Στις
μέρες μας αυτό δεν ισχύει πια καθώς η συλλογική
δράση περνάει κρίση. Όμως, το νέο ανέκδοτο είναι
ότι εάν πας στον ευρύτερο δημοκρατικό χώρο και
φωνάξεις «αρχηγέ!» θα εκπλαγείς από το πόσοι
είναι έτοιμοι να απαντήσουν θετικά.
Το
βλέπουμε, άλλωστε, όλο το τελευταίο διάστημα και
στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ. Είναι πράγματι
εντυπωσιακό το πόσες και πόσοι πιστεύουν ότι
μπορούν να ηγηθούν του κόμματός τους αλλά και
του δημοκρατικού χώρου συνολικά και να νικήσουν
τον Μητσοτάκη.
Η
πεποίθησή τους αυτή δεν εδράζεται σε κάποιον
άλλο ουσιαστικό λόγο πέραν του ότι θεωρούν ότι
«έχουν απήχηση», ότι «νιώθουν ότι μπορούν να
σταθούν απέναντι στον Μητσοτάκη», ότι
«χειρίζονται καλά την επικοινωνία».
Καμία
αναφορά στο πολιτικό φορτίο τους, ποιο είναι το
πρόγραμμα το οποίο εκπροσωπούν, η εναλλακτική
πολιτική που προτείνουν, η στρατηγική που έχουν
επεξεργαστεί, το μοντέλο διακυβέρνησης που θα
ήθελαν να δοκιμαστούν, το πώς ορίζουν σήμερα την
προοδευτική ή «φιλολαϊκή» πολιτική. Τίποτα, το
μόνο που λένε είναι απλώς ότι «το έχουν».
Ούτε καν
στέκονται στο εάν για παράδειγμα έχουν
οικοδομήσει και σε ποιο βαθμό σχέσεις
εκπροσώπησης με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, εάν
δηλαδή εκπροσωπούν μια εκλογική και πολιτική
δυναμική και εάν η κοινωνία τους αναγνωρίζει
όντως σαν δυνάμει ηγετικές προσωπικότητες και
όχι σαν κάποιο πρόσωπο που κάτι τους θυμίζει από
την τηλεόραση.
Ώρες
ώρες πιστεύω πως το μόνο που κάνουν είναι να
φέρονται σαν υποψήφιοι που πηγαίνουν σε
συνεντεύξεις για να τους προσλάβουν σε μια θέση
εργασίας και εφαρμόζουν συμβουλές του τύπου «να
έχετε αυτοπεποίθηση» και «να πάτε στη συνέντευξη
ακτινοβολώντας ότι σας αξίζει αυτή η θέση».
Για να
μην αναφερθώ στο ότι αντιμετωπίζουν την όλη
διαδικασία όχι σαν μια πολιτική μάχη, μια
αντιπαράθεση ή έστω μια «ευγενή άμιλλα» πάνω σε
προτάσεις, προγράμματα και ιδεολογικές
κατευθύνσεις, αλλά reality game τύπου survivor.
Όλα αυτά
αφετηρία έχουν μια εντυπωσιακή έλλειψη
κατανόησης του τι είναι πραγματικά η πολιτική.
Γιατί
μόνο και μόνο ότι εξακολουθούν να σκέφτονται με
όρους να βρούμε το πρόσωπο που θα είναι ο
«Αντιμητσοτάκης» δείχνει ότι δεν καταλαβαίνουν
γρι.
Γιατί ο
Κυριάκος Μητσοτάκης δεν κυβερνά επειδή είναι ένα
«πρόσωπο». Ούτε η πιο σημαντική πλευρά της
πολιτικής του παρουσίας είναι το «πρόσωπο» που
παρουσιάζει. Σε τελική ανάλυση ουδέποτε
θεωρήθηκε χαρισματικός επικοινωνιακά.
Ο
Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι ένα «πρόσωπο».
Εκπροσωπεί μια πολιτική, ένα κυβερνητικό
πρόγραμμα, έναν τρόπο άσκησης της εξουσίας, μια
κοινωνική συμμαχία που αναγνωρίζει τον εαυτό της
σε αυτή την κυβέρνηση και σε αυτό τον τρόπο
άσκησης της εξουσίας, ένα αφήγημα για το προς τα
πού θα πάει τη χώρα που όσοι τον ακολουθούν το
αποδέχονται, ένα σχέδιο που προκρίνει τις
ιδιωτικοποιήσεις, τη φιλοδυτική εξωτερική
πολιτική, την αποφυγή σημαντικών παροχών για
τους πολλούς, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος νέων
μνημονίων, και μια αυταρχική -και
αναποτελεσματική όπως αποδείχθηκε- εκδοχή
«επιτελικού κράτους».
Αυτή η
πολιτική δεν είναι πλειοψηφική στην κοινωνία,
αλλά κατορθώνει να συγκεντρώνει εκλογικά την πιο
ισχυρή μειοψηφία (αν και με ολοένα μεγαλύτερη
φθορά).
Εάν
κανείς θέλει να ανατρέψει την κυρίαρχη θέση που
έχει αυτή τη στιγμή ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η
Νέα Δημοκρατία, θα πρέπει να κάνει κάτι
αντίστοιχο και όχι απλώς να εμφανιστεί ως ένα
«νέο πρόσωπο», γιατί δεν είμαστε σε talent show.
Και αυτό
σημαίνει ότι πρέπει να παρουσιάσει πρόγραμμα,
προτάσεις συγκεκριμένες για μια εναλλακτική
οικονομική πολιτική, την αντίληψη που έχει για
τη διακυβέρνηση και τη δημοκρατία, τις θέσεις
του για το πώς πρέπει να κινηθεί η εσωτερική
εξωτερική πολιτική και σε αυτή τη βάση να
συγκροτήσει μια ανάλογη κοινωνική συμμαχία και
ουσιαστικά να διεκδικήσει την ηγεμονία σε ένα
σημαντικό τμήμα της κοινωνίας.
Προφανώς
όλα αυτά δεν είναι εύκολα, απαιτούν μελέτη,
προεργασία, τριβή με την κοινωνία και προφανώς
συλλογικότητα γιατί δεν μπορεί όλα αυτά να τα
καταφέρει μόνος του ένας άνθρωπος.
Έχετε
δει τίποτα από όλα αυτά στη διαδικασία εκλογής
αρχηγού στο ΠΑΣΟΚ που είναι σε εξέλιξη εδώ και
καιρό; Κάποια πολιτική αντιπαράθεση ουσίας για
τον χαρακτήρα, το ιδεολογικό στίγμα, το
κοινωνικό όραμα του κόμματος, με τρόπο που να
ενδιαφέρει την κοινωνία και να την εμπνέει;
Είδατε να αναδεικνύονται όλα αυτά τόσο κατά την
καταστροφική για το σύνολο της Αριστεράς περίοδο
που κατέληξε στην καθαίρεση του Στέφανου
Κασσελάκη όσο και τώρα που έχει ξεκινήσει
ουσιαστικά η διαδικασία για την εκλογή νέας
ηγεσίας;
Η
απάντηση είναι όχι! Παρότι αυτό ακριβώς το
πρόβλημα έδειξε η ανάδειξη του Στέφανου
Κασσελάκη. Γιατί αυτοί που τώρα τρέχουν να τον
ξεφορτωθούν επέτρεψαν να εκλεγεί αρχηγός ένας
άνθρωπος που πολιτικά ήρθε κυριολεκτικά από το
πουθενά και που βεβαίως εύλογα απέτυχε, κατά
βάση γιατί δεν ήταν καν πραγματικά πολιτικός,
απλώς και μόνο γιατί τους φάνταζε ότι ήταν ένα
«πρόσωπο που θα μπορούσε να σταθεί απέναντι στον
Μητσοτάκη».
Αλλά
φαίνεται ότι στην Αριστερά πλέον έχει γίνει
κανόνας ότι τα λάθη δεν είναι για να μαθαίνεις
από αυτά, αλλά απλώς για να τα επαναλαμβάνεις.
Γι’ αυτό και ετοιμάζονται για εκλογή ηγεσίας με
τον ίδιο τρόπο.
Όλα αυτά
τα φαινόμενα έχουν να κάνουν με το πώς η
περίοδος της οικονομικής κρίσης στο τέλος δεν
διάλυσε μόνο την αντοχή της κοινωνίας,
μετατρέποντας την σε κοινωνία χαμηλών προσδοκιών
έτοιμη να αποδεχτεί το οτιδήποτε αρκεί να
φαντάζει ως «κανονικότητα» – για να μην ξεχνάμε
και τον πραγματικό λόγο που ανέβηκε στην εξουσία
ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ταυτόχρονα κατάφερε βαρύ
πλήγμα στην αξιοπιστία των κομμάτων του
δημοκρατικού χώρου, στην ικανότητα τους να
παράγουν πολιτική, αλλά και στελέχη που θα
μπορούσαν αυτήν την πολιτική να την κάνουν
πράξη.
Στο μεν
ΠΑΣΟΚ αυτό έγινε όταν έκανε τη μεγάλη στροφή και
από το «λεφτά υπάρχουν» πέρασε στο να βάλει τη
χώρα σε μια πρωτοφανή συνθήκη λιτότητας. Στον δε
ΣΥΡΙΖΑ αυτό έγινε όταν από το «θα ανατρέψουμε τα
μνημόνια» πέρασαν στο να εφαρμόσουν
αποτελεσματικά το τρίτο μνημόνιο.
Δεν θα
πρέπει να ξεχνάμε ότι και το ΠΑΣΟΚ και η
Αριστερά στη Μεταπολίτευση χτίστηκαν από
ανθρώπους που επέλεξαν να στρατευτούν στη βάση
ιδεολογιών και σε πολύ μικρότερο βαθμό
φιλοδοξιών. Ανθρώπων που θεωρούσαν ότι έτσι
υπηρετούσαν ένα πολιτικό σχέδιο, ένα κοινωνικο –
οικονομικό όραμα και το λαό. Αυτό τους έκανε να
βάζουν μεράκι, σκέψη, γνώση.
Προφανώς
και στο ΠΑΣΟΚ αυτό υποχώρησε όσο προχωρούσε η
τριβή του με την εξουσία, αλλά στο μεταξύ είχε
συγκεντρώσει ένα σημαντικό αριθμό στελεχών.
Στην
Αριστερά, που δεν είχε και την ίδια τριβή με την
εξουσία, αυτό συνεχίστηκε μέχρι και την εποχή
των μνημονίων, πράγμα που επίσης σήμαινε τη
διαμόρφωση ενός στελεχιακού πολιτικού δυναμικού
που μπορούσε να βάλει το γενικό συμφέρον πάνω
από το ατομικό.
Το
δυναμικό που στρατεύτηκε μετά από αυτά τα σημεία
καμπής ουσιαστικά δεν έχει επίγνωση του τι είναι
πολιτική. Στην καλύτερη των περιπτώσεων τη
συγχέει με την επικοινωνία και δη σε επίπεδο
μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Στη χειρότερη τη
θεωρεί απλώς ένα πεδίο για να «πιάσεις την
καλή», αρκεί να μπορέσεις να είσαι το «πρόσωπο»
που αναζητά το εκλογικό ακροατήριο.
Το
αποτέλεσμα ένας πληθωρισμός φιλοδοξίας που
συνδυάζεται με ένα τεράστιο έλλειμμα σοβαρότητα.
Ακόμη χειρότερα αυτή η συνθήκη υποβάθμισης
επεκτείνεται και στο ίδιο το εκλογικό ακροατήριο
που είναι έτοιμο να την επικυρώσει. Π.χ. όταν
ήδη το 2019 θεωρούσε τον Αλέξη Γεωργούλη
προτιμότερο από την Κωνσταντίνεβα Κούνεβα.
Αποκορύφωμα όλων αυτών ο ίδιος ο Στέφανος
Κασσελάκης. Ένας άνθρωπος που όχι μόνο πίστεψε
ότι μπορούσε να γίνει αρχηγός αλλά και τα
κατάφερε κιόλας ακριβώς γιατί μίλησε σε ένα
κομματικό ακροατήριο που ήδη αποπροσανατολισμένο
από μια βαριά εκλογική ήττα θεωρούσε ότι αρκούσε
ένα νέο πρόσωπο.
Όμως,
όλα αυτά απλώς κάνουν ακόμη πιο βαθιά μια κρίση
υπαρξιακή σχεδόν του δημοκρατικού χώρου που
ταυτόχρονα μεταφράζεται σε μια κρίση της ίδιας
της λειτουργίας της δημοκρατίας και σε έναν
κίνδυνο υπαρκτό ο μετασχηματισμός της χώρας σε
μια βαθιά νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, αυτό το
ξερίζωμα όλων των αιτημάτων και αξιών της
μεταπολίτευσης και του δημοκρατικού χώρου, να
καταστεί μη αναστρέψιμος.
Ο μόνος
τρόπος να αναστραφεί αυτή η συνθήκη είναι μια
ολική επαναφορά της πολιτικής. Της πολιτικής ως
πρόγραμμα, ιδεολογία, στρατηγική, θέσεις,
στράτευση, συλλογικότητα. Τώρα, πριν απλώς
ζήσουμε άλλη μια επανάληψη του ίδιου του
αδιεξόδου. Γιατί η υπομονή του δυναμικού που θα
ήθελε να δει ξανά ηγεμονικό τον δημοκρατικό χώρο
έχει ήδη εξαντληθεί. Η πρόκληση είναι μην
γυρίσει οριστικά και την πλάτη σε αυτό τον χώρο.
Λευτέρης
Θ. Χαραλαμπόπουλος (in.gr) |