Ποιος είναι
ο σκοπός των δασμών; Τι προσπαθούν οι
κυβερνήσεις να επιτύχουν με αυτούς; Ο διαπρεπής
οικονομικός ιστορικός και ειδικός στο εμπόριο,
Ντάγκλας Ιρβινγκ, συνοψίζει τη λειτουργία των
δασμών στα τρία «R».
Εσοδα (Revenues),
περιορισμοί (Restrictions)
και αμοιβαιότητα (Reciprocity).
Οι δασμοί ουσιαστικά επιτελούν τη λειτουργία
φόρων στα εισαγόμενα προϊόντα και συνεισφέρουν
έσοδα στον κρατικό προϋπολογισμό (το ποιος
επωμίζεται αυτόν τον φόρο είναι μια περίπλοκη
ερώτηση χωρίς σαφή απάντηση). Με το έλλειμμα του
ομοσπονδιακού προϋπολογισμού στις ΗΠΑ να
κυμαίνεται σε ιστορικά υψηλά για περίοδο ισχυρής
ανάπτυξης, μέρος αυτών των εσόδων θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί για χρηματοδότηση του
ελλείμματος. Ο
Nτ.
Τραμπ άλλωστε έχει υποσχεθεί την επέκταση
φοροαπαλλαγών της πρώτης θητείας του που είναι
δύσκολο να καλυφθούν χωρίς κάποια επιπλέον πηγή
εσόδων.
|
Στα χρόνια
της διακυβέρνησης Τραμπ και Μπάιντεν είδαμε τη
χρήση δασμών στο πλαίσιο των προαναφερθέντων
περιορισμών για να προστατευθεί η εγχώρια
παραγωγή. Αυτοί είχαν τη μορφή στοχευμένων
μέτρων βιομηχανικής πολιτικής για τομείς της
οικονομίας που η κυβέρνηση ανήγαγε ως
στρατηγικής σημασίας με προεκτάσεις εθνικής
ασφάλειας. Οι δασμοί ειδικεύονταν σε κατηγορίες
προϊόντων όπως οι ημιαγωγοί (semiconductors),
οι μπαταρίες λιθίου και τα ηλεκτρικά οχήματα. Η
λογική εδώ μπορεί να κατανοηθεί ως ένα
αντιστάθμισμα (trade
off)
μεταξύ αποδοτικότητας στην παραγωγή και εθνικής
ασφάλειας. Οι χώρες της Ασίας μπορεί να παράγουν
φθηνότερα τα εξαρτήματα που θα χρησιμοποιήσουν
στη συνέχεια οι αμερικανικές επιχειρήσεις και να
συμφέρουν οι εισαγωγές. Το ρίσκο, όμως, της
απουσίας εγχώριας παραγωγής σε περίπτωση
προβλήματος στην εφοδιαστική αλυσίδα
αξιολογείται ως υπερβολικά μεγάλο για κρίσιμα
εξαρτήματα και προϊόντα.
Οσον αφορά
την αμοιβαιότητα, διακρίνουμε δύο κύριες
περιπτώσεις. Υπάρχει μια «θετική» μορφή όπου μια
χώρα συμφωνεί να μειώσει τους δασμούς όταν ο
άλλος εταίρος πράξει το ίδιο στο πλαίσιο μιας
εμπορικής συμφωνίας. Στον αντίποδα, υπάρχει μια
«αρνητική» μορφή όπου μια χώρα αυξάνει μονομερώς
τους δασμούς εναντίον μιας άλλης για να
ανταποδώσει αυτό που αντιλαμβάνεται ως άδικη
μεταχείρισή της. Για να κατανοηθεί η επιμονή της
σημερινής διακυβέρνησης στην προώθηση πολιτικών
οριζόντιων δασμών, χωρίς διακρίσεις μεταξύ
εταίρων και ανταγωνιστών, πρέπει να εξεταστούν
οι απόψεις βασικών προσώπων στον στενό κύκλο της
ηγετικής οικονομικής ομάδας του Λευκού Οίκου
σχετικά με το εμπορικό έλλειμμα, τον ρόλο του
δολαρίου και του ομοσπονδιακού χρέους στο
παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.
O
υποψήφιος πρόεδρος του οικονομικού συμβουλίου
του Ντ. Τραμπ, Στέφεν Μιράν, σε μελέτη που
δημοσιεύει τον Νοέμβριο του 2024 αναλύει πως οι
δασμοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εργαλείο
για ανακατατάξεις στο παγκόσμιο οικονομικό
σύστημα που θα έχουν ως στόχο να διορθώσουν
ανισορροπίες του παγκόσμιου εμπορίου. Το δολάριο
και τα κρατικά ομόλογα είναι παγκόσμια
αποθεματικά επειδή οι ΗΠΑ είναι η πιο δυναμική
οικονομία στον κόσμο, με ισχυρούς θεσμούς και
σεβασμό στον νόμο. Ως αποτέλεσμα, όμως, υπάρχει
ανοδική πίεση στο δολάριο επειδή όλοι θέλουν να
κατέχουν το πιο ασφαλές περιουσιακό στοιχείο. Με
το εμπορικό έλλειμμα να αυξάνεται από τη
δεκαετία του 1980, θα ανέμενε κάποιος το δολάριο
να υποτιμηθεί και να μετριαστεί αυτό το
έλλειμμα. Ο λόγος όμως για τον οποίο το δολάριο
δεν υποτιμάται με τον τρόπο που θα περιμέναμε
αποδίδεται στο γεγονός ότι οι ξένοι είναι
πρόθυμοι να διακρατήσουν δολάρια όχι για να
αγοράσουν αμερικανικά αγαθά, αλλά για να
κατέχουν τα αμερικανικά χρεόγραφα – δημόσιο
χρέος (treasuries),
εταιρικό χρέος και μετοχές. Αυτό προβάλλεται
ένας θεμελιώδης λόγος που αυτή η ανισορροπία
παραμένει. Ετσι, ο μεταποιητικός τομέας των ΗΠΑ,
με τα εμπορεύσιμα προϊόντα που παράγει,
συμπιέζεται από την όρεξη των ξένων να
αποκτήσουν μερίδιο στο αμερικανικό
χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η ισχύς του δολαρίου
έχει θεωρηθεί από παράγοντες της σημερινής
διοίκησης ένας από τους λόγους για την
κατάρρευση της μεταποίησης και την επακόλουθη
πτώση της μεσαίας εισοδηματικής τάξης που την
απαρτίζει.
Στο
στρατόπεδο Τραμπ βλέπουν την εμπορική πολιτική
και την εθνική ασφάλεια ως άρρηκτα συνδεδεμένες.
Η Αμερική παρέχει μια παγκόσμια αμυντική ασπίδα
στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, κάτι που
συνεισφέρει στο καθεστώς αποθεματικού νομίσματος
για το δολάριο και έχει μετατραπεί σε βάρος με
βάση την παραπάνω ανάγνωση. Αυτή η σύνδεση
εξηγεί κατά τον Μιράν γιατί ο πρόεδρος Τραμπ
θεωρεί ότι άλλα έθνη εκμεταλλεύονται την Αμερική
σε άμυνα και εμπόριο ταυτόχρονα: η αμυντική
θωράκιση και τα εμπορικά ελλείμματα συνδέονται
μέσω του νομίσματος.
Η
στρατηγική των δασμών εντάσσεται στο πλαίσιο των
–ανορθόδοξων– μέτρων που στο μυαλό του συμβούλου
Μιράν θα μπορούσαν να πιέσουν τους εμπορικούς
εταίρους προς ένα πιο δίκαια αποτιμημένο
δολάριο. Με δεδομένη την αγάπη του Ντ. Τραμπ για
συμφωνίες, η πρόταση πολιτικής του Μιράν είναι
μια συμφωνία παρόμοια με τη Συνθήκη Πλάζα του
1985. Η ιδέα είναι ότι οι ΗΠΑ θα δώσουν στο
G7,
στη Μέση Ανατολή και στη Λατινική Αμερική
ασφάλεια και πρόσβαση στις αμερικανικές αγορές
και, σε αντάλλαγμα, αυτές οι χώρες θα
συμφωνήσουν να παρέμβουν για να υποτιμήσουν το
δολάριο, αυξάνοντας το μέγεθος του μεταποιητικού
τομέα υψηλής ειδίκευσης των ΗΠΑ. Για την ώρα
κάτι τέτοιο φαντάζει αρκετά μακρινό, δεδομένου
ότι πολλές κεντρικές τράπεζες είναι ανεξάρτητες
και γενικά απρόθυμες να στοχεύσουν
συναλλαγματικές ισοτιμίες αν δεν εγκυμονεί
κάποια κρίση. Η νέα αμερικανική διοίκηση έχει,
όμως, αποδείξει ότι αρέσκεται να επιδιώκει
αιφνιδιασμούς και ανορθόδοξες λύσεις.
*Ο κ.
Σταύρος Μαλκίδης είναι
Hayek
fellow
και υπότροφος Ωνάση στο Πανεπιστήμιο της Νέας
Υόρκης.
** Το
άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της
Κυριακής.
|