Ο ΣΥΡΙΖΑ γεννήθηκε από
θυμό. Τον θυμό των
πολιτών που έχασαν την
εμπιστοσύνη τους στα δύο
μεγάλα κόμματα εξουσίας.
Στην πορεία προς την
εξουσία μαζεύτηκαν στο
καραβάνι που προχωρούσε
με ορμή τα πιο
ετερόκλητα στοιχεία. Δεν
είχε και μεγάλη σημασία
άλλωστε, γιατί επρόκειτο
για ένα κίνημα
διαμαρτυρίας, χωρίς όρια
στο πώς εκφραζόταν,
χωρίς την ανάγκη να
υποκύψει σε κανένα
ρεαλισμό. Ηταν άλλωστε η
εποχή της μεγάλης
κοινωνικής κρίσης αλλά
και της πρώτης άνθησης
των μέσων κοινωνικής
δικτύωσης. Ας μην
ξεχνάμε ότι οι βίαιοι
άνεμοι του
αντιμνημονιακού ακραίου
λαϊκισμού δεν παρέσυραν
μόνο την Αριστερά. Η
χώρα είχε ξαναπεράσει
φάσεις πολύ ακραίου
λαϊκισμού, αλλά εκείνη
την περίοδο φτάσαμε σε
έναν νέο πάτο. Η απόλυτη
στοχοποίηση, οι
τραμπουκισμοί, η χρήση
ανιστόρητων όρων έγιναν
η ρουτίνα μας.
Η εξουσία και το ακριβό
–πολύ ακριβό–
φροντιστήριο που
ακολούθησε οδήγησαν
πολλούς από τους
ταλιμπάν του
αντιμνημονιακού
καραβανιού στην
απελπισία και στην
έξοδο. Κάποιοι έμειναν
είτε γιατί ο Αλέξης
Τσίπρας αργεί πάντοτε να
κόψει τους γόρδιους
δεσμούς του είτε γιατί
βόλευαν στην περισυλλογή
αντισυστημικών ψήφων.
Αυτή είναι εξάλλου μια
πάγια δικαιολογία, το
επιχείρημα πως «μα, αν
φύγουν, θα χάσουμε όλες
τις αντισυστημικές
ψήφους». Δεν
καταλαβαίνουν το πώς
εγκλωβίζονται
προεκλογικά σε αδιέξοδα
που μετά έρχονται και
τους κατατρέχουν όταν
πρέπει να κυβερνήσουν.
Και το πώς φουντώνουν
και ταΐζουν το αδυσώπητο
κτήνος του λαϊκισμού που
δεν γνωρίζει όρια και
δαγκώνει με ιδιαίτερη
ευκολία όποιο χέρι το
τάισε.
Βρισκόμαστε στο 2023. Η
Ελλάδα προχωράει. Ο
κόσμος προχωράει. Οι
ρεβάνς με την Ιστορία
δεν απασχολούν τον κόσμο
που θέλει να επιβιώσει
και να ξαναβρεί ένα
καλύτερο μέλλον για τα
παιδιά του. Ο τόπος
χρειάζεται μια καλή
αντιπολίτευση, όσο και
μια καλή κυβέρνηση. Που
να κάνει αδυσώπητη
κριτική και να ελέγχει
σκληρά την κυβέρνηση, να
προσφέρει λύσεις στα
μεγάλα άλυτα ζητήματα
και να έχει μια ομάδα
που μπορεί να κυβερνήσει
χωρίς πειραματισμούς και
ακροβασίες. Πρέπει να
κερδίσουμε τη ρεβάνς με
όσα μας καθηλώνουν ως
χώρα, όχι με τα
φαντάσματα του
παρελθόντος.
Αλέξης Παπαχελάς
(Καθημερινή) |