Οι
συμπληγάδες μέσα από τις οποίες πέρασε η
ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας το τελευταίο διάστημα
ήταν φυσικό να εγείρουν μια σειρά από καίρια
ερωτήματα και διλήμματα ως προς τη μελλοντική
πορεία της βιομηχανίας φυσικού αερίου. Κοινός
παρονομαστής του προβληματισμού είναι ο
στρατηγικός ρόλος που καλείται να παίξει το
φυσικό αέριο ως προς την ενεργειακή ασφάλεια,
κατά τα επόμενα 20-30 χρόνια, αφού αποτελεί
βασικό πυλώνα του ενεργειακού μείγματος τόσο
στην ηλεκτροπαραγωγή όσο και στη συνολική
ενεργειακή κατανάλωση των περισσότερων χωρών
στην Ευρώπη. Ενώ παράλληλα θα πρέπει να
ικανοποιηθούν οι στόχοι για το κλίμα όπως αυτοί
έχουν τεθεί από τη Συμφωνία των Παρισίων (2015)
και έχουν εξειδικευθεί από την Ε.Ε.
Με τους
εκπροσώπους της βιομηχανίας να υποστηρίζουν ότι
το φυσικό αέριο, λόγω των πολύ χαμηλών εκπομπών
του και των δυνατοτήτων ενταφιασμού (βλέπε
τεχνολογία CCUS), πρέπει να θεωρείται όχι μόνο
ένα μεταβατικό καύσιμο αλλά άκρως απαραίτητο
αφού μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά
(καλύπτοντας φορτία βάσης στην ηλεκτροπαραγωγή
και πρώτη ύλη στη βιομηχανία) στην
απανθρακοποίηση του ενεργειακού συστήματος. Με
άλλα λόγια, μέσω της κατάλληλης προσαρμογής των
υποδομών το φυσικό αέριο θα μπορεί να συνεχίσει
να χρησιμοποιείται ως βασικό καύσιμο μέχρι το
2050 μειώνοντας παράλληλα το ανθρακικό του
αποτύπωμα.
Αυτό
μπορεί να επιτευχθεί αφενός μέσω της μεταφοράς
υδρογόνου μέσα από τα δίκτυα αερίου και αφετέρου
μέσω της μεγαλύτερης χρήσης LNG αφού υπάρχουν
πλέον οι τεχνικές δυνατότητες για σημαντική
μείωση των εκπομπών τόσο στην παραγωγή του
(δηλαδή στο liquefaction) όσο και στη μεταφορά
και αεριοποίησή του. Με την αγορά LNG να
εκτιμάται ότι μέχρι το 2030 θα έχει υπερσκελίσει
αυτή των αγωγών. Ηδη η παγκόσμια παραγωγή LNG το
2022 ήταν αρκετά αυξημένη σε σύγκριση με τα
προηγούμενα χρόνια (+600 bcma πέρυσι σε σύγκριση
με 516 bcma το 2021), ενώ ήδη διαδραματίζει
καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των τιμών σε
Ευρώπη και Ασία. Εξακολουθεί όμως να καλύπτει
ένα μικρό σχετικά ποσοστό (υπολογίζεται στο 15%)
του συνολικά διακινούμενου παγκοσμίως αερίου.
Τα
περισσότερα στελέχη της βιομηχανίας συμφωνούν
ότι τέσσερις (4) είναι σήμερα οι παράγοντες που
διαμορφώνουν την ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου.
Η
συνεχιζόμενη πολιτική πίεση για περαιτέρω
αποδέσμευση της ευρωπαϊκής αγοράς από το ρωσικό
αέριο με στόχο τον μηδενισμό των εισαγωγών μέχρι
το 2027/2028.
Ο
αυξανόμενος ρόλος του LNG που το 2022 κάλυψε
σχεδόν το 45% της συνολικής ζήτησης αερίου στην
Ευρώπη, σε σύγκριση με προηγούμενα χρόνια που
είναι ζήτημα εάν συμμετείχε με ένα 20%.
Η
μειωμένη ζήτηση αερίου κατά 15% το 2022 και με
μικρές πιθανότητες ανάκαμψης φέτος λόγω
αναιμικής οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνη
και της στροφής της βιομηχανίας προς εναλλακτικά
καύσιμα.
Η
συνεχιζόμενη προσπάθεια για απανθρακοποίηση
(decarbonisation) του ενεργειακού συστήματος
στην Ευρώπη με έμφαση στις ΑΠΕ βάσει των γνωστών
υπερ-φιλόδοξων στόχων της Ε.Ε.
Χωρίς
αμφιβολία η ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου
βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με μια σειρά
κρίσιμων επιλογών. Από τη μια πλευρά η σχεδόν
βίαιη αλλαγή πλεύσης (turnaround), σε λιγότερο
από 9 μήνες, από μαζικές εισαγωγές αερίου από τη
Ρωσία, σε εισαγωγές διά θαλάσσης LNG από ΗΠΑ και
αλλού, και από την άλλη η διαφοροποίησή της διά
αγωγών μεταφοράς αερίου με βασικό προμηθευτή τη
Νορβηγία και αναβάθμιση του ρόλου του
Αζερμπαϊτζάν και της Αλγερίας, δημιουργούν νέες
συνθήκες προμήθειας στην ευρωπαϊκή αγορά αερίου.
Μια νέα
πραγματικότητα έχει διαμορφωθεί πλέον στην
ευρωπαϊκή αγορά, που πριν από το 2022 κάλυπτε
σχεδόν το 1/3 των αναγκών της με εισαγωγές
ρωσικού αερίου. Πέρυσι, οι εισαγωγές αερίου από
τη Ρωσία μειώθηκαν κατά 56% σε σχέση με το 2021
και πρόκειται να μειωθούν περαιτέρω εντός του
τρέχοντος έτους. Ετσι, οι ευρωπαϊκές εταιρείες
το 2022 εισήγαγαν συνολικά 64,5 bcma αερίου από
τη Ρωσία, σε σύγκριση με 146,3 bcma το 2021
(μέσω αγωγών και LNG). Σύμφωνα με στοιχεία του
Oxford Institute of Energy Studies (OIES) το
2023 οι εισαγωγές ρωσικού αερίου στην Ευρώπη
πρόκειται να διαμορφωθούν στο 20% του όγκου προ
της κρίσης, έχοντας μειωθεί πολύ περισσότερο απ’
ό,τι υπολόγιζε αρχικά η Κομισιόν.
Θα
πρέπει να σημειωθεί ότι οι εισαγωγές ρωσικού
αερίου στην Ευρώπη (μέσω Ουκρανίας και Turk
Stream) εξακολουθούν να «τρέχουν» βάσει
υφιστάμενων μακροπρόθεσμων συμβολαίων, αφού η
Ε.Ε. στην πράξη δεν έχει απαγορεύσει τις
εισαγωγές όπως έχει πράξει στην περίπτωση του
ρωσικού πετρελαίου και άνθρακα. Εν τω μεταξύ,
και προκειμένου να καλυφθεί το κενό που έχει
δημιουργηθεί από τις δραματικά μειωμένες
εισαγωγές ρωσικού αερίου, οι ευρωπαϊκές
εταιρείες έχουν σχεδόν διπλασιάσει τις εισαγωγές
LNG, από τα 88 bcma το 2021 στα 154 bcma πέρυσι.
Με το LNG να αναδεικνύεται ως το στρατηγικό
καύσιμο της ευρωπαϊκής ηπείρου, όπου χάρη στην
επέκταση και αναβάθμιση των υποδομών το
τελευταίο διάστημα, αυτό να μπορεί να καλύψει το
μεγαλύτερο μέρος προμήθειας της Ευρώπης τα
επόμενα χρόνια.
Παράλληλα με την αναδιανομή των εισαγωγών αερίου
(αγωγοί έναντι LNG) προχωρούν οι προσπάθειες για
την παραγωγή εγχώριων ποσοτήτων μέσω της αύξησης
παραγωγής βιομεθανίου, με το REPowerEU να έχει
θέσει το φιλόδοξο πλαφόν για 35 bcma μέχρι το
2030, ένα στόχο που αμφισβητεί έντονα η
βιομηχανία ως τελείως ανέφικτο καθότι βρίσκεται
σε ευθεία αντίθεση με τους επίσης παράλογους
ευρωπαϊκούς στόχους για συρρίκνωση της αγροτικής
παραγωγής της Ε.Ε., λόγω δήθεν ανάγκης μείωσης
των εκπομπών μεθανίου από καλλιέργειες και ζώα.
Ταυτόχρονα ξετυλίγεται και το ευρύτερο σχέδιο
της Ε.Ε. για σημαντική μείωση της κατανάλωσης
του φυσικού αερίου μέχρι το 2030 με παράλληλη
αύξηση της χρήσης του υδρογόνου και του
βιομεθανίου. Εδώ υπάρχει σαφές πρόβλημα αφού
καταβάλλεται συστηματική προσπάθεια από
συγκεκριμένους κύκλους για την υποβάθμιση και
περιθωριοποίηση του φυσικού αερίου ως βασικού
καυσίμου. Ετσι διαπιστώνουμε για μια ακόμα φορά
τη σοβαρή αντίφαση μεταξύ αυτού που επιτάσσει το
εθνικό και ευρωπαϊκό συμφέρον για άμεση βελτίωση
της ενεργειακής ασφάλειας, μέσω της αύξησης της
εγχώριας παραγωγής αερίου από κοιτάσματα που
απαντώνται εντός της Ε.Ε. (βλέπε Βόρεια Θάλασσα,
Μαύρη Θάλασσα, Ανατολική Μεσόγειος κ.λπ.) και
του δογματισμού της κλιματικής αλλαγής που
στρέφεται κατά της ενίσχυσης της εγχώριας
βιομηχανίας, με ενθάρρυνση όμως στις κάθε είδους
ενεργειακές εισαγωγές.
Τέλος, η
πρόσφατη ενεργοποίηση της πλατφόρμας για κοινές
προμήθειες αερίου στην Ευρώπη, μέσω του
μηχανισμού Aggregate EU, και η ολοκλήρωση του
πρώτου διαγωνισμού για προμήθεια ύψους 13.4 bcma
(εδώ) δείχνουν την ευελιξία στον τομέα των
προμηθειών που έχει αρχίσει να επικρατεί σε
ευρωπαϊκό επίπεδο. Μπορεί ο εν λόγω μηχανισμός
τελικά να είναι σε θέση να καλύψει ένα μικρό
ποσοστό της τεράστιας ευρωπαϊκής αγοράς αερίου,
πλην όμως είναι ενδεικτικός της νέας δομής της
αγοράς αερίου που σιγά σιγά δημιουργείται στην
Ευρώπη που ενισχύει τον ανταγωνισμό μαζί με τη
βελτίωση της ενεργειακής ασφάλειας.
* Ο κ.
Κωστής Σταμπολής είναι πρόεδρος του ΙΕΝΕ.
** Το
άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της
Κυριακής. |