Η
εγχώρια οικονομικοπολιτική συζήτηση δείχνει να
σοβαρεύει. Οχι πολύ. Αλλά πλέον μπορεί να γίνει
συγκεκριμένη κουβέντα για πολλά ζητήματα, με πιο
ρεαλιστικό τρόπο από ό,τι στο κοντινό παρελθόν.
Το πιθανότερο είναι ότι συνέβαλε σε αυτό η
αίσθηση του κινδύνου που εξαπλώνεται με ταχύτητα
πάνω από τον κόσμο και φτάνει με κάποιον τρόπο
ως τα μέρη μας. Ισως κάτι να μας έμεινε από την
εικονικά «θωρακισμένη οικονομία» του 2008, που
διαδέχτηκε το παραμορφωτικό «λεφτά υπάρχουν» του
2009, όταν και πάλι ο κίνδυνος κάλυπτε μεγάλο
μέρος της παγκόσμιας οικονομίας.
|
Προφανώς
παραφωνίες θα υπάρχουν. Ο γερμανικός οίκος
Scope, που την Παρασκευή τα μεσάνυχτα μας έβαλε
ακόμα πιο βαθιά στην επενδυτική βαθμίδα για
πρώτη φορά έπειτα από 14 χρόνια, επιβράβευσε
λέει τη μείωση του χρέους, τις αναπτυξιακές
προοπτικές και την ανθεκτικότητα του τραπεζικού
τομέα. Κρατήστε το τελευταίο, «συστημένο γράμμα»
προς τον πρόεδρο Νίκο Ανδρουλάκη, ότι η
ανθεκτικότητα αυτή οφείλεται και στη σταδιακή
απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών
απαιτήσεων. Για να γίνει αυτή η απόσβεση
χρειάζεται να έχουν οι τράπεζες όσο πιο πολλά
κέρδη γίνεται, προκειμένου ο φόρος που θα
προκύψει να συμψηφιστεί με την αναβαλλόμενη
φορολογία που δόθηκε αντί χρημάτων στις τράπεζες
το 2016. Με τον έκτακτο φόρο που προτείνει ο
πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να
γίνει, εκτός αν η πρότασή του είχε ως στόχο να
μειωθεί πιο γρήγορα η αναβαλλόμενη φορολογία,
κάτι που δεν ειπώθηκε.
Σε κάθε
περίπτωση, το γεγονός και μόνο ότι εμείς μιλάμε
αυτή την περίοδο του γενικών αναταράξεων για
αναβαθμίσεις (έρχονται και άλλες) και η υπόλοιπη
Ευρώπη που αντιμετωπίζει είτε πολιτική είτε
οικονομική παραλυσία φοβάται υποβαθμίσεις, είναι
σημάδι θετικό.
Ακόμα
πιο σημαντική ήταν η ανάπτυξη 2,4% του τρίτου
τριμήνου, που ανακοίνωσε επίσης την Παρασκευή η
Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία. Αυτή κόντρα σε όσα
έχουν ειπωθεί στο παρελθόν, πραγματικά
«τρώγεται», καθώς σημαίνει υψηλότερα εισοδήματα,
καλύτερες δουλειές, καλύτερες ζωές, όταν τα
εισοδήματα και οι ζωές των περισσότερων άλλων
στην Ευρώπη δυσκολεύουν. Σημαντικό ότι έδειξε –
για την ώρα – να μην επηρεάζεται η ελληνική
οικονομία από το ευρωπαϊκό κλίμα, δεδομένου ότι
είχε προηγηθεί ανάπτυξη 2,2% και 2,3% το 1ο και
το 2ο τρίμηνο του έτους.
Με τα
μέχρι τώρα στοιχεία είμαστε πάνω και από τον
στόχο του 2024 (2,3% έναντι 2,2%) και αυτό μετρά
πολύ ειδικά αυτή την περίοδο. Σημείο μικρού
προβληματισμού το γεγονός ότι η ανάπτυξη
στηρίχθηκε ξανά στην ανθεκτικότητα της ιδιωτικής
κατανάλωσης (μάλλον λογικό με τη νέα αύξηση του
τουρισμού που καταγράφηκε), ενώ οι επενδύσεις
κατέγραψαν τη μικρότερη αύξηση από το 2021. Για
να καταλάβουμε, βρισκόμαστε εκεί που ήμασταν και
πέρυσι τέτοια περίοδο στο 15,8%, όταν ο μέσος
όρος στην ευρωζώνη που θέλουμε να φτάσουμε
κινείται στο 20,6%. Χωρίς δηλαδή ουσιαστική
πρόοδο. Από την κυβέρνηση λένε ότι στο 4ο
τρίμηνο έχουν πέσει στην οικονομία πολλά λεφτά
από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα οποία θα ενισχύσουν
τα μεγέθη, αλλά αυτό θα χρειαστούμε ακόμα
μερικούς μήνες για να δούμε αν επιβεβαιώνεται.
Μέχρι τότε με τον ρυθμό που αλλάζουν τα
πράγματα, ενδεχομένως να έχουμε ένα παντελώς νέο
για μια ακόμα φορά τα τελευταία χρόνια τοπίο.
Νίκος
Φιλιππίδης (in.gr)
|