Καθώς
διαπιστώνει ότι «Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι
έχουν απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο μετά την
αποτυχία της συνάντησης του Κραν Μοντανά το 2017
δυσκολεύοντας τη συνεργασία σε σημαντικούς
τομείς και αυξάνοντας τις εντάσεις στην
Ανατολική Μεσόγειο». Ενώ οι προοπτικές για
επανάληψη των συνομιλιών, πολύ περισσότερο οι
προοπτικές για διευθέτηση του προβλήματος, έχουν
σχεδόν μηδενισθεί ιδιαίτερα καθώς και το
ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον έχει
επιβαρυνθεί. Και καθώς η προοπτική επανένωσης
του νησιού δεν είναι ρεαλιστική επιλογή (στη
βάση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας
– ΔΔΟ) η έκθεση λέγει ότι οι προσπάθειες θα
πρέπει να εστιασθούν στην υιοθέτηση πρακτικών
μέτρων συμφιλίωσης και οικοδόμησης εμπιστοσύνης
μεταξύ των δύο κοινοτήτων (όπως στο εμπόριο,
μετακινήσεις, ΜΟΕ γενικά). «Μετά το Κραν
Μοντανά», καταλήγει η έκθεση, «οι πολιτικοί στην
Κύπρο άφησαν όλες τις ευκαιρίες για αποκλιμάκωση
της έντασης να τους προσπεράσουν. Καιρός να
αλλάξουν τακτική για το καλό των δύο κοινοτήτων,
της ειρήνης και ασφάλειας της Ανατολικής
Μεσογείου».
Παρά τις
παραπάνω διαπιστώσεις, ο νέος πρόεδρος της
Κύπρου Ν. Χριστοδουλίδης φαίνεται να στοχεύει
στην επανέναρξη της διαδικασίας επίλυσης στη
βάση της ΔΔΟ (απορρίπτοντας και ορθώς την
πρόταση της άλλης πλευράς για λύση δύο κρατών,
για νομιμοποίηση δηλαδή της διχοτόμησης). Στην
προσπάθεια αυτή επιδιώκει την ευρύτερη,
«πρωταγωνιστική εμπλοκή» της Ευρωπαϊκής Ενωσης
(ΕΕ) στη διαδικασία με την τοποθέτηση πολιτικής
προσωπικότητας ως ειδικού εκπροσώπου της για το
Κυπριακό με δύο επιμέρους λειτουργίες – τη
συμβολή του στο σπάσιμο του σημερινού αδιεξόδου
και την τεχνοκρατική υποστήριξη των συνομιλιών
εάν και όταν αρχίσουν. Η εμπλοκή της ΕΕ στη
διαδικασία επίλυσης είναι μια επιθυμητή
επιδίωξη. Στο κάτω κάτω το Κυπριακό είναι και
ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα. Οταν το 1986 με τον
αείμνηστο Γ. Κρανιδιώτη ξεκινήσαμε τη διαδικασία
ένταξης της Κύπρου, ο στόχος ήταν ακριβώς αυτός:
ο εξευρωπαϊσμός του κυπριακού προβλήματος. Και
αυτό έγινε με μια ολοκληρωμένη στρατηγική που
συμπεριελάμβανε ως κύρια παράμετρο τον άλλο
κύριο συντελεστή της κυπριακής εξίσωσης: την
Τουρκία. Και η στρατηγική αυτή έφερε
συγκεκριμένους καρπούς στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
του Ελσίνκι (1999) που κατέστησαν εφικτή την
ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.
Η
Λευκωσία επιδιώκει τώρα την «πρωταγωνιστική
εμπλοκή» της ΕΕ, εμπλοκή που ως γνωστόν
απορρίπτει η τουρκοκυπριακή πλευρά και η
Τουρκία, αλλά σε κενό στρατηγικής. Μόνο μια
γενναία, ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή στρατηγική
συγκεκριμένων βημάτων που θα πιστοποιούσε τη
βούληση της Λευκωσίας να αξιοποιήσει ευρηματικά
την Ενωση και τη σχέση της με την Τουρκία (και
τουρκοκυπριακή κοινότητα) θα μπορούσε να
αποδώσει καρπούς. Μαζί με συγκεκριμένες
πρωτοβουλίες στη λογική του πλαισίου του γενικού
γραμματέα ΟΗΕ. Αυτή τη στιγμή η στρατηγική αυτή
απουσιάζει. Και χρειάζεται επειγόντως.
Ο
καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην
πρεσβευτής – σύμβουλος ΥΠΕΞ, μέλος της
συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ και
Research Associate LSE. Από τις εκδόσεις
Παπαζήση κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του «Ελλάδα:
Ορίζοντας 2030. Οι Προκλήσεις Τουρκίας και
Ευρώπης»
Π.Κ.
Ιωακείμιδης (in.gr) |