Ειδικά η
τελευταία διάσταση όσο εξελίσσεται η κατάσταση
γίνεται πλήρως αντιληπτή και αναμφισβήτητη. Η
Τουρκία του Ερντογάν σήμερα είναι η κατεξοχήν
δύναμη που συζητά με τη νέα κατάσταση στη Συρία,
καθώς η ανατροπή Άσαντ έγινε μέσα από τον
συντονισμό της Ταχρίρ Χαγιάτ αλ-Σαμ με τον
«Συριακό Εθνικό Στρατό» που ελέγχεται,
χρηματοδοτείται και εξοπλίζεται από την Άγκυρα
και που ελέγχει σήμερα τμήμα του εδάφους της
Συρίας. Και αυτό σημαίνει ότι πέραν της
πολιτικής επιρροής που θα ασκεί σε μια μεγάλη
κρίσιμη χώρα της Μέσης Ανατολής – και της
δυνατότητας να επιταχύνει την επιστροφή των
Σύριων προσφύγων που βρίσκονται στο έδαφός της –
η Τουρκία θα προσπαθήσει να εξασφαλίσει και
μερίδιο των «δουλειών» που θα ανοίξουν με την
ανοικοδόμηση της Συρίας (που σε μεγάλο βαθμό θα
χρηματοδοτήσουν τα κράτη του Κόλπου). Και
βέβαια ήδη πιέζει τους Κούρδους της Συρίας καθώς
πάγια στρατηγική της είναι να μην επιτρέψει να
υπάρξει μια αυτόνομη δυνάμει κρατική κουρδική
οντότητα δίπλα στα σύνορά της, παρότι γνωρίζει
ότι οι ΗΠΑ προς το παρόν δεν έχουν αποφασίσει αν
θα εγκαταλείψουν τους Κούρδους.
Σίγουρα
όλα αυτά ενέχουν και μεγάλο ρίσκο. Εάν η
κατάσταση στη Συρία δεν οδηγηθεί στην ειρήνευση
και ανοίξει νέος γύρος εμφύλιων συγκρούσεων,
τότε η Τουρκία θα κινδυνεύει να παρασυρθεί σε
αυτόν ακόμη περισσότερο και αυτή τη φορά με πολύ
μεγαλύτερο κόστος από αυτό στις αρχές της
δεκαετίας του 2010. Η αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ
είναι πάντα πιθανή σε σχέση με τους Κούρδους,
αλλά και σε σχέση με το ποιος και πώς θα ασκήσει
την εξουσία στη Συρία. Ανταγωνισμοί και σοβαρές
αντιθέσεις υπάρχουν και με το Ισραήλ που επίσης
θέλει να έχει λόγο στη μεταπολεμική Συρία και
ήδη μετράει σημαντικά κέρδη, μετά την πτώση του
Άσαντ.
Όμως το
βασικό είναι ότι όλα αυτά αντικειμενικά
αναβαθμίζουν τον γεωπολιτικό ρόλο της Τουρκίας.
Έστω και αν η κατάσταση παραμένει ρευστή και
ακόμη νικητής δεν έχει αναδειχθεί στη Συρία. Και
δείχνουν ότι η ελληνική στρατηγική δεν μπορεί να
είναι απλώς η αναγκαία ενίσχυση της αμυντικής
μας ικανότητας ή το να θεωρούμε ότι είμαστε «με
τη σωστή πλευρά της ιστορίας» σε έναν κόσμο που
αλλάζει και γίνεται πιο σύνθετος.
Σημαίνει
αυτό ότι δεν πρέπει να επιδιωχθεί συνεννόηση και
διάλογος με την Τουρκία; Κάθε άλλο! Μάλιστα, θα
μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ακριβώς
επειδή η Τουρκία σήμερα έχει άλλα πεδία πιο
σημαντικά για τις προβολές ισχύος της, θα
μπορούσε πιο εύκολα να δει και διάλογο και
δρομολόγηση λύσεων στα ελληνοτουρκικά (αν και
όχι σε όλα – η ρητορική λύσης «δύο κρατών» στο
Κυπριακό υπογραμμίζει ότι η Τουρκία βλέπει ότι
σε έναν κόσμο μπορεί να αλλάξει και η αφετηρία
της λύσης).
Όμως,
την ίδια στιγμή γίνεται σαφές ότι η ελληνική
πραγματική ισχύς και άρα διαπραγματευτική
ικανότητα δεν μπορεί να περιορίζεται στο ότι
απλώς «ανήκει στη Δύση», ούτε μόνο στην
αναβάθμιση των εξοπλιστικών προγραμμάτων (ή στην
«εξοπλιστική διπλωματία»). Ειδικά σε ένα κόσμο
που οι σταθερές ανατρέπονται. Χρειάζεται να
αποκτήσει πραγματική επιρροή στην περιοχή, να
μιλήσει με όλες τις δυνάμεις, να μην ταυτίζεται
σε όλα με «παραδοσιακούς συμμάχους» και προφανώς
να υπερασπίζεται το διεθνές δίκαιο και την
ειρήνη ενάντια σε όλες τις μορφές βίαιης
ανατροπής του.
Κάποτε ο
Ανδρέας Παπανδρέου το ονόμασε αυτό «πολυδιάστατη
εξωτερική πολιτική» σε αντιδιαστολή με την τότε
παραλλαγή του δόγματος «να μείνουμε στη σωστή
πλευρά της ιστορίας». Δεν «έβγαλε τη χώρα από τη
Δύση» όπως τον κατηγορούσαν οι αντίπαλοί του,
αλλά έδωσε ένα διαφορετικό κύρος στη χώρα.
Άλλες
εποχές βέβαια και διαφορετικές προκλήσεις, όμως
είναι ένα νήμα σκέψης που αξίζει να συζητήσουμε
τι θα σήμαινε σήμερα.
Αν δεν
θέλουμε απλώς να καταγράφουμε την αναβάθμιση της
Τουρκίας…
Λευτέρης
Θ. Χαραλαμπόπουλος (in.gr)
|