| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 

Δευτέρα, 00:01 - 11/07/2022

 

Περίληψη: 

 

Η πεποίθηση ότι η επέκταση των αμυντικών προϋπολογισμών θα συμβάλει αναγκαστικά στην διαφύλαξη του κόσμου είναι τόσο εσφαλμένη όσο και επικίνδυνη. Αντί να αποτρέψουν την βία, οι αυξανόμενες στρατιωτικές δαπάνες μπορεί να συμβάλουν σε ένα πιο τεταμένο και εκρηκτικό διεθνές σύστημα.

 

 

------------------

 

Τις ημέρες μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, πολλές χώρες ανακοίνωσαν κοσμοϊστορικές αυξήσεις στις στρατιωτικές δαπάνες τους. Τόσο ο Καναδάς όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες δημοσίευσαν σχέδια για νέες στρατιωτικές δαπάνες. Το ίδιο έκανε και η Αυστραλία. Μέχρι στιγμής, 29 ευρωπαϊκά κράτη έχουν δεσμεύσει συνολικά περισσότερα από 209 δισεκατομμύρια δολάρια σε νέα αμυντική χρηματοδότηση – ένας αριθμός που σχεδόν σίγουρα θα αυξηθεί. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δηλώσει ότι «θα χρειαστούν επενδύσεις για την αναπλήρωση των εξαντλημένων αποθεμάτων στρατιωτικού εξοπλισμού» και ο Ζοζέπ Μπορέλ, ο κορυφαίος αξιωματούχος της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική, κάλεσε το μπλοκ «να δαπανήσει μαζί, περισσότερα και καλύτερα» για τις ένοπλες δυνάμεις του.

 

 

Ρωσικά πυραυλικά αμυντικά συστήματα S-400 σε στρατιωτική παρέλαση στη Μόσχα, τον Μάιο του 2022. Evgenia Novozhenina / Reuters
 

----------------------------------------------------------

 

Το κίνητρο για αυτές τις πρόσφατες αυξήσεις δόθηκε από τον πόλεμο [1], αλλά αυτές προσθέτουν πάνω σε μια υπάρχουσα τάση. Αρχής γενομένης από το 1999, οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες άρχισαν να αυξάνονται, καθώς ο κόσμος άφησε πίσω του την αισιόδοξη προοπτική που χαρακτήριζε τα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ξεκινώντας το 2000, για παράδειγμα, η Ρωσία δαπάνησε υπερβολικά πολλά [χρήματα] σε μια προσπάθεια να ανακτήσει την χαμένη στρατιωτική ισχύ της Σοβιετικής Ένωσης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αύξησαν σταδιακά τις αμυντικές δαπάνες τους μετά την 11η Σεπτεμβρίου [2001]. Οι στρατιωτικές δαπάνες της Ευρώπης παρέμειναν στάσιμες για μεγαλύτερο [χρονικό διάστημα], αλλά πολλές από τις χώρες της ηπείρου ξεκίνησαν εκστρατείες εκσυγχρονισμού και επέκτασης αφότου η Μόσχα προσάρτησε την Κριμαία [2]. Και τα τελευταία 30 χρόνια, η Κίνα έχει αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες της περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Προτού η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία, οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες είχαν ήδη φτάσει σε αυτό που είναι τουλάχιστον το μεταψυχροπολεμικό υψηλό των 2,1 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, από 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια το 1999 και 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια το 1989. (Δεν υπάρχουν αξιόπιστα δεδομένα για τις παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες πριν από το 1989.) Σήμερα, με τις διάφορες ανακοινωθείσες αυξήσεις των δαπανών, αυτές είναι πιθανό να ξεπεράσουν τα 2,3 τρισεκατομμύρια δολάρια.

 

Στον απόηχο της εισβολής [3] της Ρωσίας, είναι εύκολο να θεωρήσει κάποιος αυτές τις αυξήσεις ως αναγκαίες. Αλλά η πεποίθηση ότι η επέκταση των αμυντικών προϋπολογισμών θα συμβάλει αναγκαστικά στην διαφύλαξη του κόσμου είναι τόσο εσφαλμένη όσο και επικίνδυνη. Αντί να αποτρέψουν την βία, οι αυξανόμενες στρατιωτικές δαπάνες μπορεί να συμβάλουν σε ένα πιο τεταμένο και εκρηκτικό διεθνές σύστημα. Θα το κάνουν ενόσω θα εκτρέπουν πόρους από άλλες κρίσιμες προτεραιότητες, όπως η βελτίωση της υγειονομικής περίθαλψης, η πρόληψη της πείνας και η καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης. Αυτά τα ζητήματα είναι εξίσου σημαντικά για την ασφάλεια του κόσμου όσο και η αναχαίτηση της ρωσικής επιθετικότητας. Όμως, τα κράτη πρέπει να εξισορροπήσουν καλύτερα την βραχυπρόθεσμη κρίση στρατιωτικής ασφαλείας με τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις για την ανθρώπινη ασφάλεια, εάν πρόκειται να έχουν οποιαδήποτε ελπίδα να αντιμετωπίσουν τις δεύτερες.

 

ΤΡΕΛΑ ΧΡΗΜΑΤΑ

 

Ένα σημαντικό ποσοστό του παγκόσμιου πλούτου διατίθεται στους στρατούς. Το 2021, το 2,2% του ΑΕΠ του πλανήτη δαπανήθηκε στις ένοπλες δυνάμεις, ή 268 δολάρια κατά κεφαλήν — υπερδιπλάσιο από τα 118 δολάρια κατά κεφαλήν το 1999. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αυτό το κόστος είναι έτοιμο να αυξηθεί ακόμη περισσότερο.

 

Η απότομη αύξηση των δαπανών είναι ιδιαίτερα έντονη στην Ευρώπη. Η ήπειρος έκοψε τις αμυντικές δαπάνες αφότου κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, και οι δαπάνες παρέμειναν στάσιμες επί δεκαετίες, αλλά μόλις η Ρωσία [4] προσάρτησε την Κριμαία το 2014, ξεκίνησε να επανεξοπλίζεται σταθερά. Εκείνο το έτος, οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ ενέκριναν την Δέσμευση Αμυντικών Επενδύσεων (Defense Investment Pledge), η οποία ζητούσε από κάθε μέλος να αφιερώσει το 2% του ΑΕΠ του στον στρατό, και οι ευρωπαϊκές στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 25% τα επόμενα επτά χρόνια. Έκτοτε, ο αριθμός των Ευρωπαίων συμμάχων στο ΝΑΤΟ που πέτυχαν το κατώφλι του 2% αυξήθηκε από δύο σε οκτώ.

 

Πλέον, οι δαπάνες αυξάνονται περαιτέρω. Η Δανία δαπανά σήμερα το 1,4% του ΑΕΠ της στον στρατό, αλλά αναμένεται να αυξήσει τις δαπάνες της στο 2% του ΑΕΠ έως το 2033. Σύμφωνα με τα λόγια της Δανής πρωθυπουργού, Mette Frederiksen, «οι ιστορικοί καιροί ζητούν ιστορικές αποφάσεις». Το Βέλγιο, επίσης, σκοπεύει να εκπληρώσει την κατευθυντήρια γραμμή του ΝΑΤΟ για το 2% του ΑΕΠ, διπλασιάζοντας σχεδόν το σημερινό ποσό των 5,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η Ολλανδία, η οποία διαθέτει το 1,4% του ΑΕΠ της στον στρατό, σχεδιάζει να φτάσει σχεδόν αμέσως τον στόχο του 2% του ΝΑΤΟ, προσθέτοντας φέτος 5,2 δισεκατομμύρια δολάρια στις ένοπλες δυνάμεις της.

 

Οι αυξήσεις είναι τόσο εκτεταμένες ώστε περιλαμβάνουν ακόμη και χώρες που ήταν επί μακρόν επιφυλακτικές για την στρατιωτική ισχύ. Στις 27 Φεβρουαρίου, για παράδειγμα, η Γερμανία ανακοίνωσε σχέδια για την δημιουργία ενός ειδικού ταμείου αξίας 104 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ενδυνάμωση του στρατού της, το οποίο θα χρησιμοποιήσει για να χρηματοδοτήσει πολλά μεγάλης κλίμακας έργα προμηθειών (συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης πολεμικών αεροσκαφών F-35 από τις Ηνωμένες Πολιτείες). Η Σουηδία είναι επί μακρόν ουδέτερη, αλλά πλέον είναι έτοιμη να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ [5] και να αυξήσει τις δαπάνες για τις ένοπλες δυνάμεις της στο 2% του ΑΕΠ της. Για να το κάνει αυτό, η σουηδική κυβέρνηση θα αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες κατά σχεδόν 60%.

 

Ακόμη και τα ελάχιστα κράτη που έχουν ήδη εκπληρώσει την Δέσμευση Αμυντικών Επενδύσεων του ΝΑΤΟ βρίσκονται σε διαδικασία περαιτέρω εξοπλισμού. Η Πολωνία σχεδιάζει να αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες της από το 2,1% στο 3%, αρχής γενομένης από το 2023. Η αύξηση αναμένεται να καλύψει μια μεγάλη επέκταση του πολωνικού στρατού, συμπεριλαμβανομένου του διπλασιασμού του αριθμού των στρατιωτών του. Η ομοίως σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, Ρουμανία, δαπανά επί του παρόντος το 2% του ΑΕΠ της στις ένοπλες δυνάμεις της, αλλά αρχής γενομένης από το επόμενο έτος, ο στρατιωτικός προϋπολογισμός θα εκτοξευθεί στο 2,5% του ΑΕΠ. Και από τον Φεβρουάριο και μετά, η Ουάσιγκτον έχει αυξήσει τις δαπάνες της κατά το εντυπωσιακό [ποσό] των 90 δισεκατομμυρίων δολαρίων, τόσο για να στείλει στρατιωτική βοήθεια [6] στην Ουκρανία (την οποία έχει προσφέρει σε μεγαλύτερες ποσότητες από όσες έχει [προσφέρει] οποιοσδήποτε άλλος χορηγός) όσο και για να ενισχύσει τις δικές της ένοπλες δυνάμεις.

 

Οι νέες δαπάνες των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτες. Η χώρα είναι επί μακρόν ο μεγαλύτερος στρατιωτικός δαπανών του κόσμου, και οι επιπλέον πιστώσεις προσθέτουν στα χρόνια αυξημένης χρηματοδότησης. Οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ έχουν αυξηθεί κατά περίπου 40% τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ωθούμενες πρώτα από τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και πλέον από τον αυξανόμενο γεωπολιτικό ανταγωνισμό [7] με την Κίνα και την Ρωσία. Τα νέα χρήματα πηγαίνουν εν μέρει στους στρατιώτες, αλλά αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από δαπανηρά και μακροχρόνια έργα απόκτησης όπλων και προσπάθειες έρευνας και ανάπτυξης. Η κυβέρνηση Ομπάμα, για παράδειγμα, ξεκίνησε μια πρωτοβουλία 1,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για τον εκσυγχρονισμό των πυρηνικών όπλων των ΗΠΑ. Η πρωτοβουλία, η οποία παρουσιάστηκε το 2010, αναμένεται να συνεχιστεί έως το 2046.

 

Η ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ

 

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους δεν είναι οι μόνες χώρες που αυξάνουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες. Ένας από τους κύριους πολιτικούς στόχους του Βλαντιμίρ Πούτιν [8] ήταν να αντιστρέψει τις μεταψυχροπολεμικές περικοπές στις δυνάμεις της Μόσχας, και από την εκλογή του το 2000, η Ρωσία έχει ξεκινήσει τρία κρατικά εξοπλιστικά προγράμματα. Ως αποτέλεσμα, οι στρατιωτικές δαπάνες της χώρας αυξάνονται σχεδόν ασταμάτητα. Όντως, η Ρωσία ήταν μια από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες που δεν μείωσαν τις στρατιωτικές τους δαπάνες στον απόηχο της οικονομικής κρίσης του 2008. Αντίθετα, αφότου διεξήγαγε έναν πόλεμο 12 ημερών εναντίον της Γεωργίας, δημιούργησε νέα χρηματοδότηση για τον εκσυγχρονισμό του 70% του στρατιωτικού εξοπλισμού της μέχρι το τέλος του 2020.

 

Τελικά, η Ρωσία [9] δεν πέτυχε αυτό το φιλόδοξο χρονοδιάγραμμα. Ένας συνδυασμός σκληρών Δυτικών κυρώσεων (που επιβλήθηκαν αφότου η Μόσχα προσάρτησε την Κριμαία) και η πτώση των τιμών του πετρελαίου, υποχρέωσαν το Κρεμλίνο να περικόψει τον στρατιωτικό προϋπολογισμό το 2017 και το 2018. Αλλά καθώς η οικονομία σταθεροποιήθηκε, η Ρωσία άρχισε πάλι να αυξάνει τις αμυντικές δαπάνες. Μόνο το 2021, καθώς η Ρωσία συγκέντρωνε στρατεύματα κατά μήκος των ουκρανικών συνόρων, οι στρατιωτικές δαπάνες της χώρας αυξήθηκαν κατά 2,9% και έφθασαν τα 65,9 δισεκατομμύρια δολάρια —που ισοδυναμούν με το 4,1% του ΑΕΠ της χώρας.

 

Αλλά ακόμη και οι δαπάνες της Ρωσίας φαίνονται μικρές σε σύγκριση με αυτές της Κίνας. Μετά την κρίση στο Στενό της Ταϊβάν το 1995-96 - όταν η Κίνα έριξε πυραύλους στο στενό αλλά υποχρεώθηκε να σταματήσει όταν το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ έπλευσε πανίσχυρα πλοία διαμέσου της περιοχής - το Πεκίνο ξεκίνησε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα στρατιωτικού εκσυγχρονισμού. Οι αμυντικές δαπάνες της Κίνας αυξήθηκαν κατά μέσο όρο κατά 10% κάθε χρόνο για τις επόμενες δύο δεκαετίες, και τα πλέον 27 αδιάλειπτα χρόνια αυξανόμενων στρατιωτικών δαπανών της χώρας αποτελούν το μεγαλύτερο τέτοιο χρονικό διάστημα για οποιοδήποτε κράτος του κόσμου. Πέρυσι, οι κινεζικές στρατιωτικές δαπάνες έφτασαν τα 293 δισεκατομμύρια δολάρια.

 

Το Πεκίνο δεν δείχνει σημάδια ότι θα σταματήσει. Ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ [10], έχει δηλώσει ότι η μακροπρόθεσμη φιλοδοξία του είναι να μειώσει το χάσμα μεταξύ του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (People’s Liberation Army, PLA) και αυτών που το Πεκίνο αποκαλεί «οι κορυφαίοι στρατοί του κόσμου» - μια φράση που θεωρείται ευρέως ότι αναφέρεται στις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ. Ο στόχος του Σι είναι να επιτύχει τον «πλήρη εκσυγχρονισμό» του PLA έως το 2035 και να μετατρέψει τις ένοπλες δυνάμεις της Κίνας σε έναν «στρατό παγκόσμιας κλάσης» έως το 2049.

 

Η συσσώρευση της Κίνας έχει, με την σειρά της, ωθήσει τις κοντινές χώρες να δαπανήσουν περισσότερα για τις δικές τους δυνάμεις. Παρά την βαθιά απροθυμία να χρηματοδοτήσει σοβαρά τις ένοπλες δυνάμεις της, η Ιαπωνία αύξησε τις στρατιωτικές της δαπάνες κατά 7,3% πέρυσι, η υψηλότερη ετήσια αύξηση από το 1972. Η Αυστραλία εισήλθε πρόσφατα στην τριμερή συμφωνία ασφαλείας AUKUS [11] με το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, μια συμφωνία που θα προμηθεύσει την Καμπέρα με οκτώ πυρηνικά υποβρύχια, με εκτιμώμενο κόστος άνω των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Είναι μόνο μία από τις πολλές αναβαθμίσεις που κάνει η Αυστραλία στον στρατό της, ως απάντηση στην αυξανόμενη διεκδικητικότητα της Κίνας.

 

ΑΓΟΡΑΣΤΗ, ΠΡΟΣΟΧΗ

 

Στην Δύση, μια από τις κύριες αιτιολογίες για την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών είναι η αποτροπή. Καθώς τα ρωσικά στρατεύματα καταλαμβάνουν αργά περισσότερο ουκρανικό έδαφος και καθώς η Κίνα συνεχίζει να απειλεί τους γείτονές [12] της, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ασία και στην Ευρώπη έχουν υποστηρίξει ότι πρέπει να αποτρέψουν αξιόπιστα το Πεκίνο και τη Μόσχα από το να ξεκινήσουν νέες συγκρούσεις ή να τροφοδοτήσουν εντάσεις. «Πρέπει να μπορείς να πολεμήσεις για να μην υποχρεωθείς να πολεμήσεις», είπε το 2022 ο Christian Lindner, υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας και αρχιτέκτονας του νέου στρατιωτικού ταμείου της χώρας.

 

Αναμφίβολα, οι κυβερνήσεις είναι υπεύθυνες για την παροχή ασφάλειας στους λαούς τους, αλλά η αποτροπή είναι πολύπλοκη και μπορεί να έχει μια ακούσια συνέπεια. Όταν ένα κράτος επανεξοπλίζεται, οδηγεί τα αντίπαλα κράτη να αισθανθούν λιγότερο ασφαλή και το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ένα ανοδικό σπιράλ των στρατιωτικών δαπανών, του εκσυγχρονισμού και της επέκτασης - με λίγα λόγια, μια κούρσα εξοπλισμών. Η συμφωνία AUKUS είναι ίσως το πιο σαφές παράδειγμα του πώς ο εξοπλισμός μπορεί να προκαλέσει περισσότερο εξοπλισμό. Εάν η Κίνα [13] δεν είχε εργαστεί για να επεκτείνει την εμβέλεια του στρατού της, κάτι που ίσως κάνει για να αμφισβητήσει την παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή, είναι απίθανο η Αυστραλία να είχε επιδιώξει [να αποκτήσει] πυρηνικά υποβρύχια.

 

Αλλά ακόμα και χωρίς μια κούρσα εξοπλισμών τύπου δράσης-αντίδρασης, η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών έχει κόστος. Η άμβλυνση και η προετοιμασία για την κλιματική αλλαγή [14] και την διόρθωση της επισιτιστικής αστάθειας [15] δεν θα είναι φθηνές, και όσο περισσότερα χρήματα δαπανούν οι χώρες για τις [ένοπλες] δυνάμεις τους, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να λυθούν αυτές οι προκλήσεις για την ανθρώπινη ασφάλεια. Στις 30 Ιουνίου, για παράδειγμα, το Υπουργείο Επιχειρήσεων, Ενέργειας και Βιομηχανικής Στρατηγικής του Ηνωμένου Βασιλείου ανακοίνωσε ότι για να χρηματοδοτήσει την στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, «παρέδιδε» κάποια κεφάλαια για το κλίμα και την ξένη βοήθεια. Το κόστος ευκαιρίας είναι ιδιαίτερα απογοητευτικό δεδομένου ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, η χρηματοδότηση μιας πρωτοβουλίας για την ανθρώπινη ευημερία θα απαιτούσε ένα κλάσμα των τρεχουσών στρατιωτικών δαπανών. Μια κοινή ανάλυση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (UN Food and Agriculture Organization), του Διεθνούς Ταμείου για την Αγροτική Ανάπτυξη (International Fund for Agricultural Development) και του Παγκόσμιου Προγράμματος Τροφίμων (World Food Program) υπολόγισε ότι θα χρειάζονταν 265 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως από τώρα έως το 2030 για να τερματιστεί επιτυχώς η παγκόσμια πείνα. Αυτά μπορεί να φαίνονται πολλά, αλλά αποτελούν μόλις το 12% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών για το 2021.

 

Οι χώρες μπορούν, φυσικά, να δαπανούν για πρωτοβουλίες, ενόσω παράλληλα δαπανούν για τις ένοπλες δυνάμεις τους. Αλλά τα ταμεία δεν είναι απύθμενα. Οι κυβερνήσεις έχουν συσσωρεύσει πρωτόγνωρα επίπεδα χρέους για να αντέξουν την πανδημία και να καλύψουν το κόστος της εισβολής της Ρωσίας. Μολονότι τα οφέλη τόσο των στρατιωτικών όσο και των κοινωνικών δαπανών είναι άμεσα, τα κράτη πρέπει να γνωρίζουν ότι το υψηλό και αυξανόμενο χρέος θα μπορούσε τελικά να παραγκωνίσει άλλες μελλοντικές δαπάνες. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (International Monetary Fund) έχει ήδη προειδοποιήσει για αυτή την επικίνδυνη προοπτική, δηλώνοντας ότι «οι υπερχρεωμένες κυβερνήσεις θα πληγούν σκληρότερα» από τις αυξήσεις των επιτοκίων και ότι «στο τέλος, ο αντίκτυπος θα γίνει πιο έντονα αισθητός από εκείνα τα νοικοκυριά που δεν έχουν την οικονομική πολυτέλεια να τον αντέξουν».

 

Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν πραγματικές ανταλλαγές, [ανταλλαγές] που τα κράτη θα πρέπει να σταθμίσουν συνετά καθώς αντιμετωπίζουν τα προβλήματα του κόσμου. [Τα κράτη] αντιμετωπίζουν δύο μεγάλες κρίσεις: μια κρίση ασφαλείας που ενισχύθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία [16] και μια ανθρωπογενή περιβαλλοντική καταστροφή. Αντιμετωπίζουν επίσης μυριάδες άλλες προκλήσεις, όπως η εισοδηματική ανισότητα, η επισιτιστική ανασφάλεια και η παγκόσμια έλλειψη πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη. Όλα αυτά τα προβλήματα ανταγωνίζονται για το ίδιο πεπερασμένο ταμείο οικονομικών πόρων και ο πόλεμος στην Ουκρανία, όσο καταστροφικός κι αν είναι, δεν μπορεί να τα κρύψει. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την κλιματική κρίση, η οποία προκαλεί την πιο κρίσιμη πρόκληση που έχει αντιμετωπίσει ποτέ η ανθρωπότητα και απαιτεί αυξανόμενη προσοχή. Τα κράτη ίσως χρειαστεί να ενισχύσουν τις [ένοπλες] δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν την απειλή που θέτει η Ρωσία, αλλά ο υπερβολικός εξοπλισμός μπορεί να επιδεινώσει έναν κύκλο ανασφάλειας, ενόσω θα παίρνει πόρους που θα μπορούσαν να δαπανηθούν καλύτερα αλλού. Οι κυβερνήσεις, λοιπόν, θα πρέπει να σκεφτούν καλά πριν θεσπίσουν πακέτα που θα αύξαναν τις στρατιωτικές δαπάνες.

 

Ο NAN TIAN είναι ανώτερος ερευνητής στο Military Expenditure and Arms Production Programme στο Stockholm International Peace Research Institute.
 

O DIEGO LOPES DA SILVA είναι ανώτερος ερευνητής στο Military Expenditure and Arms Production Programme στο Stockholm International Peace Research Institute.
 

H ALEXANDRA MARKSTEINER είναι ερευνήτρια στο Military Expenditure and Arms Production Programme στο Stockholm International Peace Research Institute.

 

Foreign Affairs

 

https://www.foreignaffairs.gr/articles/73747/nan-tian-diego-lopes-da-silva-kai-alexandra-marksteiner/o-megalos-pagkosmios-epaneksoplismos?page=show

 

https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2022-07-07/great-global-rearmament

 

Greek Finance Forum Team

 

 

Σχόλια Αναγνωστών

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
   

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2022 Greek Finance Forum