• Η πρώτη
σχετίζεται με την απορρύθμιση (Deregulation)
συγκεκριμένων κλάδων και αγορών, όπως π.χ. η
ενέργειας και η χρηματοπιστωτικός κλάδος.
• Η
δεύτερη, με τις μειώσεις φόρων (εταιρικών κερδών
και ατομικών εισοδημάτων) καθώς και με τη
χρονική παράταση υφιστάμενων φοροαπαλλαγών.
• Η τρίτη
σχετίζεται με την επιβολή δασμών σε εισαγόμενα
προϊόντα (κυρίως από χώρες με εξαγωγικό
πλεόνασμα έναντι των ΗΠΑ).
• Η
τέταρτη, με τη μείωση του κόστους λειτουργίας
του δημόσιου τομέα.
• Και
τέλος, η πέμπτη αφορά στον έλεγχο της
(παράνομης) μετανάστευσης.
Η δυσκολία
υπολογισμού των οικονομικών επιπτώσεων της
εφαρμογής των πολιτικών αυτών έγκειται στο
γεγονός ότι είναι σε μεγάλο βαθμό
αντικρουόμενες. Η απορρύθμιση των αγορών
αποτελεί (σε όρους οικονομικής θεωρίας) ένα
θετικό σοκ από την πλευρά της προσφοράς, καθώς
αυξάνει την παραγωγική δυνατότητα της
οικονομίας, με θετικές επιπτώσεις σε εισοδήματα
και κερδοφορία. Παράλληλα και οι μειώσεις
φορολογίας αποτελούν επίσης ένα θετικό σοκ για
την οικονομία, αλλά αυτή τη φορά από την πλευρά
της ζήτησης, καθώς αυξάνουν το διαθέσιμο
εισόδημα νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Στον
αντίποδα, ο περιορισμός της μετανάστευσης
αποτελεί ένα αρνητικό σοκ στην προσφορά /
παραγωγή, καθώς μειώνεται το διαθέσιμο εργατικό
δυναμικό. Τέλος, οι δασμοί αποτελούν ένα
αρνητικό σοκ ζήτησης, καθώς είναι μια
κεκαλυμμένη μορφή αύξησης της φορολογίας,
περιορίζοντας το διαθέσιμο εισόδημα των
νοικοκυριών και κατ’ επέκταση τα επίπεδα
εσωτερικής κατανάλωσης.
Ωστόσο, η
απλή κατανόηση των πηγών της υφιστάμενης
αβεβαιότητας αποτελεί ένα μόνο μέρος της
απαραίτητης διαδικασίας εκπόνησης προβλέψεων για
το 2025.
Το δεύτερο
προαπαιτούμενο σχετίζεται με την κατανόηση του
πλαισίου των υφιστάμενων αντικειμενικών
περιορισμών, τους οποίους ούτε και ο εκάστοτε
πρόεδρος των ΗΠΑ δεν μπορεί να αγνοήσει. Ο
πρώτος και κύριος περιορισμός αφορά στη
δημοσιονομική κατάσταση των ΗΠΑ. Ο πρόεδρος
Τραμπ αναλαμβάνει την εξουσία σε μια συγκυρία
που το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ ξεπερνά το
6% του ΑΕΠ και το χρέος ανέρχεται σε 120% του
ΑΕΠ. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το
σημαντικό έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών
συναλλαγών, σημαίνει ότι οι ΗΠΑ εξαρτώνται από
τη διάθεση των διεθνών επενδυτών να
χρηματοδοτούν τα ελλείμματα αυτά επενδύοντας σε
αμερικανικά αξιόγραφα, όπως ομόλογα και μετοχές.
Ο δεύτερος σημαντικός περιορισμός που θα πρέπει
να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση Τραμπ αφορά στο
επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης. Το ΑΕΠ των ΗΠΑ τα
τελευταία τρία χρόνια αυξάνεται με ρυθμούς 2,5%
με 3%, επίπεδα αισθητά υψηλότερα του 2% το οποίο
αντανακλά τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές
δυνατότητες των ΗΠΑ. Εάν λοιπόν σε μια
υπερθερμαινόμενη οικονομία υιοθετηθούν πολιτικές
περαιτέρω τόνωσης της ζήτησης (π.χ. μέσω
φοροαπαλλαγών), το πιο πιθανό αποτέλεσμα θα
είναι η αναζωπύρωση του πληθωρισμού, η αύξηση
των εισαγωγών –με παράλληλη διεύρυνση του
ελλείμματος ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών–, η
ενίσχυση του δολαρίου και εν τέλει η μείωση της
αμερικανικής ανταγωνιστικότητας. Με άλλα λόγια,
τα μέτρα τόνωσης της αμερικανικής οικονομίας θα
καταλήξουν να ενισχύσουν τις οικονομίες των
βασικών οικονομικών εταίρων των ΗΠΑ – αποτέλεσμα
διαμετρικά αντίθετο από αυτό που επιδιώκεται
μέσω της επιβολής δασμών στις εισαγωγές.
Για τις ΗΠΑ
όλα τα ανωτέρω σημαίνουν ότι οι οικονομικές
εξελίξεις κατά τη διάρκεια του 2025 μπορεί να
διαχωριστούν σε δύο «ημίχρονα». Κατά τη διάρκεια
του α΄ εξαμήνου της διακυβέρνησης του Τραμπ, οι
αγορές θα δώσουν στη νέα κυβέρνηση χώρο και
χρόνο να εφαρμόσει τις πολιτικές για τις οποίες
έχει εκλεγεί. Η καθοριστική μεταβλητή σύμφωνα με
την ανάλυσή μας θα είναι η πορεία του
δημοσιονομικού ελλείμματος. Εάν το κόστος παλιών
και νέων φοροαπαλλαγών μπορέσει να καλυφθεί από
τα έσοδα των αυξημένων δασμών και την
εξοικονόμηση δημοσίων δαπανών και ταυτόχρονα η
οικονομία των ΗΠΑ συνεχίσει να κινείται με
ρυθμούς περί το 2%, τότε κατά το β΄ εξάμηνο του
έτους οι εξελίξεις θα επιβραβεύσουν κυβέρνηση
και επενδυτές. Στην περίπτωση όμως που το
δημοσιονομικό έλλειμμα διευρυνθεί έτι περαιτέρω
και ο λόγος χρέους/ΑΕΠ συνεχίσει την ανοδική του
πορεία, οι αγορές ομολόγων θα τιμωρήσουν τις
επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές, με
αποτέλεσμα το β΄ εξάμηνο τα αυξημένα επιτόκια
όχι μόνο να αποτελέσουν τροχοπέδη στην πορεία
των αγορών, αλλά και να οδηγήσουν σε αναθεώρηση
ολόκληρο το μείγμα της οικονομικής πολιτικής της
κυβέρνησης Τραμπ.
Επίσης και
η Ευρώπη θα επηρεαστεί καθοριστικά από τις
πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στις ΗΠΑ.
Στην περίπτωση της Ευρωζώνης, κομβικής σημασίας
μεταβλητή θα αποτελέσει η πορεία της
αποθεματοποίησης / διακράτησης εργατικού
δυναμικού (labour
hoarding).
Στην Ευρωζώνη, η πτώση του ποσοστού ανεργίας
κινείται σε αντιδιαστολή με τη στασιμότητα του
ΑΕΠ. Αυτό συμβαίνει γιατί, από την περίοδο της
πανδημίας και μετά, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις
έχουν προτιμήσει να διακρατήσουν
–υποαπασχολώντας– μέρος των εργαζομένων τους,
προσδοκώντας τη μελλοντική ανάκαμψη της
οικονομικής δραστηριότητας. Εάν όμως το α΄
εξάμηνο του 2025 η οικονομική δραστηριότητα
παραμείνει στάσιμη, τότε είναι πολύ πιθανό το β΄
εξάμηνο να δούμε επιδείνωση στην αγορά εργασίας,
καθώς οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, αργά αλλά
σταθερά, θα αρχίσουν να προσαρμόζονται στη νέα
πραγματικότητα.
*Ο κ.
Ηλίας Λεκκός είναι επικεφαλής Οικονομικής
Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής, Τράπεζα
Πειραιώς.
** Το
άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της
Κυριακής.
|