Σε ένα
ενδιαφέρον άρθρο στο
ηλεκτρονικό Πρώτο Θέμα ο πρόεδρος του Συμβουλίου
Οικονομικών Εμπειρογνωμώνων (ΣΟΕ) Μιχάλης
Αργυρού προσπαθεί να εξηγήσει το φαινόμενο.
Αναφέρει ως βασική αιτία της γενικευμένης
αντίληψης των Ελλήνων περί προσωπικής φτώχειας
ότι στην χώρα μας υπάρχει υψηλό ποσοστό
οικονομικού αναλφαβητισμού, και αυτό μας οδηγεί
σε λανθασμένη αντίληψη για την κατάστασή μας.
Επίσης, «η αρνητική εμπειρία της μεγάλης κρίσης
της περασμένης δεκαετίας έχει πολύ μεγάλη μνήμη,
έχει σημαδέψει την εθνική κοινωνική ψυχολογία»
ενώ [ως κυβέρνηση] «δεν έχουμε καταφέρει να
περάσουμε επαρκώς το μήνυμα ότι η ελληνική
οικονομία έχει βελτιωθεί αισθητά. Κατά συνέπεια,
πρέπει να ενισχύσουμε την επικοινωνία μας για να
αλλάξουμε αυτή την (προφανώς κατάφωρα
λανθασμένη) κοινωνική αντίληψη». Και για να
γίνει αυτό, καταλήγει το άρθρο, θα χρειαστεί η
κυβέρνηση να δουλέψει περισσότερο με τους
διαμορφωτές της κοινής γνώμης, ούτως ώστε να
περάσει το μήνυμα στους πολίτες.
Είναι
όντως έτσι; Είναι οι Έλληνες συλλογικά ανίκανοι
να εκτιμήσουν την προσωπική τους οικονομική
κατάσταση; Είναι ο οικονομικός αναλφαβητισμός, η
βαθιά κρίση από την οποία βγήκαμε και η
επικοινωνιακή αδυναμία της κυβέρνησης οι αιτίες,
και δεν βλέπουμε το θαύμα που συμβαίνει μπροστά
στα μάτια μας;
Μπορεί
πράγματι η Ελλάδα να είναι από τις τελευταίες
χώρες στην κατάταξη
οικονομικού αλφαβητισμού, αλλά ο
δείκτης αυτός μετράει άλλα στοιχεία, που έχουν
περισσότερο σχέση με την οικονομική συμπεριφορά
των υποκειμένων. Τα δύο είναι ίσως αλληλένδετα:
αν δεν ξέρουμε να διαχειριστούμε τα έσοδά μας με
σωφροσύνη, βρισκόμαστε εκτεθειμένοι στο τέλος
του μήνα και γενικώς. Αυτό ίσως να μας
δημιουργεί ένα αίσθημα υποκειμενικής φτώχειας,
αλλά μόνο στον βαθμό που έχουμε δαπανήσει
ανεξέλεγκτα πριν. Επομένως, ίσως κάποιοι Έλληνες
εξακολουθούν να θέλουν να ζουν πάνω από τις
δυνατότητές τους και, όταν δεν το καταφέρνουν,
αισθάνονται φτωχοί.
Δεν
είναι όμως εδώ το βασικό πρόβλημα. Ας
ανατρέξουμε στα συγκριτικά στοιχεία για το
διάμεσο εναρμονισμένο διαθέσιμο εισόδημα των
πολιτών στην ΕΕ. Σε στοιχεία για το 2023, με
9.340 ευρώ για έναν ενήλικα, η Ελλάδα
κατατάσσεται προτελευταία μετά την Βουλγαρία. Ο
μέσος όρος της ΕΕ είναι 18.381 ευρώ: το ετήσιο
εισόδημα ενός Έλληνα είναι σχεδόν το μισό από
ότι ο μέσος όρος της ΕΕ. Άλλωστε, με ορόσημο το
2010, ενώ το εισόδημα των Ευρωπαίων αυξήθηκε
κατά 20%, στην Ελλάδα παραμένει κατά 26%
χαμηλότερο. Ωστόσο, το κόστος ζωής στην Ελλάδα
δεν είναι αντίστοιχα χαμηλό: με τελευταία
διαθέσιμα στοιχεία για το 2021, στην Ελλάδα
πληρώναμε για τρόφιμα 5,1% πάνω από τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο, και 69,6% παραπάνω για
τηλεπικοινωνίες, στις οποίες επιβαρυνόμαστε με
υψηλότατους φόρους και τέλη. Με μισό εισόδημα
από τους ευρωπαίους, σε κανένα δείκτη ακρίβειας
δεν βρισκόμαστε κάτω από το μισό του ευρωπαϊκού
μέσου όρου. Για όρους σύγκρισης, οι δύο χώρες με
τους χαμηλότερους μισθούς, η Ρουμανία και η
Βουλγαρία, βρίσκονται παράλληλα στις τελευταίες
θέσεις ως προς το κόστος ζωής (με εξαίρεση και
για τις δύο το κόστος στις μεταφορές, όπου και
πάλι όμως βρίσκονται αισθητά κάτω από τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο).
Πολλοί
Ευρωπαίοι έρχονται για διακοπές στην Ελλάδα.
Καταναλώνουν εδώ πολλές εξαγόμενες τουριστικές
υπηρεσίες: ξενοδοχεία, εστιατόρια και χώροι
διασκέδασης, μεταφορικά και εισιτήρια,
καταστήματα τουριστικών ειδών, θεάματα και άλλα.
Οι Έλληνες που παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες,
προσαρμόζουν τις τιμές τους ανάλογα με τους
πελάτες τους. Ευλόγως λοιπόν θεωρούν ότι, με
μέσο εισόδημα κοντά στα 19 χιλιάδες ευρώ, οι
πελάτες τους μπορούν να πληρώσουν ανάλογες
τιμές. Μέσω της διάχυσης, η δομή της οικονομίας
μας επιτρέπει την διατήρηση αδικαιολόγητα υψηλών
τιμών σε άλλους τομείς της οικονομίας. Έτσι
διαμορφώνεται ένα περιβάλλον όπου ο μέσος
Έλληνας αναγκάζεται να στερηθεί αγαθά που για
πολλούς Ευρωπαίους θεωρούνται δεδομένα, όχι είδη
πολυτελείας: ένα εστιατόριο πότε-πότε, μία
έξοδο, ένα ταξίδι. Όταν ο μέσος Έλληνας δεν
μπορεί να απολαύσει αυτά, πόσο μάλλον όταν
βλέπει τους υπόλοιπους να έχουν πρόσβαση, τότε
ναι, υποκειμενικά, αισθάνεται ο φτωχός συγγενής.
Και είναι.
Τέλος,
αξίζει να συμπληρώσουμε εδώ ότι το στατιστικό
όριο της φτώχειας ορίζεται στο 60% του διάμεσου
εισοδήματος. Με διάμεσο εισόδημα κάτω από 10.000
ευρώ τον χρόνο, που είναι ήδη πολύ χαμηλό, ως
άνθρωπος σε κίνδυνο φτώχειας θα θεωρηθεί αυτός
που βγάζει λιγότερα από 6.000 ευρώ τον χρόνο.
Καταλαβαίνουμε αμέσως την ειρωνία των αριθμών.
Δεν θέλω
να υποβαθμίσω την μεγάλη δουλειά που έχει κάνει
η κυβέρνηση. Για να μείνουμε στο θέμα μας, το
εισόδημά μας το 2019 ήταν στα 7.650 ευρώ το
χρόνο, και σήμερα υπολογίζεται στα 9.340. Σε
πολλούς άλλους τομείς καταγράφονται αντίστοιχα
καλές επιδόσεις, ο αντίκτυπος των οποίων θα
είναι σημαντικός για όλους. Αλλά σίγουρα η
αίσθηση φτώχειας που επικρατεί δεν είναι ούτε
επικοινωνιακό θέμα, ούτε πρόβλημα συλλογικής
χρηματο-οικονομικής άγνοιας.
Αναστασία Πανοπούλου (Athens Voice)
|