Βλέποντάς
το από απόσταση, ένας βασικός λόγος ο οποίος
εξηγεί τη μετατροπή του Ντόναλντ Τραμπ σε
ένα πρωτοφανές -και διεθνές- κοινωνικό φαινόμενο
αποτελεί το γεγονός πως ο ίδιος καθ’ όλη τη
διάρκεια της παρουσίας του στην αμερικανική
πολιτική σκηνή, παρουσιάστηκε εξαιρετικά
απρόβλεπτος, προχωρώντας σε πρωτοφανείς
παρεμβάσεις οι οποίες διέψευδαν τόσο τους
αντιπάλους και τους επικριτές του, όσο ακόμα και
τους στενότερους πολιτικούς του συμμάχους. Το
παράδοξο σήμερα είναι πως, κατά τη διάρκεια της
πρώτης εβδομάδας μετά την επιστροφή του στον
Λευκό Οίκο, ο Τραμπ έχει ήδη προχωρήσει σε μια
σειρά πολιτικών επιλογών, οι οποίες
επιβεβαιώνουν πώς ο ίδιος σκοπεύει όντως να
προχωρήσει σε ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις σε
ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο πλέον θα
λειτουργεί η Ουάσιγκτον, τόσο εντός ΗΠΑ, όσο και
διεθνώς.
Τα
εκτελεστικά διατάγματα του Ντόναλντ Τραμπ:
αλλάζοντας τις ΗΠΑ
Σε αντίθεση
με το 2017 -όταν και ανέλαβε για πρώτη φορά την
αμερικανική προεδρία- όπου οι πρώτες μέρες του
Τραμπ στον Λευκό Οίκο ήταν χαοτικές, σήμερα ο
47ος, πλέον, Πρόεδρος των ΗΠΑ, επέστρεψε στα
καθήκοντα του άρτια προετοιμασμένος.
Αξιοποιώντας το προνόμιο τον εκτελεστικών
διαταγμάτων, ο Τραμπ πέρασε τη δεύτερη πρώτη του
εβδομάδα στην αμερικανική προεδρία ξηλώνοντας
επί της ουσίας την κληρονομιά του Τζο Μπάιντεν,
αλλά και επιχειρώντας να αποδείξει τόσο στους
ψηφοφόρους του, όσο και στο σύνολο του
αμερικανικού εκλογικού σώματος, πως οι ΗΠΑ θα
κάνουν μια σαφή στροφή προς τον κοινωνικό
συντηρητισμό, όπως αυτός ερμηνεύεται από το
σύγχρονο ρεπουμπλικανικό κόμμα. Ενδεικτικά, ορισμένα
από τα σημαντικότερα εκτελεστικά διατάγματα τα
οποία υπέγραψε αφορούν την αυστηροποίηση της
μεταναστευτικής πολιτικής μέσω μιας σειράς
πολύπλοκων νομικών αναθεωρήσεων και εφαρμογής
νέων μέτρων -στο πλαίσιο της οποίας κήρυξε τη
χώρα σε κατάσταση εθνικής κρίσης- ενώ παράλληλα
προχώρησε και στον χαρακτηρισμό των καρτέλ
ναρκωτικών ως τρομοκρατικές οργανώσεις· και οι
δύο αυτές κινήσεις αποτελούσαν παράλληλα και δύο
από τις σημαντικότερες προεκλογικές δεσμεύσεις
του νέου Αμερικανού Προέδρου.
Σε ένα
δεύτερο επίπεδο, ο Τραμπ επιχείρησε μέσω των
εκτελεστικών του διαταγμάτων να εξαλείψει
οποιαδήποτε πρακτική εφαρμογή του αφηγήματος της
πολιτικής ορθότητας και της συμπεριληπτικότητας,
την οποία ανήγαγαν σε σύγχρονη σταυροφορία οι
πολιτικοί του αντίπαλοι. Από τα μέσα της
προηγούμενης δεκαετίας -όταν οι Δημοκρατικοί
έκαναν μια σαφή και προσηλωμένη στροφή προς τη
woke κουλτούρα- οι ΗΠΑ βρίσκονται επί της ουσίας
σε έναν άτυπο κοινωνικό εμφύλιο πόλεμο· η
διαφορά ανάμεσα στα δύο κόμματα είναι πως, από
το 2015 μέχρι και σήμερα, μόνο οι Ρεπουμπλικάνοι
έχουν βρει στο πρόσωπο του Τραμπ τον προφήτη του
κοινωνικού αξιακού συστήματος το οποίο πρεσβεύει
τις θέσεις τους. Μετά την -αντικειμενικά
θριαμβευτική- επιστροφή του στον Λευκό Οίκο, ο
Τραμπ έχει πλέον τόσο το προσωπικό, όσο και το
πολιτικό κεφάλαιο ώστε να διατάξει την κατάργηση
οποιασδήποτε συμπεριληπτικής πολιτικής στην
ομοσπονδιακή κυβέρνηση, είτε μέσω της
επισημοποίησης της θέσης της αμερικανικής
κυβέρνησης πως πλέον θα αναγνωρίζει μόνο δύο
φύλα, είτε μέσω της κατάργησης των αμέτρητων
επιτροπών DEI (Diversity – Equality – Inclusion)
οι οποίες είχαν θεσπιστεί κατά τη διάρκεια των
τελευταίων ετών, και σε μεγάλο βαθμό αποτελούν
σύμβολα της επέλασης της πολιτικής ορθότητας
διάχυτα εντός αμερικανικής κοινωνίας.
Τα
εκτελεστικά διατάγματα και η νέα αμερικανική
εξωτερική πολιτική
Από την
πρώτη του θητεία στην αμερικανική προεδρία, ο
Τραμπ πέτυχε να αναγάγει τον εαυτό του σε έναν
εκ των πλέον καθοριστικών προέδρων -στο σύνολο
της αμερικανικής ιστορίας, χωρίς καμία υπερβολή-
σε ό,τι αφορά τον φιλοσοφικό επαναπροσδιορισμό
της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ως
θιασώτης ενός νέο-απομονωτικού δόγματος -στο
πλαίσιο του οποίου ο Τραμπ τασσόταν ανέκαθεν
υπέρ της υιοθέτησης μιας αμιγώς συναλλακτικής
προσέγγισης της Ουάσιγκτον εντός του διεθνούς
συστήματος, τόσο απέναντι σε γεωπολιτικούς
αντιπάλους, όσο και σε παραδοσιακούς εταίρους,
αλλά και της υιοθέτησης μιας αμιγώς
προστατευτικής εμπορικής πολιτικής- ο Τραμπ
πέρασε τα τελευταία τέσσερα χρόνια κατακρίνοντας
σφόδρα τις πρωτοβουλίες του προκατόχου του
σχετικά με το διεθνές επίπεδο. Παρότι τα
εκτελεστικά διατάγματα τα οποία αφορούν την
αμερικανική εξωτερική και εμπορική πολιτική δεν
έχουν εκ προοιμίου ίση ικανότητα αλλαγής των
συσχετισμών, συγκριτικά με τα διατάγματα τα
οποία αφορούν αμιγώς εσωτερικά ζητήματα,
εντούτοις αποτελούν μια σαφή δήλωση προθέσεων
της νέας αμερικανικής κυβέρνησης. Έτσι, ο Τραμπ
μπορεί μεν να περιορίστηκε στην αποχώρηση των
ΗΠΑ από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, ή από
την κλιματική Συμφωνία του Παρισιού -όπως και
στη συμβολική μετονομασία του Κόλπου του Μεξικό
ως «Κόλπο της Αμερικής»- ωστόσο η πρόθεσή του να
υιοθετήσει μια ακόμα πιο συγκρουσιακή προσέγγιση
στο πλαίσιο του δόγματος του “America First” η
οποία θα αψηφά, και εν τέλει ίσως να καταργήσει,
ορισμένες από τις σταθερές της αμερικανικής
εξωτερικής πολιτικής από το τέλος του Β’
Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, κατέστη περισσότερο
σαφής από ποτέ.
Η πρώτη
διεθνής παρουσία του Τραμπ στο παγκόσμιο
οικονομικό φόρουμ του Νταβός
Πιστός στο
δόγμα του νέο-απομονωτισμού, ο Τραμπ προχώρησε
και στην πρώτη του διεθνή παρουσία κατά τη
διάρκεια της πρώτης εβδομάδας στον Λευκό Οίκο,
καθώς συμμετείχε -έστω και διαδικτυακά- στο
φόρουμ του Νταβός, προχωρώντας σε μια ομιλία η
οποία αποσαφήνισε σε μεγάλο βαθμό -και
μονοπωλώντας την προσοχή σύσσωμης της διεθνούς
κοινότητας- τις προτεραιότητές του σε επίπεδο
εξωτερικής πολιτικής. Ενδεικτικά, στο πλαίσιο
της ομιλίας του ο Τραμπ δεσμεύτηκε να προχωρήσει
σε σημαντική μείωση των εταιρικών φόρων για τις
εταιρείες οι οποίες θα μεταφέρουν τον κύκλο
εργασιών τους εντός της αμερικανικής
επικράτειας, αλλά παράλληλα και στη δραματική
αύξηση των δασμών απέναντι σε εκείνες οι οποίες
παρότι εδρεύουν τυπικά στις ΗΠΑ, επί της ουσίας
εισάγουν τα προϊόντα τους στην αμερικανική
αγορά. Ταυτόχρονα, ο Τραμπ προχώρησε σε μια
ακόμα δριμεία κριτική απέναντι στις πρακτικές
των εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ -και κυρίως της
Ευρωπαϊκής Ένωσης- αποσαφηνίζοντας εμμέσως πλην
σαφώς πως η κυβέρνηση του δεν μπλοφάρει σε
ό,τι αφορά το ενδεχόμενο αύξηση των δασμών
απέναντι στην εισαγωγή των προϊόντων τρίτων
χωρών, ενώ κάλεσε σε εξαιρετικά αυστηρό τόνο
τα κράτη-μέλη του OPEC -και ειδικά την κυβέρνηση
της Σαουδικής Αραβίας- να προχωρήσουν στη μείωση
της τιμής του πετρελαίου ανά βαρέλι· ο Τραμπ
απέδωσε μια ευρύτερη γεωπολιτική διάσταση στο
συγκεκριμένο ζήτημα, υποστηρίζοντας πως με αυτό
τον τρόπο θα αποδυναμωθεί η ρωσική οικονομία -η
οποία στηρίζεται ακόμα σε πολύ μεγάλο βαθμό στην
εξαγωγή ενέργειας, παρά τις ευρωπαϊκές κυρώσεις-
γεγονός το οποίο ενδεχομένως να συμβάλει
καθοριστικά στην επιτάχυνση του τερματισμού του
ρώσο-ουκρανικού πολέμου.
Στην πράξη,
παρότι η τοποθέτηση του Τραμπ στο Νταβός δεν
έκρυβε κάποια έκπληξη, αποτέλεσε παράλληλα και
μια από τις πλέον σημειολογικές εμφανίσεις του
ενώπιων τόσο του αμερικανικού εκλογικού σώματος,
όσο και ενός εξαιρετικά διευρυμένου διεθνούς
ακροατηρίου, την οποία ο 47ος Αμερικανός
Πρόεδρος αξιοποίησε στο έπακρο ώστε να μην
αφήσει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της
εξωτερικής και της εμπορικής πολιτικής την οποία
αναμένεται να ακολουθήσει. Σε κάθε περίπτωση,
όμως, τόσο στο πλαίσιο της παρουσίας του στο
Νταβός, όσο και καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώτης
του εβδομάδας στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ
εμφανίστηκε προσεκτικός αποφεύγοντας να λάβει
ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες, καθώς υιοθέτησε από
την πρώτη στιγμή μια μετριοπαθή στάση αναμονής,
τόσο απέναντι στις δύο παράλληλες γεωπολιτικές
κρίσεις τις οποίες καλείται να διαχειριστεί
-στην Ανατολική Ουκρανία, και τη Μέση Ανατολή-
όσο και σε ό,τι αφορά την επιβολή δασμών
απέναντι τόσο σε εμπορικούς και γεωπολιτικούς
ανταγωνιστές, όσο και σε εταίρους. Στην ουσία,
οι πρώτες μέρες του Τραμπ στην προεδρία
απέδειξαν την πρόθεσή του να κρατά τη διεθνή
κοινότητα σε εγρήγορση, αλλά και να μην
παρεκκλίνει από τον συναλλακτικό τρόπο με τον
οποίο επιθυμεί πλέον η Ουάσιγκτον να ελίσσεται
εντός του διεθνούς συστήματος, με τον ίδιο να
επιλέγει να ανεβάζει τους τόνους -όπως έκανε και
μετεκλογικά- σε μια προφανή διαπραγματευτική
προσέγγιση, από την οποία ωστόσο οι ΗΠΑ
φαίνονται μέχρι στιγμής να ευνοούνται, όπως
υποδεικνύει το γεγονός πως αντίπαλοι και εταίροι
έχουν αναπροσαρμόσει μια σειρά θέσεών τους, στην
προσπάθειά τους να κατευνάσουν τον Αμερικανό
Πρόεδρο.
Κλείνοντας
παλιούς λογαριασμούς: ο Άντονι Φάουτσι, ο Μάικ
Πομπέο, και οι καταδικασμένοι της επίθεσης στο
Καπιτώλιο
Τέλος, ο
Τραμπ προχώρησε και σε ορισμένες σημειολογικές
κινήσεις, οι οποίες παρότι δεν αφήνουν ιδιαίτερο
αποτύπωμα σε επίπεδο υψηλής πολιτικής, εν
τούτοις διατηρούν έναν εξαιρετικά ισχυρό
συμβολισμό, προσθέτοντας μια ευρύτερη διάσταση
στην παρατεταμένη κοινωνική σύγκρουση εντός των
ΗΠΑ. Ενδεικτικά, ο
Τραμπ προχώρησε στην άρση της αστυνομικής
ασφάλειας για τον Άντονι Φάουτσι -ο οποίος
αποτέλεσε μακράν τον ισχυρότερο αξιωματούχο στο
πλαίσιο της αντιμετώπισης της πανδημίας του
Covid-19 εκ μέρους της κυβέρνησης Μπάιντεν, και
έναν εκ των πλέον αντιδημοφιλών προσώπων στις
τάξεις των Ρεπουμπλικάνων- αλλά και του πρώην
Υπουργού Εξωτερικών στην πρώτη του θητεία στο
Λευκό Οίκο, Μάικ Πομπέο, σε μια κίνηση η οποία
αποδεικνύει ξανά πως ο 47ος Αμερικανός Πρόεδρος
έχει επιλέξει να υιοθετήσει μια συγκρουσιακή
πολιτική απέναντι τόσο στους πολιτικούς του
αντιπάλους, όσο και σε πρώην πολιτικούς του
συμμάχους, οι οποίοι έχουν εναντιωθεί δημοσίως
στις πολιτικές τις οποίες επιθυμεί να εφαρμόσει.
Παράλληλα, ο Τραμπ αποφάσισε να αποδώσει χάρη
στους καταδικασμένους διαδηλωτές τις επίθεσης
στο Καπιτώλιο της 6ης Ιανουαρίου του 2021, σε
μια κίνηση απόλυτης επίδειξης ισχύος απέναντι
τόσο στους Δημοκρατικούς, όσο και στα μεγάλα
αμερικανικά δίκτυα ενημέρωσης· αξίζει να
σημειωθεί πως αρκετοί εκ των αθωωθέντων εξέτιαν
πλέον πολυετείς ποινές κάθειρξης. Στην ουσία,
μέσω των συγκεκριμένων σημειολογικών κινήσεων, ο
Τραμπ επισημοποίησε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο
την πρόθεσή του όχι απλώς να συγκρουστεί με τους
πολιτικούς του αντιπάλους -εντός και εκτός του
κόμματός του- αλλά και να ενισχύσει στον απόλυτο
βαθμό τον ιδεολογικό πυρήνα του πολιτικού του
αφηγήματος, το οποίο χτίζει ήδη εδώ και σχεδόν
δέκα χρόνια, και στο οποίο ακόμα και τα γεγονότα
της 6ης Ιανουαρίου αποτελούν δυνητικά μοχλό
πίεσης απέναντι στους επικριτές του.
Μια πρώτη
ματιά στο μέλλον
Μπορεί ο
Τραμπ να μην αποτελεί τον Πρόεδρο οποίος εξελέγη
είτε με το μεγαλύτερο ποσοστό έναντι του
αντιπάλου του, είτε με τη μεγαλύτερη διαφορά στο
Κολλέγιο των Εκλεκτόρων, ωστόσο το γεγονός και
μόνο πως επέστρεψε στον Λευκό Οίκο μετά την ήττα
του το 2020, καθιστά την επιστροφή του στην
αμερικανική προεδρία ξεχωριστή. Βλέποντάς το από
απόσταση, το μομέντουμ με το οποίο ο Τραμπ
ανέλαβε τα καθήκοντά του -αλλά και ο βαθμός στον
οποίο η συγκεκριμένη εξέλιξη από μόνη της
προκάλεσε πρακτικά αποτελέσματα σε διεθνές
επίπεδο πριν καν ο ίδιος λάβει κάποια
συγκεκριμένη πρωτοβουλία- μπορεί να συγκριθεί
μόνο με εκείνο της εκλογής του Μπαράκ Ομπάμα
πίσω στο 2008, το οποίο ωστόσο πιθανότατα
ξεπερνάει με κάθε τρόπο. Ο λόγος είναι πως, αντί
με μια διάχυτη προσδοκία αλλαγής την οποία είχε
δημιουργήσει η τότε εκλογή του Ομπάμα, η εκλογή
του Τραμπ ταυτίστηκε με τη βεβαιότητα της
πλήρους απόκλισης από την πολιτική κληρονομιά
του Τζο Μπάιντεν, αλλά και την αμφισβήτηση
σταθερών και αξιών -τόσο σε εσωτερικό, όσο και
σε διεθνές επίπεδο- οι οποίες ξεπερνούν τα στενά
όρια του τρέχοντος πολιτικού χρόνου. Η πρώτη
εβδομάδα του Τραμπ στον Λευκό Οίκο ήταν ακριβώς
αυτή που περιμέναμε· αυτή είναι η νέα
κανονικότητα, τόσο για τις ΗΠΑ, όσο και για το
διεθνές σύστημα, εντός του οποίου οι ΗΠΑ
παραμένουν η μοναδική πραγματική υπερδύναμη,
τόσο σε επίπεδο υψηλής πολιτικής, όσο και σε
επίπεδο ήπιας ισχύος, και ο Ντόναλντ Τραμπ
φαίνεται πως πλέον γνωρίζει πώς ακριβώς θέλει να
διαμορφώσει αυτή την πραγματικότητα.
Άγης
Παπαγεωργίου (Athens Voice)
|