Δεν
πρέπει να παίρνουμε τοις μετρητοίς τις δηλώσεις
του Ντόναλντ Τραμπ για τη μη ανάμειξη των ΗΠΑ
στη Συρία και γενικότερα στη Μέση Ανατολή. Αν
και σύμφωνα με την κατευθυντήρια γραμμή για την
εξωτερική πολιτική οι ΗΠΑ δεν προτίθενται να
εμπλακούν σε συγκρούσεις στην περιοχή, υπάρχουν
δύο διακυβεύματα που καθιστούν τον απομονωτισμό
σχεδόν αδύνατο: η ασφάλεια του Ισραήλ, το οποίο
βρίσκεται πλέον σε τζιχαντιστικό κλοιό, και η
αντιμετώπιση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας,
εκδοχές της οποίας μεταμορφώνονται σε καθεστώτα.
Εξάλλου, εφόσον οι ΗΠΑ διατηρούν εμπορικούς
δεσμούς με πολλές αραβικές χώρες, ιδιαίτερα με
εκείνες του Κόλπου, δεν μπορούν να αποσυρθούν
από τη Μέση Ανατολή όπου τα επιμέρους συμφέροντα
αλληλοσυγκρούονται και αλληλεπικαλύπτονται. Αν
και ο Ντόναλντ Τραμπ εκφράζει, με τη γνωστή του
υπεροψία, την αδιαφορία του για τη Συρία —την
οποία θεωρεί shithole — δεν παύει να ακροβατεί,
αναγκαστικά, ανάμεσα στην πολιτική του Ερντογάν
και της Σαουδικής Αραβίας από τη μία πλευρά, και
του Ισραήλ από την άλλη.
|
Είναι
λοιπόν σαφές ότι η συμβολή των ΗΠΑ στον
περιορισμό των ισλαμιστικών συμμοριών είναι
αναπόφευκτη προκειμένου η νέα κυβέρνηση της
Δαμασκού 1) να μην απειλεί τον σημαντικότερο
περιφερειακό τους σύμμαχο, το Ισραήλ και 2) να
μη κατακερματιστεί η Συρία σε εμπόλεμους θύλακες
—κάτι εξαιρετικά πιθανό, εφόσον, προς το παρόν,
στην πραγματικότητα εδώ και πολλά χρόνια, το
έδαφος έχει μοιραστεί μεταξύ κουρδικών δυνάμεων
και ποικίλων ισλαμιστικών ομάδων που
συγκρούονται μεταξύ τους. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο
Ντόναλντ Τραμπ επιδιώκει διπλωματική και
εμπορική συμφωνία για την εξομάλυνση των σχέσεων
μεταξύ του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας, η
οποία πιστεύει ότι θα αποδυναμώσει και θα
ταπεινώσει το Ιράν. Παραλλήλως, η ρητορική του
είναι, δυνάμει, εμπρηστική: κατά την πρώτη του
θητεία, χλεύασε τη Συρία —η οποία έχει ιστορία
χιλιετιών— ως χώρα «άμμου και θανάτου»· τίποτα
δεν δείχνει ότι αυτή η ρητορική θα αλλάξει. Ήδη,
χαρακτήρισε τις ευρωπαϊκές χώρες «μικρές» και το
αυτοκρατορικό του ύφος στην Παναγία των Παρισίων
δυσαρέστησε τους Γάλλους: εκ φύσεως, τόσο οι
ΗΠΑ, όσο και ο ίδιος ο Τραμπ, παρεμβαίνουν στις
υποθέσεις των άλλων χωρών και, όπως όλοι
ξέρουμε, συνήθως με αλλοπρόσαλλο τρόπο. Ούτε
αυτό μπορεί να αλλάξει.
Οι ΗΠΑ
θα μπορούσαν να παίξουν θετικό ρόλο
υποστηρίζοντας τις μετριοπαθείς ομάδες της πρώην
αντιπολίτευσης στον Άσαντ και προσπαθώντας να
προστατέψουν τους Κούρδους οι οποίοι κινδυνεύουν
από την Τουρκία. Σήμερα υπάρχουν περίπου 900
Αμερικανοί στρατιώτες ανατολικά του Ευφράτη και
σε μια ζώνη 55 χιλιομέτρων στα σύνορα με το Ιράκ
και την Ιορδανία. Η επίσημη αποστολή τους είναι
να αντιμετωπίσουν το Ισλαμικό Κράτος που έχει
περιοριστεί σε στρατόπεδα στην έρημο και να
εκπαιδεύσουν και να εξοπλίσουν τις Συριακές
Δημοκρατικές Δυνάμεις (τις SDF: Κούρδους και
λιγοστούς φιλο-αμερικανούς Άραβες), οι οποίες,
μεταξύ άλλων, αστυνομεύουν στρατόπεδα μαχητών
του Ισλαμικού Κράτους και των οικογένειών τους.
Η εν λόγω ιχνή αμερικανική παρουσία υποτίθεται
ότι χρησιμεύει και στην αναχαίτιση της μεταφοράς
όπλων από το Ιράν στη Χεζμπολά - δεν το πιστεύω
καθόλου.
Με λίγα
λόγια, αν και ο Ντόναλντ Τραμπ διατηρεί τα
απομονωτικά του ένστικτα, τα οποία έχουν
αντίκτυπο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν
έχει πολλά περιθώρια να τα κάνει πράξη: αν και
στην πρώτη του θητεία έβαλε τέλος στη
χρηματοδότηση της CIA σε ορισμένους
«μετριοπαθείς» αντάρτες (whatever that means)
και το 2019 απέσυρε τις (λιγοστές) αμερικανικές
δυνάμεις από τη βόρεια Συρία, η απόφαση δεν
είναι τόσο εντυπωσιακή όσο ακούγεται· ούτε τόσο
δική του όσο την παρουσιάζει. Άλλωστε, παρά την
«απόσυρση» επί Τραμπ, όταν ο Άσαντ διέταξε
επίθεση με χημικά όπλα κατά την οποία σκοτώθηκαν
άμαχοι, εκτοξεύτηκαν 59 πύραυλοι Κρουζ σε
αεροδρόμιο της Συρίας, ενώ οι κυρώσεις κατά της
επίσημης κυβέρνησης διπλασιάστηκαν. Ορισμένα
πρόσωπα από το περιβάλλον του Τραμπ, όπως η
Tulsi Gabbard, διαφωνούσαν με την αμερικανική
πολιτική στη Συρία εγείροντας υποψίες ότι
στήριζαν τον Άσαντ και τη Ρωσία.
Αν και η
πλειοψηφία των Αμερικανών έχει κουραστεί από τις
αδιέξοδες εκστρατείες στο εξωτερικό, ιδιαίτερα
σε χώρες όπως οι μεσανατολικές όπου δεν
διαφαίνεται δημοκρατική προοπτική δυτικού τύπου,
η επικείμενη διοίκηση του Ντόναλντ Τραμπ θα έχει
ισχυρές δεσμεύσεις τόσο προς την Άγκυρα, όσο και
προς τη Μόσχα. Ενώ ο Τζο Μπάιντεν στήριζε με
σαφήνεια τους Κούρδους, ο Τραμπ δεν μπορεί να το
κάνει διότι θα δυσαρεστήσει τον Ερντογάν ο
οποίος επιδιώκει να αποκτήσει εξουσία στη Συρία
κατατροπώνοντας την κουρδική μειονότητα με την
οποία έχει έμμονη ιδέα. Ευαίσθητη είναι η
κατάσταση των σχέσεων και με τον Πούτιν, ο
οποίος φέρεται να στηρίζει τον Ντόναλντ Τραμπ
εφόσον οι δύο ηγέτες έχουν κοινές αξίες και ένα
κοινό πρόβλημα προς επίλυση: τη ρωσο-ουκρανική
σύγκρουση.
H
αμερικανική ηγεσία έχει μαύρα μεσάνυχτα για
πολλές σκοτεινές γωνίες της συριακής κοινωνίας
τις οποίες ίσως φωτίσει η ανατροπή του Άσαντ.
Και θα βρει ανυπέρβλητες δυσκολίες στην
προσπάθειά της να προασπίσει το Ισραήλ το οποίο
ζητεί, δικαίως από την πλευρά του,
αποστρατιωτικοποιημένες ζώνες σε όλο το μήκος
των συνόρων του. Το αν πράττει σωστά με το να
βομβαρδίζει στρατιωτικούς στόχους στη Συρία —60
μέσα σε μια εβδομάδα— είναι άλλη ιστορία. Πρέπει
ωστόσο να ληφθεί υπόψη ότι οι Σύριοι είναι
«αδέλφια» με τους Παλαιστινίους και ότι η Χαμάς
προσβλέπει στην ενεργή στήριξη της κυβέρνησης
του Αλ-Τζολάνι πολλοί οπαδοί της οποίας
ονειρεύονται «να βαδίσουν στην Ιερουσαλήμ»: η
παλαιστινιακή οργάνωση, αν και κατά καιρούς
συμμάχησε με το καθεστώς του Άσαντ, ήταν
ανέκαθεν δύσπιστη έναντι των Αλαουιτών και
ονειρευόταν την επικράτηση του σουνιτικού Ισλάμ
—κάτι που φαίνεται ότι έχει επιτευχθεί. Τίθεται
το ερώτημα τι θα γίνει με τους περίπου 438.000
Παλαιστινίους που είναι εγγεγραμμένοι ως
πρόσφυγες στη Συρία: πάντως, η Λωρίδα της Γάζας
δεν τους χωράει. Από την άλλη πλευρά, η σιιτική
Χεζμπολά, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη
στήριξη του Άσαντ, είναι σήμερα επιφυλακτική
έναντι της νέας εξουσίας. Η ενότητα ή η
πολυδιάσπαση του μουσουλμανικού κόσμου είναι ο
σημαντικότερος παράγοντας της σταθερότητας ή της
αστάθειας στη Συρία, αλλά ταυτοχρόνως, καθώς η
ισχύς αυξάνεται με την ενότητα, είναι ο
σημαντικότερος παράγοντας επικινδυνότητας για το
Ισραήλ και για τη Δύση.
Σώτη
Τριανταφύλλου (Athens Voice)
|