Στην
μεταπολεμική περίοδο, η προτίμηση καθεαυτήν
-ευρέως γνωστή στην διεθνή βιβλιογραφία ως
«exorbitant privilege» (εξωφρενικά ακριβό
προνόμιο)- είναι δομική· και δοκιμάστηκε σοβαρά,
σε αρκετές περιστάσεις.
Πρώτον,
κατά την περίοδο του συστήματος Bretton Woods,
λόγω του «διλήμματος Triffin»· τότε, οι ΗΠΑ
παρείχαν ρευστότητα διεθνώς· όμως, η ρευστότητα
του δολαρίου θα σταματούσε, εάν η Αμερική δεν
συνέχιζε να εμφανίζει ελλείμματα. Από την άλλη
πλευρά, τα ελλείμματα στις ΗΠΑ υπονόμευαν την
εμπιστοσύνη στο δολάριο· και εάν η τιμή του
χρυσού (που συνδεόταν, στο πλαίσιο του Bretton
Woods, σε σταθερή ισοτιμία με το αμερικανικό
νόμισμα) παρουσίαζε άνοδο έναντι του δολαρίου,
οι άλλες χώρες δεν θα επιθυμούσαν πια να
διακρατούν δολάρια.
Δεύτερον, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής
περιόδου από «το κεϋνσιανό σύστημα του Bretton
Woods», το οποίο διήρκεσε μέχρι τις αρχές της
δεκαετίας του 1970, μέχρι «το νέο κλασικό
σύστημα του Washington consensus (Συναίνεση της
Ουάσιγκτον)», το οποίο ακολούθησε κατά την
δεκαετία του 1980. Η φιλελευθεροποίηση των
διεθνών ροών κεφαλαίου και η τεράστια αύξηση
στον όγκο των διασυνοριακών χρηματοοικονομικών
συναλλαγών συνέβαλαν στην ευρεία διακύμανση των
επιτοκίων – και το σημαντικότερο, σε μία περίοδο
κατά την οποία ορισμένες χώρες είχαν προστεθεί
στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, ιδίως από την
ανατολική και κεντρική Ευρώπη.
Ωστόσο,
η μετάβαση αυτή δεν άλλαξε το status quo του
δολαρίου. Η Γερμανία, η Μεγάλη Βρετανία, η
Γαλλία και η Ιαπωνία δεν ήταν διατεθειμένες ή σε
θέση να αντικαταστήσουν το δολάριο με τα δικά
τους νομίσματα ως παγκόσμια αποθεματικά στο
διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα. Επιπλέον, το
μερίδιο του δολαρίου στα παγκόσμια αποθεματικά
σε ξένο νόμισμα που διακρατούσαν οι ξένες
κεντρικές τράπεζες σταθεροποιήθηκε κατά την
εποχή Volcker (ως επικεφαλής της US Fed), με το
αμερικανικό νόμισμα στη συνέχεια να ενισχύεται
στην διεθνή αγορά συναλλάγματος, λόγω της
εξαιρετικά περιοριστικής νομισματικής πολιτικής
(με την επιθετική αύξηση του επιτοκίου-κλειδιού
του δολαρίου) την οποία εφάρμοζε εκείνη την
περίοδο η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ.
Τρίτον,
κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης (Great
Recession) του 2008-9, οι θερμικές διευθετήσεις
στο όνομα της «νομισματικής ειρήνης» – η
συντονισμένη δηλαδή δράση των ΗΠΑ, της Γερμανίας
(ως ηγέτιδας δύναμης εντός Ευρωζώνης) και της
Κίνας, με σκοπό την διατήρηση της υφιστάμενης
καθεστηκύιας τάξης στο διεθνές νομισματικό
σύστημα – διασφάλισαν το status του δολαρίου ως
παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος.
Κατά
συνέπεια, στο παραπάνω πλαίσιο, η παγκόσμια
ηγεμονία του δολαρίου και η συνεχής αύξηση του
αμερικανικού χρέους ενδέχεται να αποδειχθεί πως
είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
* Ο
Κωνσταντίνος Γκράβας είναι διδάκτωρ του Τμήματος
Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του ΕΚΠΑ.
Διδάσκει στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Είναι συγγραφέας του βιβλίου «Οικονομικός
Πόλεμος και Νομισματική Ειρήνη» (εκδόσεις Ι.
Σιδέρης, πρόλογος: Γιάννης Στουρνάρας) και
συν-συγγραφέας του βιβλίου «Κεντρικές Τράπεζες»
(εκδόσεις Παπαδόπουλος).
**Το
άρθρο αυτό βασίζεται σε επιστολή του κ. Γκράβα
που δημοσιεύθηκε στις 7 Αυγούστου στους
Financial Times. |