της υλικής ευημερίας.
Στην περίπτωση της
Ελλάδας, η μείωση αυτού του δείκτη εξηγεί γιατί για τα δύο
τρίτα των νοικοκυριών «δεν βγαίνει ο μήνας», παρά τις
δηλώσεις περί «ανάπτυξης για όλους».
|
|
|
|
|
|
|
|

Οι κερδισμένοι
και οι χαμένοι στην Ευρώπη
Από τις 16
ευρωπαϊκές χώρες με στοιχεία για το α’ τρίμηνο του 2025, οι
10 κατέγραψαν μείωση εισοδήματος και οι 6 αύξηση. Στους
κερδισμένους ξεχωρίζουν η Ουγγαρία (+1,9%), το Βέλγιο
(+1,3%), καθώς και η Δανία και η Ιταλία (+1%). Στην Ιταλία,
η αύξηση αποδίδεται στις υψηλότερες αμοιβές και τα έσοδα από
ακίνητα. Μικρότερες αυξήσεις σημείωσαν η Ολλανδία (+0,3%)
και η Γαλλία (+0,2%).
Στους χαμένους
συγκαταλέγονται η Βρετανία (-1,3%) και η Γερμανία (-0,4%),
καθώς ο πληθωρισμός αποδυνάμωσε την ονομαστική αύξηση των
εισοδημάτων. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η πτώση ακολούθησε ισχυρή
άνοδο 1,5% στο δ’ τρίμηνο του 2024, ενώ στη Γερμανία ήταν η
δεύτερη συνεχόμενη μείωση.
Στην Πορτογαλία, η
απότομη πτώση (-4,5%) αποδίδεται σε αυξημένη φορολογική
επιβάρυνση, μετά τη μείωση φόρων που είχε οδηγήσει σε
εντυπωσιακή άνοδο σχεδόν 5% στο δ’ τρίμηνο του 2024.
Απώλειες κατέγραψαν επίσης η Τσεχία (-1,5%), η Σουηδία
(-1,3%), η Ισπανία (-0,2%) και η Φινλανδία (-0,4%).
Κατά κεφαλήν ΑΕΠ
Ο ΟΟΣΑ εξετάζει
επίσης το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ, που αποτυπώνει τη
συνολική οικονομική δραστηριότητα ανά κάτοικο, προσαρμοσμένη
στον πληθωρισμό. Στο α’ τρίμηνο του 2025, μεταξύ 27 χωρών,
οι 20 εμφάνισαν αύξηση και οι 7 μείωση.
Στην Ε.Ε. το ΑΕΠ
ανά κάτοικο αυξήθηκε 0,5%, ενώ στον ΟΟΣΑ μόλις 0,1%. Η
Ιρλανδία σημείωσε την εντυπωσιακότερη επίδοση (+7%), αν και
συχνά αποτελεί «ιδιαίτερη περίπτωση» λόγω των ξένων
επενδύσεων, γι’ αυτό και οι οικονομολόγοι προτιμούν το
Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα ως πιο αξιόπιστο μέτρο.
Στην Ελλάδα, ο
δείκτης έμεινε ουσιαστικά αμετάβλητος, με ανεπαίσθητη αύξηση
μόλις 0,07%.
|
|
|
|
|
|
|
|

Κατανάλωση …
Σε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση τώρα … Σύμφωνα
με την τελευταία έρευνα της NielsenIQ (NIQ) για τις γενεακές
καταναλωτικές δαπάνες, η Γενιά Χ στην Ελλάδα (γεννημένοι
1965–1980) αντιπροσωπεύει σχεδόν το ένα τέταρτο της
συνολικής καταναλωτικής δαπάνης.
Σε διεθνές επίπεδο,
η αγοραστική δύναμη της Gen X εκτιμάται στα 15,2 τρισ.
δολάρια το 2025, με προοπτική να αγγίξει τα 23 τρισ. έως το
2035. Πρόκειται για μια γενιά που λειτουργεί ως
«καταναλωτικός πυλώνας», ισορροπώντας τις ανάγκες των
παιδιών και των ηλικιωμένων γονιών τους, ενώ ταυτόχρονα
διατηρεί ενεργό καταναλωτικό αποτύπωμα σε βασικά και
lifestyle προϊόντα.
Η μελέτη της NIQ
και οι προοπτικές
Η έκθεση της NIQ σε συνεργασία
με το World Data Lab (WDL), με τίτλο «The X Factor: Πώς η
Γενιά Χ κατευθύνει τρισεκατομμύρια σε καταναλωτικές
δαπάνες», δείχνει ότι οι Έλληνες της Gen X κινούνται ελαφρώς
πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο συμμετοχής στην κατανάλωση
(25% έναντι 24%).
Οι δαπάνες τους τα
επόμενα πέντε χρόνια προβλέπεται να αυξηθούν κυρίως σε τρεις
κατηγορίες:
Τρόφιμα & μη
αλκοολούχα ποτά
Προϊόντα ομορφιάς
Αλκοολούχα ποτά
Ο Βάιος Δημοράγκας,
CEO της NIQ για Ελλάδα και Βουλγαρία, τόνισε:
«Η Gen X αποτελεί
κρίσιμο παράγοντα στην καταναλωτική οικονομία της χώρας.
Παρά τις πιέσεις στην οικονομική τους ασφάλεια, παραμένουν
ανθεκτικοί, επηρεάζοντας καταναλωτικά μοτίβα πολλών γενεών».
Από την πλευρά του,
ο Wolfgang Fengler, CEO του World Data Lab, σημείωσε ότι η
Γενιά Χ λειτουργεί σαν «οικονομικοί διαχειριστές» για τρεις
γενιές ταυτόχρονα, υπογραμμίζοντας πως οι επιχειρήσεις που
επενδύουν σε αυτήν σήμερα θα αποκομίσουν ουσιαστικά οφέλη
στο μέλλον
Συμπεριφορά και
στάση απέναντι στις μάρκες
Η έρευνα δείχνει
ότι η Gen X στην Ελλάδα δεν εμφανίζει έντονη αφοσίωση στα
μεγάλα brands:
Μόνο το 30% δηλώνει
ότι προτιμά γνωστές μάρκες.
Το 40% αγοράζει με
βάση την ανάγκη, ανεξάρτητα από το brand.
Το 17% επιλέγει
συνειδητά μικρότερες μάρκες, ξεπερνώντας τον διεθνή μέσο όρο
(13%).
Συντηρητική
κατανάλωση και προσεκτική διαχείριση
Οι Έλληνες της Gen
X διατηρούν πιο «σφιχτή» οικονομική στάση συγκριτικά με
άλλες χώρες:
Το 66% δηλώνει ότι
καλύπτει μόνο τα βασικά (έναντι 46% παγκοσμίως).
Μόλις το 3%
αισθάνεται ότι μπορεί να ξοδεύει ελεύθερα (11% διεθνώς).
Είναι λιγότερο
πρόθυμοι να πληρώσουν για premium προϊόντα σε σχέση με άλλες
γενιές.
Σχέση με την
τεχνολογία
Η Gen X στην Ελλάδα
δείχνει πιο επιφυλακτική στην υιοθέτηση καινοτόμων
τεχνολογιών:
Μόνο το 13% αφήνει
«έξυπνες» συσκευές να παραγγέλνουν αυτόματα προϊόντα (35%
παγκοσμίως).
Το 20% χρησιμοποιεί
wearables που καταγράφουν συμπεριφορές (38% διεθνώς).
Το 59% αποφεύγει να
κοινοποιεί προσωπικά δεδομένα λόγω ανησυχιών για την
ιδιωτικότητα.
Ωστόσο, η στάση
αυτή ανοίγει παράθυρο ευκαιριών για τις εταιρείες που
επενδύουν σε αξιοπιστία, διαφάνεια και προστασία δεδομένων,
ιδίως σε τομείς όπως η τεχνολογία και τα διαρκή αγαθά.
Καθορίζοντας τα
πρότυπα της αγοράς
Ο Βάιος Δημοράγκας
καταλήγει:
«Η Gen X είναι ένας
καταναλωτής στρατηγικός και προσεκτικός. Αν και η οικονομία
της χώρας βελτιώνεται, εξακολουθούν να επιλέγουν με βάση την
εμπιστοσύνη και την αξία. Όσες επιχειρήσεις επενδύσουν στην
αξιοπιστία και σε έξυπνες εκπτώσεις, θα είναι οι πραγματικοί
νικητές».
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Αποταμίευση
Είχαμε παρουσιάσει
προσφάτως τα στοιχεία για την αποταμίευση στη χώρα μας.
Ενδιαφέρον ένα πρόσφατο άρθρου του Καθηγητή του
Πανεπιστημίου Πειραιώς, κ. Μιλτιάδη Νεκτάριου στο
euro2day.gr με τίτλο: Το χαμένο τρένο της αποταμίευσης στην
Ελλάδα.
Πρόσφατα προέκυψαν
ανήσυχες φωνές που επικαλούνται την έλλειψη αποταμιεύσεων
στην ελληνική οικονομία. Αργησαν περισσότερο από ένα τέταρτο
του αιώνα να ανακαλύψουν το πρόβλημα. Είναι αργά πλέον...
Σύμφωνα με τα
στοιχεία της Eurostat, από τη χρονιά που γίναμε δεκτοί στην
Ευρωζώνη, έχουμε την υψηλότερη ροπή προς την
κατανάλωση μεταξύ όχι μόνο όλων των χωρών που έχουν
υιοθετήσει το ευρώ, αλλά και των «27» της Ε.Ε.
Η απόστασή μας από
τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παραμένει επί της ουσίας σταθερή,
περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς η δική μας ροπή προς
την κατανάλωση είναι γύρω στο 90% και των Ευρωπαίων κάτω από
80%.
Επομένως, η
ακαθάριστη αποταμίευση βρίσκεται τις δύο τελευταίες
δεκαετίες κάτω από το 10%, ενώ το αντίστοιχο μέσο ποσοστό
στον αναπτυγμένο κόσμο βρίσκεται στο 25%. Ακόμα χειρότερα, η
καθαρή αποταμίευση (χωρίς τις αποσβέσεις κεφαλαίου) έχει
καταστεί αρνητική από το 2005, αλλά μετά το 2010 το κενό δεν
μπορούσε πλέον να καλυφθεί από δανεισμό, και έτσι
δημιουργήθηκε μια μείωση στο φυσικό κεφάλαιο της οικονομίας
της τάξεως των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Η έμφαση στο
σημείωμα αυτό είναι στον στόχο της αύξησης της εθνικής
αποταμίευσης, ούτως ώστε (α) να βρεθούν πρόσθετοι πόροι για
την χρηματοδότηση των επενδύσεων, (β) να βρεθούν πόροι για
την επαναγορά της δημόσιας περιουσίας που πωλήθηκε αντί
πινακίου φακής την τελευταία 15ετία, και (γ) να αυξηθούν οι
δυνατότητες εσωτερικού δανεισμού και να μειωθεί η ιστορική
εξάρτηση της χώρας από τον εξωτερικό δανεισμό.
Στις σύγχρονες
κοινωνίες η λειτουργία της αποταμίευσης συντελείται με
συστηματικό τρόπο μέσα από τα προγράμματα ασφάλισης για τους
κινδύνους του κύκλου ζωής. Πρόκειται για την θεσμική
αποταμίευση, που χρησιμοποιείται κυρίως για την
χρηματοδότηση της εθνικής οικονομίας, ενώ δημιουργεί θετικά
αντανακλαστικά και στους υποψήφιους ξένους επενδυτές.
Ο μόνος τρόπος για
την ταχεία και μεγάλη αύξηση της θεσμικής αποταμίευσης είναι
η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος με την
εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα, όπως έχει συμβεί στις
περισσότερες χώρες της Ευρώπης.
Για τον λόγο αυτό,
ήταν απαραίτητη η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του Τρίτου
Μνημονίου (2015-2017), αλλά δυστυχώς δεν πραγματοποιήθηκε. Η
οριστική επίλυση του ασφαλιστικού προβλήματος της χώρας θα
μπορούσε να γίνει μόνο με βάση το συνολικό πρόγραμμα
μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού που έχει εκπονηθεί στο
Πανεπιστήμιο Πειραιώς [Μ. Νεκτάριος, Π. Τήνιος, και Γ.
Συμεωνίδης , «Συντάξεις για Νέους» (Εκδόσεις Παπαζήση,
2018)]. Οι βασικές του ρυθμίσεις ήταν οι εξής :
Πρώτον,
οι υφιστάμενοι συνταξιούχοι και όσοι έχουν ασφαλιστεί πριν
το 1993 παραμένουν σε ένα Μεταβατικό Πρόγραμμα, το οποίο
ολοκληρώνεται το 2045. Στην περίοδο αυτή οι παροχές
παραμένουν στα επίπεδα που έχουν ήδη καθοριστεί από το Τρίτο
Μνημόνιο.
Δεύτερον, για τις
νέες γενιές που έχουν ασφαλιστεί μετά το 1993
δημιουργείται νέο σύστημα συντάξεων, με τον διανεμητικό
πυλώνα, τον κεφαλαιοποιητικό πυλώνα και τα Ταμεία
Επαγγελματικής Ασφάλισης. Οι υποχρεωτικές ασφαλιστικές
εισφορές θα είναι 30% χαμηλότερες από τις σημερινές.
Τρίτον, το ποσοστό
αναπλήρωσης των συντάξεων για το νέο σύστημα θα είναι 55%,
όσο και με το υφιστάμενο, αλλά με χαμηλότερες εισφορές κατά
30%.
Τέταρτον, οι
ασφαλιστικές εισφορές θα επιβάλλονται επί του ατομικού
εισοδήματος μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων, και θα
εισπράττονται από τις Οικονομικές Υπηρεσίες που συλλέγουν
και τους φόρους.
Πέμπτο, η μείωση
των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων πρέπει να
συνδυασθεί με την μείωση του αφορολόγητου που είχε θεσπιστεί
το 2018 και θα ίσχυε από την 1.1.2020, αλλά δεν εφαρμόστηκε.
Έχει αποδειχθεί ότι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών
αντισταθμίζει πλήρως τις αρνητικές συνέπειες της μείωσης του
αφορολόγητου, τόσο για τους μισθωτούς όσο και για τους
ελευθέρους επαγγελματίες και τους αγρότες. Δηλαδή, με την
προτεινόμενη ρύθμιση θα περιοριζόταν δραστικά η «μαύρη
εργασία» με πρωτοβουλία των ιδίων των ενδιαφερομένων.
Πρόκειται για τεράστια βελτίωση στην οικονομική οργάνωση της
χώρας.
Ποια θα ήταν τα
αναμενόμενα αποτελέσματα από την πραγματοποίηση μιας τέτοιας
μεταρρύθμισης;
Πρώτον, η χώρα θα
αποκτούσε για πρώτη φορά στην ιστορία της ένα πλήρως
φερέγγυο σύστημα συντάξεων, το οποίο μετά την μεταβατική
περίοδο μέχρι το 2045, δεν θα χρειαζόταν κρατική
χρηματοδότηση.
Δεύτερον, το
«αφανές χρέος» θα είχε μηδενισθεί μετά το 2045, γεγονός που
είχε τεκμηριωθεί με σχετική αναλογιστική μελέτη, οπότε η
διεθνής επενδυτική κοινότητα θα είχε ενημερωθεί άμεσα ότι η
Ελλάδα δεν θα είχε πλέον τις τεράστιες ανάγκες κρατικής
χρηματοδότησης του συστήματος συντάξεων, όπως συμβαίνει με
το υφιστάμενο σύστημα.
Τρίτον, το νέο
κεφαλαιοποιητικό σύστημα θα δημιουργούσε αποθεματικά 50
δισεκατομμυρίων ευρώ μέχρι το 2030, και 400 δισεκατομμυρίων
μέχρι το 2060. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, τα αποθεματικά αυτά θα
αντιστοιχούσαν στο 25% το 2030 και στο 67% το 2060. Στην
περίπτωση αυτή, η χώρα θα είχε την δυνατότητα να μετατρέψει
σε εσωτερικό το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού δημόσιου
χρέους.
Τέταρτον, η μείωση
των ασφαλιστικών εισφορών θα έδινε την ευχέρεια στους
εργαζόμενους να αγοράσουν συμπληρωματικές καλύψεις από τα
Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης, με αποτέλεσμα να επιτύχουν
ποσοστά αναπλήρωσης που θα προσέγγιζαν το 75% συνολικά.
Δυστυχώς, η
μεταρρύθμιση αυτή δεν υλοποιήθηκε. Διότι μια δεύτερη γενιά
«ειδικών» (επιπλέον, της πρώτης γενιάς «ειδικών» , στις
δεκαετίες ’80 και ’90, που οδήγησε στην καταστροφή της
περιόδου 2009-2019, με μείωση των συντάξεων κατά 50%),
εκτίμησε ότι η προτεινόμενη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών
θα υποθήκευε την λειτουργία του Διανεμητικού Συστήματος
Συντάξεων.
Το τραγελαφικό είναι ότι την τελευταία 5ετία έχουν γίνει
μειώσεις ασφαλιστικών εισφορών 5,5 μονάδων, και βέβαια τα
έσοδα δεν μειώθηκαν διότι αναπτύχθηκε το ΑΕΠ της χώρας,
ακριβώς όπως προέβλεπε η μελέτη του Πανεπιστημίου Πειραιώς
το 2018.
Εάν είχε λάβει χώρα
η εν λόγω μεταρρύθμιση, τα αποθεματικά του κεφαλαιοποιητικού
συστήματος συντάξεων, τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, και
η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, θα μπορούσαν κάλλιστα να
εξασφαλίσουν τα 15 δισεκατομμύρια ευρώ που απαιτούνται, για
την χρηματοδότηση των πρόσθετων ετήσιων επενδύσεων μέχρι
τουλάχιστον το 2030.
Στην περίπτωση που
είχε συμβεί αυτό, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης θα ανερχόταν
στο 4%, η ανεργία θα μειωνόταν στο 7,5%, και η σχέση
Χρέους/ΑΕΠ θα έπεφτε κάτω από το 100% πριν το 2030. Αυτή
ήταν και η μόνη επιλογή που είχε η χώρα για να περάσει σε
ένα νέο και σύγχρονο μοντέλο οικονομίας, και να αποφύγει το
μόνιμο οικονομικό τέλμα της οικονομικής ανάπτυξης του 1%
μέχρι το 2050, που προβλέπουν όλοι οι διεθνείς οργανισμοί.
|
|
|
|
|
|
|
|

|
|
Το «χρέος τεχνητής
νοημοσύνης»: πώς η βιαστική υιοθέτηση φέρνει κρυφά κόστη
στις επιχειρήσεις
Κλείνουμε με ένα
διαφορετικό και ενδιαφέρον άρθρο για την τεχνητή νοημοσύνη
και τους χώρους εργασίας:
Η τεχνητή νοημοσύνη
υπόσχεται να μεταμορφώσει τον τρόπο εργασίας: πιο γρήγορα,
πιο ευφυώς, πιο αποδοτικά. Ωστόσο, η πραγματικότητα δείχνει
ότι χωρίς στρατηγική χρήση μπορεί να οδηγήσει στο ακριβώς
αντίθετο αποτέλεσμα
Σύμφωνα με νέα
μελέτη της Asana, σχεδόν οκτώ στις δέκα επιχειρήσεις
παγκοσμίως ανησυχούν για το λεγόμενο «χρέος τεχνητής
νοημοσύνης». Ο όρος περιγράφει τα οικονομικά, οργανωτικά και
ψυχολογικά κόστη που προκύπτουν όταν τα εργαλεία τεχνητής
νοημοσύνης υιοθετούνται βιαστικά και χωρίς σωστή
προετοιμασία.
Το «χρέος» δεν
είναι απλώς λογιστικός όρος: αντανακλάται στην
καθημερινότητα, με εργαζομένους που χάνουν ώρες διορθώνοντας
λάθη, περιεχόμενο που παράγεται αλλά δεν αξιοποιείται, ακόμη
και κώδικα που πρέπει να ξαναγραφτεί.
Η έρευνα της Asana βασίστηκε σε
δείγμα άνω των 9.000 εργαζομένων γνώσης σε ΗΠΑ, Ηνωμένο
Βασίλειο, Αυστραλία, Γερμανία και Ιαπωνία. Όπως σημείωσε ο
Mark Hoffman από το Work Innovation Lab της εταιρείας, το
χρέος αφορά «όλα τα κόστη που σχετίζονται με κακή εφαρμογή:
οικονομικά, απώλεια χρόνου που μεταφράζεται σε χρήμα, αλλά
και την ψυχολογική εξάντληση που φέρνει η συνεχής ανατροπή».
Ένας νέος όρος που
αναδύεται είναι το workslop: περιεχόμενο που δημιουργείται
από ΑΙ, φαίνεται επιφανειακά «καλό», αλλά στερείται ουσίας.
Έρευνα στις ΗΠΑ έδειξε ότι το workslop συνεπάγεται περίπου
δύο ώρες επιπλέον δουλειά τον μήνα ανά υπάλληλο, γεγονός που
μεταφράζεται σε δισεκατομμύρια χαμένης παραγωγικότητας
ετησίως.
Παρά τη ραγδαία
αύξηση της χρήσης τεχνητής νοημοσύνης —από 52% το 2024 σε
70% το 2025— οι εργαζόμενοι δηλώνουν όλο και πιο
εξαντλημένοι. Η «ψηφιακή κόπωση» φέτος έφτασε το 84%,
ένδειξη ότι η πίεση εντείνεται αντί να μειώνεται.
Μια ακόμη μελέτη
από τα BetterUp Labs και το Stanford Social Media Lab
κατέγραψε ότι το workslop υπονομεύει την ομαδική εργασία,
επιβαρύνει τους υπαλλήλους με αόρατο «φόρο» 186 δολαρίων
μηνιαίως, και μειώνει την παραγωγικότητα κατά περίπου 9
εκατ. δολάρια σε ετήσια βάση.
Όπως τονίζει ο Henry Ajder,
ιδρυτής της Latent Space Advisory και σύμβουλος κυβερνήσεων
και εταιρειών όπως η Meta και η Synthesia, «η τεχνητή
νοημοσύνη δεν είναι μαγική λύση». Η επιτυχία απαιτεί
προσεκτική εφαρμογή, δομές και πιλοτικές δοκιμές, αντί για
βεβιασμένη υιοθέτηση χωρίς προετοιμασία.
Στο ίδιο πνεύμα, η Mona
Mourshed, επικεφαλής της Generation, επισημαίνει ότι παρότι
οι εταιρείες επενδύουν στην τεχνητή νοημοσύνη, συχνά λείπουν
τα σαφή πλαίσια χρήσης και η κατάλληλη εκπαίδευση για τους
εργαζομένους. «Δεν είναι μια εγκατάσταση που φέρνει άμεσα
αποτελέσματα», υπογραμμίζει.
Η στρατηγική που
προτείνουν οι ειδικοί είναι σαφής: ξεκίνημα με πιλοτικές
εφαρμογές, σαφή καθορισμό πεδίου δράσης και εκπαίδευση
προσωπικού. Μόνο έτσι οι επιχειρήσεις μπορούν να αποφύγουν
το «χρέος ΑΙ» και να αξιοποιήσουν πραγματικά τις δυνατότητές
του.
|
|
|
|
|
|