Προκάλεσαν τον καταμερματισμό της αντιπολίτευσης
σε μία νέα μορφή ασυμμετρίας με ένα κυρίαρχο
κόμμα και το διαμοιρασμό των εδρών της
αντιπολίτευσης χωρίς την ανάδειξη μίας ισχυρής
αξιωματικής αντιπολίτευσης. Διαμόρφωσαν μία νέα
εστία αμφισβήτησης με κοινοβουλευτική
εκπροσώπηση λόγω της εισόδου διαφορετικών
κομματικών εκφράσεων της άκρας δεξιάς. Οι
παραπάνω βασικές διαπιστώσεις προδιαγράφουν
ορισμένες θετικές ερμηνείες, αλλά και ορισμένες
ανησυχητικές ενδείξεις.
Στις
θετικές ερμηνείες πρέπει οπωσδήποτε να
διαπιστωθεί ότι το πολιτικό σύστημα έχει πλέον
ανακτήσει όρους σταθερότητας και μετριοπάθειας
έπειτα από τη δεκαετία των πολλαπλών κρίσεων
2010-2020 και τη δοκιμασία για τη βιωσιμότητα
του κράτους και την ανθεκτικότητα της
δημοκρατίας (τον κίνδυνο χρεοκοπίας, τα
προγράμματα οικονομικής προσαρμογής και τις
σοβαρές συνέπειες σε οικονομία και απασχόληση,
την πρωτόγνωρη κρίση εμπιστοσύνης στους
πολιτικούς θεσμούς, την κυβερνητική αστάθεια,
την πανδημία, τη νέα ύφεση και την ενεργειακή
κρίση).
Οι
ηγεσίες των τριών ισχυρότερων κομμάτων ομονοούν
στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, και
στην συστηματική προσπάθεια συγχρονισμού των
εθνικών πολιτικών με τους στόχους της
διακυβέρνησης στην ΕΕ. Αυτό δεν προκύπτει μόνο
από την λεκτική παραδοχή, αλλά κυρίως από την
έμπρακτη βούληση, αφού τα κόμματα αυτά
συμμετείχαν σε κυβερνητικά σχήματα από το 2010
και τα κυβερνητικά πεπραγμένα τους επιβεβαιώνουν
την ακλόνητη πρόσδεση στην ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Η
εξέλιξη αυτή είχε σημειωθεί και μετά το 1993
όταν η διακομματική αποδοχή της ΟΝΕ καθιέρωσε ως
κανόνα τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και τον
θεσμικό εκσυγχρονισμό, και τα κριτήρια του
Μάαστριχτ είχαν εξουδετερώσει τις σοβαρότερες
εστίες αντιπαράθεσης για την οικονομική πολιτική
(και τις οικτρές συνέπειες της πόλωσης το
διάστημα 1981-1993). Αυτό συνέβαλε στην
απο-ιδεολογικοποίηση των ζητημάτων της
οικονομικής πολιτικής, και στην έμφαση στην
κυβερνητική αποτελεσματικότητα.
Οι
εκλογές 2023 αποτυπώνουν μία παρόμοια εξέλιξη
κατά την οποία βασικός συντελεστής του εκλογικού
ανταγωνισμού ήταν η αξιοπιστία του κομματικού
φορέα, της πολιτικής ηγεσίας, η σαφήνεια του
κυβερνητικού προγράμματος και η βούληση και
ποιότητα του πολιτικού προσωπικού. Αυτό εξηγεί
την πρωτόγνωρη ασυμμετρία στην εκλογική επιρροή
συμπολίτευσης και αξιωματικής αντιπολίτευσης,
καθώς η δεύτερη υστέρησε σοβαρά στην ανάδειξη
των στοιχείων αυτών, παρά το γεγονός ότι τα
στοιχεία αυτά καθοδήγησαν την κυβέρνηση Τσίπρα
2015-2019 στην πρώτη φάση της προσπάθειας
ανάκτησης των επιπέδων ευημερίας της υπόλοιπης
Ευρώπης.
Όπως,
όμως, συνέβη και την περίοδο 1993-2009 η
διακομματική συναίνεση δεν προεξοφλεί τα θετικά
κυβερνητικά αποτελέσματα. Ο δημοσιονομικός
εκτροχιασμός μετά το 2000 και η μεταρρυθμιστική
αβελτηρία σε πεδία στα οποία ο συντονισμός της
εθνικής πολιτικής δεν συνοδεύτηκε από την στενή
επιτήρηση των ευρωπαϊκών θεσμών (πχ ασφαλιστικό,
υγεία, αναδιοργάνωση κράτους) τεκμηριώνουν τον
ορατό κίνδυνο μίας νέας φάσης υστέρησης της
χώρας.
Ο
κίνδυνος αυτός ενισχύεται και από την κατανομή
της κοινοβουλευτικής ισχύος. Προέκυψε για πρώτη
φορά μετά το 1977 ένα ασύμμετρο κομματικό
σύστημα με ένα κυρίαρχο κόμμα και το διαμοιρασμό
των εδρών της αντιπολίτευσης σε πολλά μικρότερα
κόμματα. Αυτό σημαίνει ότι η αξιωματική
αντιπολίτευση θα στερηθεί (αριθμητικά και
ποιοτικά) της δυνατότητας να ασκήσει
αποτελεσματικό κοινοβουλευτικό έλεγχο. Την
προσεχή περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ θα επικεντρωθεί σε
ζητήματα εσωκομματικής ανασυγκρότησης, χωρίς να
είναι ορατές οι συνέπειες για τον πολιτειακό
ρόλο του για το δημοκρατικό έλεγχο της
συμπολίτευσης.
Η
περίοδος 2019-2023, παρά τις σημαντικές
επιτυχίες, χαρακτηρίστηκε και από σημαντική
υστέρηση σε επιμέρους πεδία πολιτικής (πχ
αποδοτικότητα φορολογικής πολιτικής,
αναδιοργάνωση του κράτους πέραν των ψηφιακών
υπηρεσιών), ενώ η συγκέντρωση εξουσιών στο
“Μαξίμου” προκάλεσε σοβαρά θεσμικά ζητήματα (πχ
υποκλοπές), χωρίς πάντοτε να αποτρέψει τις
μέτριες και χαμηλές επιδόσεις σε ορισμένα
υπουργικά χαρτοφυλάκια μέσω της διαρκούς
αξιολόγησης του κυβερνητικού προσωπικού.
Ένα άλλο
πρόβλημα για την κυβερνητική λειτουργία είναι
ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έδωσε μεγαλύτερη
βαρύτητα στην (ορθότατη) επιλογή του
προγραμματισμού του κυβερνητικού έργου με ένα
σαφές πλαίσιο στοχοθεσίας, το οποίο καθοδηγούσε
τη δράση των κυβερνητικών στελεχών. Ωστόσο,
μειωμένη έμφαση αποδόθηκε στην ex post facto
αξιολόγηση των αποτελεσμάτων πολιτικής, αλλά και
του κυβερνητικού προσωπικού. Αυτό εξηγεί την
αδυναμία κατανόησης των παθογενειών που
εξακολουθούσαν να υφίστανται σε επιμέρους
λειτουργίες του κράτους, αλλά και την ανάθεση
χαρτοφυλακίων σε πολιτικά πρόσωπα τα οποία
επέδειξαν πλημμελή αφοσίωση ή επιδόσεις στα
καθήκοντά τους.
Οι
οιωνοί δεν είναι ιδιαίτερα θετικοί για τη
δεύτερη θητεία των κυβερνήσεων. Η κυβέρνηση
Σημίτη ΙΙ (2000-2004) δεν διαμόρφωσε ένα
ουσιαστικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων για την
οικονομική ανασυγκρότηση πέραν της ΟΝΕ, ενώ η
κυβερνητική διεύθυνση υπονομεύτηκε από τους
εσωκομματικούς ανταγωνισμούς και την επικράτηση
των κομματικών προτεραιοτήτων (της νέας
εκλογικής νίκης) εις βάρος των κυβερνητικών
προτεραιοτήτων (των παραδοτέων ωφέλιμου
κυβερνητικού έργου).
Όπως
χαρακτηριστικά αναφέρεται στις μελέτες
κυβερνητικής ηγεσίας, κάθε πρωθυπουργός γνωρίζει
ότι στο τραπέζι του υπουργικού συμβουλίου
συνομιλεί με εκείνους που επιδιώκουν να τον
διαδεχθούν. Δεν γνωρίζουμε ακόμη πώς θα
εκδηλωθεί σε βάθος τετραετίας ένας τέτοιος
ανταγωνισμός, αλλά οι συνέπειές του θα είναι
αρνητικές για τη διεύθυνση του κυβερνητικού
έργου.
Εξάλλου,
η αποϊδεολογικοποίηση του εκλογικού ανταγωνισμού
και ο κατακερματισμός της αντιπολίτευσης
δημιουργεί ένα ζήτημα αντιπροσώπευσης για το
πολιτικό σύστημα. Αυτό εκφράζεται με την
κοινοβουλευτική εκπροσώπηση νέων μικρών
κομμάτων, η οποία επισημαίνει ότι εξακολουθεί να
υφίσταται μία ομάδα νεο-αγανακτισμένων, οι
οποίοι λοιδωρούν κυβερνήσεις και κυρίαρχα
πολιτικά κόμματα, και εκφράζουν τη δυσαρέσκειά
τους για την προοπτική της χώρας. Αυτό το τμήμα
της κοινωνίας δεν πρέπει να περιθωριοποιηθεί,
αλλά να γίνει προσπάθεια κατανόησης των λόγων
που τροφοδοτούν αυτή την αντισυστημική τάση, και
των ειδικότερων πολιτικών αιτημάτων.
Πολλές
φορές το εκλογικό σώμα λειτουργεί με όρους
πλημμυρίδας και αμπώτιδας. Σήμερα το εκλογικό
σώμα έκρινε κατά πλειοψηφία τον σχηματισμό μίας
αυτοδύναμης κυβέρνησης με ένα σαφές πλαίσιο
εντολής για την εκπλήρωση ουσιαστικών δεικτών
ευημερίας σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η
ενδεχόμενη διάψευση αυτών των αιτημάτων και των
προσδοκιών, μπορεί να προκαλέσει έως το 2027
αντίστροφες στάσεις στην εκλογική συμπεριφορά.
Η
παρουσία των πολύμορφων αντισυστημικών κομμάτων
είναι μία υπόμνηση ότι η ευστάθεια του πολιτικού
συστήματος δεν είναι ελέω θεού, αλλά λαού και
κυβερνήσεων. Τα σημερινά “ωσαννά” μπορούν να
μετασχηματιστούν ταχύτατα σε αποδοκιμασία, όπως
πολύ συχνά συμβαίνει με την ταχεία φθορά του
πολιτικού κεφαλαίου ακόμη και των ισχυρότερων
κυβερνητικών ηγεσιών της σύγχρονης Ευρώπης.
Χαρακτηριστικά η κυριαρχία Μακρόν έχει πλέον ως
αντίπαλο δέος την άκρα δεξιά και την
αντισυστημική αριστερά, και όχι κάποια
εναλλακτική μετριοπαθή κεντρώα δύναμη. Η πρώτη
εκλογική δοκιμασία είναι οι Ευρω-εκλογές του
Ιουνίου 2024, και ενδεχομένως να σημειωθεί μία
ακόμη φάση στη μετεξέλιξη του κομματικού
συστήματος.
Νίκος
Παπάζογλου (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
O Μάνος
Παπάζογλου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικών
Συστημάτων στο τμήμα Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης
και Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου |