Το
σημαντικό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι οι
τράπεζές μας δείχνουν πλέον αρκετά ισχυρές όχι
μόνο να διαχειριστούν έκτακτες κυβερνητικές
παρεμβάσεις, αλλά να ανοίξουν ξανά τα «φτερά»
τους για το εξωτερικό. Ηδη μελετούν την επέκτασή
τους και μέσα στο 2025 θα τη δούμε να
μετουσιώνεται ποικιλοτρόπως. Και αυτό είναι καλό
νέο και για τους καταθέτες και για τους
φορολογούμενους. Με την ανάπτυξη δραστηριοτήτων
ξανά στα Βαλκάνια, όπως κάνει η Eurobank (στη
Βουλγαρία) ή ακόμα και στην Κύπρο. Την επέκταση
σε νέες κερδοφόρες δραστηριότητες όπως οι
ψηφιακές τράπεζες, σαν αυτήν που επιχειρεί η
Τράπεζα Πειραιώς με τη Snappi ή την επέκταση της
συμμαχίας της Alpha Bank με την πανίσχυρη
ιταλική Unicredit. Αντίστοιχες ευκαιρίες
επέκτασης εκτός της ελληνικής αγοράς αναζητά και
η Εθνική Τράπεζα. Το πιο σημαντικό είναι ότι
πλέον όλοι καταλαβαίνουν ότι χρειαζόμαστε
μεγαλύτερες τράπεζες και για να το πετύχουν δεν
αρκεί μόνο η εν Ελλάδι παρουσία.
Το
πρόβλημα ωστόσο για την οικονομία, για το οποίο
δεν έγινε ούτε μια αναφορά στον προϋπολογισμό,
παραμένει το δυσθεώρητο ύψος του ιδιωτικού
χρέους. Και εδώ έχουμε ένα πρόβλημα για το οποίο
όσα γίνονται, μονίμως δεν αρκούν για να το
μειώσουν. Πρόκειται για τα κόκκινα δάνεια που
στο μεγαλύτερο μέρος τους έχουν μεταφερθεί από
τις τράπεζες στις εταιρείες διαχείρισης
ιδιωτικού χρέους. Τα τελευταία στοιχεία του 2024
δείχνουν ότι ανέρχονται σε 70 δισεκατομμύρια
ευρώ, λίγο λιγότερο από το μισό των δανείων που
εξυπηρετούνται και έχουν φτάσει τα 151 δισ.
ευρώ.
Το 2019
τα κόκκινα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έφταναν τα
92 δισ. ευρώ και τα εξυπηρετούμενα τα 100 δισ.
ευρώ. Με λίγα λόγια υπάρχει μια βελτίωση 22 δισ.
ευρώ σε πέντε χρόνια, που άλλα πληρώθηκαν και
άλλα διεγράφησαν, αλλά ακόμα υπάρχει πολύς
δρόμος να καλυφθεί για να φτάσουμε σε μιας
μορφής «κανονικότητα». Το ερώτημα είναι τι
είδους κανονικότητα μπορεί να υπάρξει όταν από
τους 800.000 με δάνειο σε servicer μόλις οι
20.000 έχουν ανοίξει λογαριασμό στην πλατφόρμα
τους (αντίστοιχο ebanking) και η συντριπτική
πλειοψηφία των οφειλετών κυριολεκτικά αγνοείται.
Οι οφειλές όμως παραμένουν οφειλές και βαραίνουν
μια ολόκληρη οικονομία και κάποια στιγμή θα
πρέπει να αρχίσουμε να συζητάμε ρεαλιστικές
λύσεις.
Νίκος
Φιλιππίδης (in.gr)
|