Στις 9
Μαρτίου 2021, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε το
όραμά της και τις προοπτικές για τον ψηφιακό
μετασχηματισμό της Ευρώπης. Πρότεινε μια «Ψηφιακή
Πυξίδα» για την «Ψηφιακή Δεκαετία» της
Ευρωπαϊκής Ενωσης, έως το 2030, η οποία
περιλαμβάνει την ανάπτυξη ασφαλών και βιώσιμων
ψηφιακών υποδομών προκειμένου να μπορέσει να
υποστηριχθεί η ανάπτυξη των ψηφιακών δεξιοτήτων
των Ευρωπαίων πολιτών, ο ψηφιακός
μετασχηματισμός των επιχειρήσεων και η ψηφιακή
διακυβέρνηση στις χώρες-μέλη.
Για τις ψηφιακές αυτές
υποδομές, ετέθησαν δύο
στόχοι σχετικοί με τη
συνδεσιμότητα:
– Η ανάπτυξη 5G
ασύρματων δικτύων.
– Η ανάπτυξη Gigabit
σταθερών δικτύων, που
αφορά κατά κύριο λόγο
την ανάπτυξη δικτύων
πρόσβασης οπτικών ινών
(Fiber to the Home –
FTTH και Fiber to the
Premises – FTTP).
Τα δίκτυα πρόσβασης
οπτικών ινών προσφέρουν
πολλά πλεονεκτήματα σε
σχέση με άλλες
τεχνολογίες δικτύων,
όπως μεγαλύτερες
ταχύτητες, χαμηλότερες
καθυστερήσεις
(latencies), μικρότερο
κόστος ανά μονάδα
ταχύτητας (ευρώ/Mbps)
και μεγαλύτερη
αξιοπιστία, ενώ
αποτελούν ταυτόχρονα την
τεχνολογικά ασφαλέστερη
και την πλέον
αποδεδειγμένη στο πεδίο
(field proven)
τεχνολογία σταθερών
δικτύων με σαφές
μελλοντικό/τεχνολογικό
πλάνο περαιτέρω
ανάπτυξης (25/50 Gbps
GPON).
Δίκτυα πρόσβασης οπτικών
ινών έχουν αναπτυχθεί
ευρύτατα στην περιοχή
της Ασίας – Ειρηνικού,
στη Βόρεια Αμερική, ενώ
ταχύτατα αναπτύσσονται
και στη Λατινική Αμερική,
κυρίως στη Βραζιλία, στο
Μεξικό και στην
Αργεντινή.
Σύμφωνα με την IDATE
Digiworld, ο αριθμός των
ενεργών χρηστών δικτύων
πρόσβασης οπτικών ινών
σε όλο τον κόσμο
εκτιμάται ότι φτάνει
σήμερα τα 773 εκατ., ενώ
προβλέπεται να ξεπεράσει
τα 974 εκατ. το 2025.
Αντίστοιχα το 2022 σε
επίπεδο κάλυψης (homes
passed), τα δίκτυα
πρόσβασης οπτικών ινών
φτάνουν σε 1,1 δισ.
νοικοκυριά, ενώ το 2025
αναμένεται να
προσεγγίζουν τα 1,4 δισ.
νοικοκυριά.
Στην Ευρώπη, η ανάπτυξη
των δικτύων πρόσβασης
οπτικών ινών κάνει
επίσης πραγματικά βήματα
προόδου, αλλά στην
ήπειρό μας οι οπτικές
ίνες πρέπει να
ανταγωνιστούν τα ώριμα (και
ικανά) δίκτυα χαλκού που
διαθέτουν και
εξακολουθούν να
χρησιμοποιούν οι
Ευρωπαίοι πάροχοι.
Σύμφωνα πάλι με
εκτιμήσεις της IDATE, ο
αριθμός των χρηστών
δικτύων πρόσβασης
οπτικών ινών το 2022
στην Ευρωπαϊκή Ενωση και
στο Ηνωμένο Βασίλειο θα
φτάσει τα 71 εκατ., ενώ
το 2025 θα ξεπεράσει τα
103 εκατ. –σημαντικά
υψηλότερη ανάπτυξη
δηλαδή σε σχέση με τον
αντίστοιχο παγκόσμιο
μέσο όρο– και η κάλυψη
(homes passed) από 127
εκατ. το 2022 θα φτάσει
τα 169 εκατ. το 2025.
Στην Ελλάδα, πριν από
μόλις τρία χρόνια, η
κάλυψη (homes passed)
χρηστών από δίκτυα
πρόσβασης οπτικών ινών
αντιστοιχούσε σε κάτι
λιγότερο από το 1%.
Σήμερα έχουμε ξεπεράσει
κατά πολύ το 10%, ενώ
για τα επόμενα 2-3
χρόνια αναμένουμε η χώρα
μας να είναι είτε η
ταχύτερα αναπτυσσόμενη
αγορά στην Ευρώπη, είτε
μία από τις δυο ή τρεις
ταχύτερα αναπτυσσόμενες
αγορές.
Είναι τα πλεονεκτήματα
της τεχνολογίας των
δικτύων οπτικών ινών που
αναφέρθηκαν προηγουμένως
ο μόνος (αν και ικανός)
λόγος για τη μετάβασή
μας στα δίκτυα αυτά;
Η κλιματική αλλαγή είναι
μια παγκόσμια πρόκληση
και η ανάπτυξη μιας
οικονομίας χαμηλών
εκπομπών CO2 μια
κορυφαία προτεραιότητα
παγκοσμίως. Για τον
σκοπό αυτό, 189 χώρες
έχουν προσχωρήσει στη
Συμφωνία του Παρισιού
για την κλιματική αλλαγή
και η Ευρωπαϊκή Ενωση
στοχεύει να γίνει η
πρώτη κλιματικά ουδέτερη
ήπειρος έως το 2050. Για
να επιτευχθεί αυτό, οι
εκπομπές αερίων θα
πρέπει να μειωθούν
τουλάχιστον κατά 55% έως
το 2030, σε σύγκριση με
τα επίπεδα του 1990. Η
ανάγκη για μείωση του
αποτυπώματος CO2 των
Τεχνολογιών Πληροφορικής
και Τηλεπικοινωνιών
καθίσταται αναγκαιότητα,
και προς την κατεύθυνση
αυτή η ΔιεθνήςΕνωση
Τηλεπικοινωνιών (ITU)
έχει θέσει ως στόχο για
το 2030 τη μείωση των
εκπομπών CO2 των ΤΠΕ
κατά περισσότερο από
45%.
Ολα αυτά
ευθυγραμμίζονται πλήρως
με τους φιλόδοξους
εθνικούς μας στόχους για
την ενέργεια και το
κλίμα και η υιοθέτηση (και
εξάπλωση) των δικτύων
οπτικών ινών στη χώρα
δεν αφορά «απλά» την
ανάπτυξη της
ευρυζωνικότητάς μας,
αλλά την ολοκλήρωση του
ευρύτερου στρατηγικού
σχεδιασμού για τον
μετασχηματισμό της
Ελλάδας σε μια σύγχρονη
ευρωπαϊκή χώρα «νέας
γενιάς».
Τα ευρυζωνικά δίκτυα
συνεισφέρουν σημαντικά
στο αποτύπωμα άνθρακα
των ΤΠΕ. Το 2020, για
παράδειγμα, η συνεισφορά
αυτή εκτιμάται ότι ήταν
της τάξης του 20%-35%
του συνολικού
ενεργειακού αποτυπώματος
του κλάδου.
Σε σχέση με τα συμβατικά
δίκτυα που στηρίζονται
στον χαλκό, τα δίκτυα
οπτικών ινών είναι
περισσότερο φιλικά προς
το περιβάλλον,
επιτυγχάνοντας
εξαιρετικά χαμηλότερες
εκπομπές CO2. Πρόσφατη
έρευνα στη Γερμανία
έδειξε ότι η μέση ετήσια
κατανάλωση ενέργειας ανά
χρήστη δικτύου
τεχνολογίας πρόσβασης
χαλκού VDSL2 είναι, σε
σχέση με τα δίκτυα
οπτικών ινών GPON και
XG-PON, μέχρι και 16
φορές υψηλότερη, ενώ η
εταιρεία Telefónica
αναφέρει ότι ήδη, από τη
σταδιακή κατάργηση των
δικτύων χαλκού και τη
μετάβαση σε δίκτυα
πρόσβασης οπτικών ινών,
έχει επιτύχει περίπου
60% εξοικονόμηση
ενέργειας στη λειτουργία
των δικτύων της.
Η επιτάχυνση της
ανάπτυξης δικτύων
πρόσβασης οπτικών ινών
απαιτεί σημαντικές
πολιτικές και
ρυθμιστικές παρεμβάσεις.
Είναι απαραίτητη η
διαμόρφωση πολιτικών που
ενθαρρύνουν τις
επενδύσεις και προωθούν
τη λογική των δικτύων
ανοικτής πρόσβασης, αλλά
παράλληλα υποστηρίζουν
και την πλευρά της
ζήτησης, ώστε οι
υποδομές αυτές που
αναπτύσσονται να είναι
προσβάσιμες και
μακροπρόθεσμα οικονομικά
βιώσιμες. Ποιες θα
πρέπει να είναι οι
προτεραιότητές μας το
αμέσως επόμενο διάστημα;
– Κλείσιμο του δικτύου
χαλκού (copper switch
off).
Χρειαζόμαστε απλές και
διαφανείς διαδικασίες
για τη μετάβαση στα NGA
δίκτυα και το κλείσιμο
των δικτύων χαλκού –
κάτι στο οποίο έχω
αναφερθεί πολλές φορές
στο παρελθόν, και κάτι
για το οποίο η ΕΕΤΤ,
ρυθμιστικά, θα κάνει
οτιδήποτε κριθεί
απαραίτητο.
– Ανάπτυξη οπτικών ινών
σε κτίρια και όχι στους
δρόμους.
Είναι απαραίτητο το
επόμενο διάστημα να
δοθεί προτεραιότητα στον
τερματισμό των οπτικών
ινών σε σπίτια και
μικρές επιχειρήσεις έτσι
ώστε να «μετατρέψουμε»
την ταχεία ανάπτυξη των
καλωδίων οπτικών ινών
που βλέπουμε στους
δρόμους (homes passed)
σε πραγματικές συνδέσεις.
– Χαμηλές τιμές/προσβάσιμες
υπηρεσίες.
Οι σύγχρονες δικτυακές
υποδομές δεν αποτελούν
από μόνες τους τελικό
στόχο, αλλά μέσο
εξυπηρέτησης των πολιτών,
της επιχειρηματικής
ανάπτυξης, της
κοινωνικής και
οικονομικής προόδου κάθε
χώρας. Ως τέτοιες πέραν
από διαθέσιμες πρέπει να
είναι και προσβάσιμες.
Οχι ακριβότερες δηλαδή
από «τον χαλκό» που
αντικαθιστούν.
Η ανάδειξη του ρόλου των
δικτύων οπτικών ινών
στην επίτευξη των στόχων
τόσο της ψηφιακής όσο
και της πράσινης
μετάβασης της χώρας
πρέπει να αντιμετωπιστεί
σαν άμεση προτεραιότητα
και ως τέτοια, να
αποκτήσει κατ’ αρχήν
μετρήσιμο μέγεθος στον
δημόσιο διάλογο.
Τα δίκτυα οπτικών ινών
αποτελούν καταλύτη για
έναν βιώσιμο ενεργειακό
σχεδιασμό και μπορούν να
συμβάλουν καθοριστικά
στη μείωση του
αποτυπώματος άνθρακα της
ευρυζωνικής μας
πρόσβασης. Για την
Ελλάδα, που «τρέχει» μία
από τις πιο φιλόδοξες
ατζέντες στην Ευρώπη για
την ενεργειακή μετάβαση,
τις ΑΠΕ και το κλίμα, οι
οπτικές ίνες αποτελούν
το απαραίτητο «συμπλήρωμα»
της εθνικής μας
στρατηγικής. Αυτής που
μας εναρμονίζει και μας
εντάσσει βαθύτερα στην
ευρωπαϊκή οικογένεια και
τους δικούς της στόχους
της «ψηφιακής δεκαετίας
2030» αλλά και του
ευρωπαϊκού «Green Deal».
* Ο κ. Κωνσταντίνος
Μασσέλος είναι πρόεδρος
της Εθνικής Επιτροπής
Τηλεπικοινωνιών και
Ταχυδρομείων.