Παράλληλα,
με τη γερμανική οικονομία να ασθμαίνει
ουσιαστικά από το τέλος της πανδημίας -όταν και
θέριεψε η πληθωριστική κρίση η οποία δοκίμασε
την Ευρώπη για σχεδόν δύο ολόκληρα χρόνια- και
τον ρώσο-ουκρανικό πόλεμο να αναδεικνύει τη
σοβαρότητα μιας σειράς εξαιρετικά κρίσιμων
στρατηγικών σφαλμάτων της Άγκελα Μέρκελ,
σπιλώνοντας ανεπανόρθωτα την πολιτική της
κληρονομιά, η γερμανική πολιτική σκηνή είδε για
πρώτη φορά μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου
Πολέμου και μετά την ακροδεξιά να αναπτύσσει μια
πρωτοφανή και επικίνδυνη δυναμική. Στις εκλογές
του 2025, τις οποίες ο Σολτς δεν είχε άλλη
επιλογή από το να τις προκηρύξει πρόωρα, το AfD
-το οποίο δέκα χρόνια νωρίτερα ακροβατούσε
ανεπιτυχώς στο όριο της εισόδου στην Bundestag-
αναμένεται να κερδίσει εύκολα τη δεύτερη θέση,
πίσω από το ακόμα κραταιό - αλλά και
αποδυναμωμένο CDU/CSU· η Γερμανία το
δεύτερο τέταρτο του 21ου αιώνα είναι μια εντελώς
διαφορετική χώρα από εκείνη των ετών που
προηγήθηκαν.
Μια σύντομη
ιστορία του γερμανικού οικονομικού θαύματος
Τα κλισέ
σχετικά με την οικονομική ισχύ της Γερμανίας,
ιδιαίτερα στο πλαίσιο της επιρροής της εντός της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, είναι
ευλόγως αμέτρητα. Η «ατμομηχανή της Ευρώπης»
αποτέλεσε από το 1992 μέχρι και σήμερα μία εκ
των σημαντικότερων κινητήριων δυνάμεων της
ευρωπαϊκής οικονομικής ανάπτυξης, ενώ η συνεπής
αποδοτικότητα του γερμανικού παραγωγικού
μοντέλου, σε συνδυασμό με την ευλαβικά
προτεσταντική αφοσίωση των γερμανικών
κυβερνήσεων στη διατήρηση των ισορροπημένων
ισολογισμών της χώρας -αλλά και τον περιορισμό
των ελλειμμάτων στο διηνεκές- δεν αποτέλεσε
απλώς μια δοκιμασμένη συνταγή για τη γερμανική
οικονομική ευημερία, αλλά συνέβαλε και ως
εξισορροπητική -και καθησυχαστική, για τις
διεθνείς αγορές- δύναμη στο πλαίσιο της
ευρωπαϊκής κρίσης χρέους. Η αυτοπεποίθηση του
Βερολίνου στην ουσιαστικά άνευ όρων
εξασφαλισμένη επιτυχία του γερμανικού
οικονομικού μοντέλου αποτέλεσε και την αφορμή η
οποία οδήγησε την Μέρκελ ώστε να θεσπίσει το
λεγόμενο «φρένο χρέους», δηλαδή τον συνταγματικό
περιορισμό ο οποίος ορίζει ότι το γερμανικό
πρωτογενές έλλειμμα δεν μπορεί να αποκλίνει από
το 0.35% του γερμανικού ΑΕΠ. Παράλληλα, οι
σταθεροί ρυθμοί ανάπτυξης τους οποίους
επετύγχανε επανειλημμένα τη γερμανική οικονομία
από την αρχή του 21ου αιώνα -με εξαίρεση, φυσικά
την οικονομική κρίση του 2008- πράγματι θα
έπειθαν οποιονδήποτε πως το γερμανικό οικονομικό
μοντέλο θα εξασφάλιζε στους Γερμανούς πολίτες
μια μακρόπνοη ευημερία· το γερμανικό θαύμα
φαινόταν πως έχει ακλόνητα θεμέλια.
Εξάλλου, η
ταύτιση της γερμανικής βιομηχανίας με τη
σχεδιαστική τελειότητα, αλλά και την απόλυτη
πρακτικότητα σε κάθε επίπεδο, αποτέλεσε για
δεκαετίες το χαρακτηριστικό το οποίο απέδιδε στη
φράση “made in Germany” μια αίσθηση ενός
ζηλευτού βιομηχανικού -και αμιγώς γερμανικού-
εξαιρετισμού. Παρότι η χώρα παρέμεινε διαιρεμένη
για σαράντα-πέντε συναπτά έτη, και παρά τις
αντικειμενικές δυσκολίες της επανένωσης της
βιομηχανικά ισχυρής πρώην Δυτικής Γερμανίας με
τη -ρημαγμένη και εξαθλιωμένη από την ανύπαρκτη
οικονομική κληρονομιά του κομμουνιστικού
καθεστώτο- πρώην Ανατολική Γερμανία, από τη
δεκαετία του 1990 μέχρι και την πανδημία η
γερμανική οικονομία χαρακτηρίστηκε από έναν
εντυπωσιακό ρυθμό βιομηχανοποίησης, ο οποίος
κατέστησε την ομοσπονδιακή Γερμανία σε μια
εξαγωγική υπερδύναμη. Αρκεί κανείς να λάβει
υπόψιν του πως, μέχρι το 2019, η Γερμανία
αποτελούσε την τρίτη μεγαλύτερη εξαγωγική δύναμη
παγκοσμίως μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες και την
Κίνα, κατείχε το ισχυρότερο εμπορικό ισοζύγιο
παγκοσμίως -έχοντας φτάσει δηλαδή κοντά στο
καλύτερο δυνατό επίπεδο αυτάρκειας το οποίο
επιτρέπει η παγκοσμιοποιημένη οικονομία- ενώ
παράλληλα αποτελούσε έναν εκ των ισχυρότερων
εμπορικών κόμβου στη διεθνή εφοδιαστική αλυσίδα
πάσης φύσεως βιομηχανικών προϊόντων.
Θέτοντας το
διαφορετικά, πριν από την πανδημία η γερμανική
οικονομία όχι απλώς αποτελούσε μια αποκλίνουσα
περίπτωση μεταξύ των υπολοίπων κρατών - μελών
της ΕΕ, σε ό,τι τουλάχιστον αφορά την ισχύ και
τη διεθνή επιρροή της, αλλά σε έναν υποθετικό
κόσμο όπου η Κοινή Αγορά δεν αποτελούσε
πραγματικότητα, θα επέτρεπε στη Γερμανία να
ανταγωνίζεται τις μεγαλύτερες οικονομικές
υπερδυνάμεις του κόσμου. Σήμερα ωστόσο, σχεδόν
τίποτα στη χώρα δεν θυμίζει τις δεκαετίες της
ευημερίας και του γερμανικού οικονομικού
εξαιρετισμού, τόσο σε βιομηχανικό, όσο και
σε δημοσιονομικό επίπεδο· αυτή ακριβώς η νέα
πραγματικότητα αναμένεται να αποτυπωθεί και στο
αποτέλεσμα της μεθεπόμενης Κυριακής.
Γερμανικές
εκλογές: Η πανδημία, ο ρώσο-ουκρανικός πόλεμος,
και η τέλεια καταιγίδα
Βλέποντάς
το από απόσταση -και αν περιορίσουμε την οπτική
μας στα πρώτα δύο έτη της πανδημίας- η γερμανική
οικονομία μπορεί μεν να δοκιμάστηκε τόσο σε
δημοσιονομικό, όσο και σε παραγωγικό επίπεδο από
την άνω τελεία την οποία επέβαλλαν βιαίως τα
αλλεπάλληλα lockdown στο πλαίσιο της αποφυγής
της εξάπλωσης του ιού, χωρίς ωστόσο η
συγκεκριμένη συνθήκη να εξηγεί τις σημερινές
οικονομικές πιέσεις. Το ξέσπασμα της πανδημίας
οδήγησε σε μια από τις σοβαρότερες οικονομικές
κρίσεις την οποία αντιμετώπισε η χώρα από το
τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά -με το
γερμανικό ΑΕΠ να βυθίζεται κατά 4.6%, και τις
γερμανικές εξαγωγές να συρρικνώνονται κατά
σχεδόν 10%- ωστόσο άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες,
οι οποίες έκτοτε έχουν ανακάμψει, αντιμετώπισαν
σαφώς περισσότερα προβλήματα. Όμως, η κλιμάκωση
των πληθωριστικών πιέσεων στο τέλος του 2021 και
τις αρχές του 2022 οδήγησαν και στη δραματική
αύξηση του ενεργειακού κόστους, με τη γερμανική
οικονομία να αντιμετωπίζει έναν πληθωρισμό της
τάξεως του 5.3%, το οποίο αποτέλεσε και ιστορικό
υψηλό από την επανένωση και μετά. Σε εκείνο
ακριβώς το σημείο ξεκίνησε να διαφαίνεται μια
τρομακτική συνθήκη για το Βερολίνο: η σχεδόν
πλήρης ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη
Ρωσία -οποία αποτέλεσε σχεδόν εξολοκλήρου έργο
της Μέρκελ- κατέστησε τη χώρα πλήρως ευάλωτη σε
μια συνθήκη στην οποία η εισαγωγή της ρωσικής
ενέργειας δεν θα μπορούσε πλέον να
πραγματοποιείται με τους όρους οι οποίοι ίσχυαν
κατά τη διάρκεια των ήρεμων δεκαετιών του 2000
και του 2010· το μόνο που πλέον χρειαζόταν για
την τέλεια καταιγίδα, ήταν απλώς μια επιπλέον
συνθήκη.
Σε αυτό το
πρωτοφανές οικονομικό πλαίσιο για τη χώρα, ο
ρώσο-ουκρανικός πόλεμος αποτέλεσε τη χειρότερη
δυνατή εξέλιξη για το Βερολίνο. Η ενεργειακή
κρίση, η οποία ακολούθησε σχεδόν αμέσως τη
ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ανέδειξε με τον
πλέον ξεκάθαρο τρόπο την ευαλωτότητα της
γερμανικής οικονομίας, καθώς οι τιμές του
φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος
σημείωσαν αυξήσεις μέχρι και 300%, με όλα όσα
αυτό συνεπάγεται τόσο για την καθημερινότητα του
μέσου Γερμανού πολίτη, όσο φυσικά και για το
παραγωγικό κόστος της γερμανικής βιομηχανίας· η
σφοδρότητα της ενεργειακής κρίσης ήταν τέτοια
που ο διεθνώς πανίσχυρος γερμανικός τομέας
βιομηχανικών υλικών αναγκάστηκε να περικόψει
αυτοβούλως το επίπεδο της παραγωγής του καθώς
δεν μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί στα κόστη. Ως
αποτέλεσμα της ενεργειακής εξάρτησης της
Γερμανίας από τη Ρωσία, το Βερολίνο είδε τις
γερμανικές εξαγωγές αυτομάτως να συρρικνώνονται
-καθώς οι εισαγωγείς στράφηκαν σε εναλλακτικές
όπως τις ΗΠΑ και την Κίνα- αλλά και τον λόγο του
γερμανικού εμπορικού ισοζυγίου να μεταβάλλεται
απότομα. Η δραματική μείωση των γερμανικών
εξαγωγών, η αποδυνάμωση των γερμανικών
αυτοκινητοβιομηχανιών ήδη από τα έτη της
πανδημίας, και η αδυναμία του Βερολίνου ώστε να
στραφεί σε ενεργειακές εναλλακτικές, καθήλωσαν
τη χώρα σε μια παρατεταμένη στασιμότητα, με το
ρυθμό της γερμανικής ανάπτυξης έκτοτε ουσιαστικά
να παραμένει παγωμένος στο 0%.
Δεδομένα,
αυτή η τέλεια καταιγίδα έφερε στην επιφάνεια και
άλλες παθογένειες της γερμανικής οικονομίας, οι
οποίες ωστόσο κρύβονταν καλά από τα φώτα λόγω
της πρότερης σταθερότητος της. Ενδεικτικά, η
παρατεταμένη στασιμότητα της γερμανικής
οικονομίας ανέδειξε την αδυναμία του γερμανικού
τραπεζικού τομέα ώστε να ανταγωνιστεί ακόμα και
αντίστοιχους τομείς άλλων κρατών - μελών της ΕΕ,
την αναγκαιότητα της μείωσης των εταιρικών φόρων
οι οποίοι αποτελούσαν κανονικότητα για
δεκαετίες, αλλά και τη δραματική καθυστέρηση του
γερμανικού ψηφιακού ιδιωτικού τομέα ώστε να
στραφεί προς την τεχνητή νοημοσύνη, η οποία
φυσικά είχε και σαφείς επιπτώσεις στην αδυναμία
του γερμανικού βιομηχανικού τομέα ώστε να
ανακάμψει ταχύτερα, και να ανταγωνιστεί
αποδοτικότερα τις ΗΠΑ και την Κίνα. Πάνω απ’
όλα, είναι πλέον περισσότερο σαφές από ποτέ πώς
η στροφή του Βερολίνου στις ανανεώσιμες πηγές
ενέργειας, και το κλείσιμο των γερμανικών
πυρηνικών εργοστασίων, αποτέλεσε άλλο ένα
συντριπτικό λάθος για τη γερμανική οικονομία.
Φυσικά, το
ερώτημα του ενός εκατομμυρίου αφορά τον τρόπο με
τον οποίο η συγκεκριμένη οικονομική
πραγματικότητα θα αποτυπωθεί πολιτικά στην
πράξη. Η συνθήκη η οποία ξεχωρίζει τις φετινές
γερμανικές εκλογές από κάθε προηγούμενη δεν
είναι άλλη από το γεγονός πως περίπου το 70% των
Γερμανών πολιτών ανησυχούν πλέον τόσο για τις
προσωπικές οικονομικές τους προοπτικές, αλλά και
για εκείνες της χώρας τους, τη στιγμή που κανένα
εκ των συστημικών γερμανικών πολιτικών κομμάτων
δεν φαίνεται να προτείνει μία πειστική
δημοσιονομική προσέγγιση, αλλά και ένα εξίσου
πειστικό αφήγημα ως προς την εξυγίανση και τη
μεταρρύθμιση του γερμανικού παραγωγικού
μοντέλου. Προφανώς, η πρωτοφανής οικονομική
αβεβαιότητα, αλλά και η συρρίκνωση του πολιτικού
κεφαλαίου τόσο του CDU/CSU -με τη
μακροοικονομική και γεωπολιτική κληρονομιά της
εποχής Μέρκελ να ξηλώνεται μέρα με τη μέρα- όσο
και του SPD -με τα πεπραγμένα της συγκυβέρνησης
Σολτς να είναι τόσο απογοητευτικά, όσο και νωπά-
ευνοεί όσο ποτέ άλλοτε το AfD· οι παράλληλες
κοινωνικές πιέσεις στο σύνολο της χώρας,
ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη μεταναστευτική
πολιτική την οποία υιοθέτησε η Γερμανία κατά τη
διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών, και η οποία
θα αναλυθεί στο επόμενο μέρος του αφιερώματος -
έχουν δημιουργήσει ένα ιδανικό πολιτικό πλαίσιο
για τη δεδομένη επιτυχία της γερμανικής
ακροδεξιάς.
Με τα
σημερινά δεδομένα -και εφόσον οι εκτιμήσεις
αποδειχθούν ακριβείς, και το CDU/CSU επικρατήσει
στις εκλογές, σχηματίζοντας μια τρικομματική
κυβέρνηση συνεργασίας με το SPD και είτε τους
Πράσινους, είτε τους Φιλελεύθερους- δεν
διαφαίνεται οποιαδήποτε άλλη βιώσιμη οδός από
μια συνταγματική μεταρρύθμιση η οποία θα
καταργήσει τον μηχανισμό f του περιορισμού του
δημόσιου χρέους, καθώς η Γερμανία βρίσκεται σε
μια πρωτοφανή ανάγκη δανεισμού έτσι ώστε να
ενισχύσει τις αναπτυξιακές της προοπτικές.
Βλέποντάς το ξανά από απόσταση, θα απορούσε
κανείς γιατί αυτή η συζήτηση δημιουργεί τόσο
πρόβλημα στο γερμανικό πολιτικό σύστημα, και
ειδικά στον επικεφαλής του CDU/CSU -και
επικρατέστερο επόμενο Καγκελάριο της χώρας-
Friedrich Merz. Ο λόγος είναι πως η συγκεκριμένη
αναθεώρηση του γερμανικού συντάγματος ουσιαστικά
θα δώσει και επισήμως το τέλος στο αφήγημα του
γερμανικού οικονομικού εξαιρετισμού των
προηγούμενων δεκαετιών· η Γερμανία θα αναγκαστεί
πλέον να υιοθετήσει δημοσιονομικά εργαλεία τα
οποία η προηγούμενη οικονομική πραγματικότητα
εντός της οποίας κινούνταν της έδινε τη
δυνατότητα να αποφύγει. Μπροστά στην
εναλλακτική της περεταίρω ενίσχυσης της
γερμανικής ακροδεξιάς, αυτό μοιάζει με ένα μικρό
αντίτιμο, τουλάχιστον στα μάτια των τρίτων
πολιτών της ΕΕ, οι οποίοι αναγνωρίζουν πως η
ακμάζουσα γερμανική οικονομία, αποτελεί
προϋπόθεση για την ενίσχυση της
ανταγωνιστικότητας της Ευρωζώνης, σε ένα διαρκώς
-και βιαίως- μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα.
Άγης
Παπαγεωργίου (Athens Voice)
|