| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 

Δευτέρα, 00:01 - 22/05/2023

 

 

Οι εκλογές του Μαΐου 2023 διεξάγονται κατά γενική ομολογία με όρους μετριοπάθειας τόσο σε επίπεδο εκλογικού σώματος, όσο και μεταξύ των ανταγωνιζόμενων κομμάτων. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία. Οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην σύμπλευση του πολιτικού συστήματος με το ισχυρότερο θεσμικό πλαίσιο για τον συγχρονισμό των εθνικών πολιτικών το οποίο εξασφαλίζει η ΕΕ. Η επόμενη ημέρα των εκλογών θα έχει νικητές και ηττημένους, μπορεί να μην αναδείξει άμεσα μία νέα κυβέρνηση, αλλά οι συντεταγμένες για την πορεία της χώρας θα παραμείνουν αδιατάρακτες. Μπορούμε να καταλογίσουμε πολλές ευθύνες στα κόμματα του παλαιού δικομματισμού, αλλά και στη νέα κομματική δύναμη εξ αριστερών, αλλά η προσήλωση στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, παρά τις επιμέρους επιφυλάξεις, αποτελεί δείγμα ευθύνης για τη βιωσιμότητα του κράτους και της δημοκρατίας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

 

 

Γνωρίζουμε ότι η επιλογή αυτή δεν ήταν αυτονόητη, και χρειάστηκε μία μακρά περίοδος εξελίξεων για να εδραιωθεί. Η ηγεσία Καραμανλή ήταν εξαιρετικά διορατική για τη διεκδίκηση της ένταξης στην ΕΟΚ. Ο ριζοσπαστισμός και ο αντι-δυτικισμός των πρώτων ετών από τη Μεταπολίτευση τροφοδότησαν το πρώτο ρεύμα αντίδρασης. Η πρόσληψη, όμως, του ευρωπαϊσμού ως μίας ωφελιμιστικής τακτικής για την ανάπτυξη της χώρας από τη δεκαετία 1980 δημιούργησε ισχυρά αναχώματα. Η συνειδητοποίηση ενισχύθηκε από τις παλινωδίες της οικονομικής πολιτικής της περιόδου και η ρεαλιστική αποδοχή της αναντικατάστατης συνδρομής της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης για την περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας. Αρκεί να αναφερθούν δύο χαρακτηριστικές εξελίξεις, η αποκέντρωση εξουσιών με τη διαίρεση της χώρας σε περιφέρειες και την ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης (με κατάργηση των κοινοτήτων) και το τέλος του κρατικού μονοπωλίου στη ραδιοφωνία και τηλεόραση (έπειτα από απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την  ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών ενημέρωσης).

Η προοπτική της ΟΝΕ και η αποδοχή της από τα δύο κόμματα εξουσίας τη δεκαετία 1990 εξουδετέρωσε μία σοβαρή εστία αντιπαράθεσης για την οικονομική πολιτική, και πολλά από τα συναφή ζητήματα (π.χ. ύψος δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ιδιωτικοποιήσεις, ανταγωνιστικότητα) σε σημαντικό βαθμό απο-πολιτικοποιήθηκαν. Βασικό μέτρο αξιολόγησης των κυβερνήσεων δεν ήταν πλέον η ιδεολογική πόλωση δεξιάς-αντιδεξιάς, αλλά η σύγκλιση της χώρας με τα επίπεδα ευημερίας στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπως αποτυπώθηκε και στο πρόταγμα του ευρωπαϊσμού ως εκσυγχρονισμου από την ηγεσία Σημίτη. Πράγματι, σημειώθηκε μία ουσιαστική προσπάθεια θεσμικού εκσυγχρονισμού, κυρίως με την κατοχύρωση νέων ανεξάρτητων ρυθμιστικών αρχών.

Η ένταξη στην ευρωζώνη, όμως, φαίνεται ότι λειτούργησε ως μία ψευδαίσθηση μετά το 2000 σχετικά με την ανοσία της οικονομίας στις ασθένειες της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας και της δημοσιονομικής διαχείρισης. Η ανήκεστος βλάβη από τη διόγκωση των δαπανών έναντι χαμηλότερων εσόδων, και η αδυναμία μείωσης του χρέους σε περιόδους ανάπτυξης εξέθεσε τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας και προκάλεσε την χειρότερη κρίση από το 1974.

Η “αντι-μνημονιακή” τάση στην πιο πρόσφατη περίοδο ήταν ίσως η σοβαρότερη πρόκληση για τη διαφύλαξη του ευρωπαϊκού προσανατολισμού. Η κατακόρυφη μείωση του ΑΕΠ, οι συνέπειες της δημοσιονομικής προσαρμογής για τα εισοδήματα και την απασχόληση του συντριπτικού μέρους της κοινωνίας προσέφερε την πυρίκαυστο ύλη για την αμφισβήτηση των πολιτικών θεσμών, αλλά και τη διάχυση του αντι-ευρωπαϊσμού. Ωστόσο, το δίλημμα της εξόδου από το ευρώ δεν τέθηκε ποτέ σοβαρά ως πλειοψηφικό πολιτικό αίτημα, όπως συνέβη με το Brexit. Η αμφιθυμία του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με το ευρώ στις διπλές εκλογές 2012 ενδεχομένως του στέρησε μία ιστορική νίκη. Η ηγεσία Τσίπρα παρά την άτεχνη διαχείριση της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους μετά τον Ιανουάριο 2015, προσχώρησε οριστικά στην αποδοχή της ενεργού συμμετοχής της χώρας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, αφού εξουδετέρωσε την αντι-μνημονιακή τάση με το δημοψήφισμα και τις νέες εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015.

Η ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου (2018) σηματοδότησε μία μακρά περίοδο μεταρρυθμίσεων στην οποία κόμματα προερχόμενα από τρεις διαφορετικές παρατάξεις επιδίωξαν ριζικές αλλαγές σε ζητήματα δημοσιονομικής πολιτικής, διοικητικής μεταρρύθμισης και εκσυγχρονισμού της οικονομίας οι οποίες διαμόρφωσαν όρους βιωσιμότητας της χώρας με δεδομένο το ύψος του δανεισμού από ΕΕ και ΔΝΤ (288 δις) και τους ευνοϊκούς όρους για την αποπληρωμή του. Κατέστησε σαφές ότι όταν δεν εφαρμόζονται στον κατάλληλο χρόνο οι πολιτικές υπέρ της βιωσιμότητας του κράτους, τότε οδηγούμαστε σε μία αναγκαστική προσαρμογή με πολλές παράπλευρες συνέπειες, όπως συνέβη με την κακή εκτίμηση ορισμένων μνημονιακών μέτρων στην ύφεση.

Η νέα φάση των δυσκολιών με την πανδημία, την ύφεση, την όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και τα ζητήματα ενεργειακής ασφάλειας και πληθωρισμού απλώς επιβεβαιώνουν την ορθότητα της νέας συναίνεσης υπέρ της ΕΕ μετά το 2015. Το ζήτημα πλέον είναι η συναίνεση αυτή να μετασχηματιστεί σε μία δυναμικότερη αξιοποίηση των δυνατοτήτων βιώσιμης ανάπτυξης στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Μεταξύ των βασικών διεκδικητών της εξουσίας είναι εδραιωμένη η αντίληψη για την τήρηση των όρων της οικονομικής διακυβέρνησης και του συντονισμού των εθνικών πολιτικών με τους ευρωπαϊκούς στόχους. Ωστόσο, χρειάζεται η υπέρβαση της λογικής της σύγκλισης από μία ασθμαίνουσα χώρα η οποία υστερεί και προσπαθεί να διαρκώς να διορθώσει τα κακώς κείμενα.

Ο ευρωπαϊσμός μπορεί να λειτουργήσει και αντίστροφα, ώστε η χώρα να γίνει η ίδια παραγωγός καλών πρακτικών και θεσμικών προτύπων τα οποία να προβάλλει στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι εξελίξεις στις ΑΠΕ, ανάδειξη ορισμένων στρατηγικών πλεονεκτημάτων για τη διοχέτευση ενεργειακών πόρων με μονάδες FSRU, η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων στην ψηφιακή τεχνολογία αποτελούν καλά παραδείγματα.

Έχει διανυθεί σημαντική απόσταση από την ωφελιμιστική αντίληψη, τον εκσυγχρονισμό και τον αναγκαστικό ευρωπαϊσμό. Τα προβλήματα και η εξέλιξη που προέκυψε είναι πλέον κοινό κτήμα. Το εκλογικό σώμα διαθέτει ένα ασφαλές τεκμήριο για να αξιολογήσει κάθε κυβέρνηση σύμφωνα με την κατάταξη της χώρας σε διαφορετικά πεδία πολιτικής με αξιόπιστα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η μεγάλη πρόκληση για την επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο είναι η οριστικοποίηση ενός στρατηγικού σχεδίου το οποίο θα οδηγήσει με ασφάλεια τη χώρα στην περίμετρο της ανθεκτικότητας και της βιωσιμότητας, και θα περιορίσει την επίδραση των εγγενών παθογενειών της πόλωσης, του δημόσιου τομέα και της επιχειρηματικότητας οι οποίες, ας μην έχουμε αυταπάτες, θα εξακολουθήσουν να ασκούν μία αντίρροπη δύναμη.

O Μάνος Παπάζογλου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικών Συστημάτων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Πρώτη δημοσίευση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο

 

Greek Finance Forum Team

 

 

Σχόλια Αναγνωστών

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
   

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2023 Greek Finance Forum