Όπως είναι της μόδας να
λέγεται αυτές τις μέρες,
«δεν είδαμε το τρένο να
έρχεται». Ακριβώς επειδή
η χρεοκοπία της SVB
είναι αποτέλεσμα
διαφορετικής δυναμικής
απ’ ό,τι οι προηγούμενες
κρίσεις. Με περίπου 200
δισεκατομμύρια δολάρια,
η SVB ήταν ο 16ος
μεγαλύτερος δανειστής
στις Ηνωμένες Πολιτείες,
σημείο αναφοράς για
νεοφυείς επιχειρήσεις
τεχνολογίας.
Οι καταθέσεις της SVB
υπερτετραπλασιάστηκαν,
από 44 δισεκατομμύρια
δολάρια στο τέλος του
2017 σε 189
δισεκατομμύρια δολάρια
στο τέλος του 2021. Η
SVB δεν έκανε ιδιαίτερα
ριψοκίνδυνες επιλογές.
Επένδυσε σε αυτά που
θεωρούνται από τα
ασφαλέστερα
χρηματοοικονομικά
προϊόντα στον κόσμο, τα
κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ.
Τον Μάρτιο του 2022,
ωστόσο, τα πράγματα
αρχίζουν να πηγαίνουν
στραβά. Η Fed,για να
καταπολεμήσει τον
πληθωρισμό, αρχίζει να
αυξάνει τα επιτόκια. Και
το κόστος των καταθέσεων
της SVB αυξήθηκε από το
μηδέν σε πάνω από 2%.
Για να δώσουμε ένα
παράδειγμα, κανένας
Έλληνας κάτοχος
τρεχούμενου λογαριασμού
δεν θα είχε παρατηρήσει
την άνοδο των επιτοκίων
από τον τρεχούμενο
λογαριασμό του,
δεδομένου ότι το
επιτόκιο παραμένει
σχεδόν μηδενικό.
Η τράπεζα χρεοκόπησε
μέσα σε 72 ώρες,
προκαλώντας κύμα φόβου
στις αγορές. Οι
συγκρίσεις με τη Lehman
Brothers δεν έλειψαν,
αλλά φαίνονται μάλλον
παρατραβηγμένες. Άλλο το
μέγεθος του ρήγματος,
άλλη η αιτία, άλλες οι
συνέπειες. Το ρήγμα,
όμως, είναι αναμφίβολα
εμβληματικό και δείγμα
των φαινομένων που
μπορεί να προκύψουν από
τις αυξήσεις επιτοκίων
στις ΗΠΑ και στην
Ευρώπη.
Οι φόβοι των αγορών δεν
είναι τόσο οι επιπτώσεις
της ίδιας της
χρεοκοπίας, τα ανοίγματα
και οι δεσμοί της SVB με
άλλες τράπεζες, αλλά η
«καμπάνα» που ήχησε.
Αν και σε γενικές
γραμμές η άνοδος των
επιτοκίων τείνει να
ευνοεί την κερδοφορία
των τραπεζών, υπάρχουν
καταστάσεις στις οποίες
οι επιπτώσεις είναι
αντίθετες. Και,
προφανώς, δεν είχαν
γίνει αντιληπτές μέχρι
τώρα…
Μιχάλης Ψύλος
(Ναυτεμπορική) |