Αυτό
τουλάχιστον δείχνει η Ετήσια Έκθεση του Εθνικού
Συμβουλίου Παραγωγικότητας που παρουσίασε το
ΚΕΠΕ την Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου.
Η έκθεση
δεν λέει ότι στην Ελλάδα δεν αυξάνεται η
παραγωγικότητα – αντιθέτως σημειώνει ότι
πολυπαραγοντική παραγωγικότητα αυξήθηκε 2% στην
περίοδο 2022-2024, ενώ η παραγωγικότητα της
εργασίας βελτιώθηκε κατά 1%.
Μόνο που
την ίδια στιγμή – και παρά τη στασιμότητα της
ευρωπαϊκής οικονομίας – η χώρα μας ως προς
τους δείκτες παραγωγικότητας υπολείπεται
σημαντικά των ευρωπαϊκών μέσων όρων. Και βέβαια
έχει σημασία ότι η αύξηση του κατά κεφαλήν
προϊόντος αποδίδεται ως προς την εργασία κυρίως
στη μείωση της ανεργίας και την αύξηση των ωρών
εργασίας παρά στην παραγωγικότητα της εργασίας,
ο ρόλος της οποίας στην στήριξη του κατά κεφαλήν
προϊόντος έχει μειωθεί από το 2008.
Να
ξεκαθαρίσουμε κάτι: αυτό που συζητάμε δεν έχει
να κάνει με το ότι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα
είναι «τεμπέληδες» ή δεν εργάζονται σκληρά.
Αντιθέτως, αυτό που συμβαίνει είναι ότι στην
Ελλάδα οι εργαζόμενοι δουλεύουν περισσότερο,
όμως όχι με όρους που να εξασφαλίζουν ότι στην
ίδια εργασία με αυτή ευρωπαίων συναδέλφων τους
θα αναλογεί η ίδια ή μεγαλύτερη προστιθέμενη
αξία.
Αυτό
δείχνει ότι πίσω από μια εικόνα ανάπτυξης
εξακολουθούν να υπάρχουν ανοιχτές πληγές.
Δείχνει
επίσης ότι δεν αρκεί η συγκράτηση των
πραγματικών μισθών, η δημοσιονομική πειθαρχία
και οι μεγάλες εισροές από τα ευρωπαϊκά κονδύλια
για να έχουμε μια πραγματική αναπτυξιακή τομή
και να επιτευχθεί ο στόχος της βιώσιμης και
δίκαιης ανάπτυξης.
Το μικρό
μέγεθος των επιχειρήσεων, η απουσία μεγάλων
επενδύσεων στην τεχνολογία, τα προβλήματα στις
αναγκαίες υποδομές, οι περιορισμένες
διασυνδέσεις ανάμεσα σε εκπαίδευση, έρευνα και
παραγωγή, η επικέντρωση στην απορροφησιμότητα
και η αντιμετώπιση των μεγάλων ευρωπαϊκών
κονδυλίων ως οικονομικών ενισχύσεων και όχι ως
μέσων για επενδύσεις που θα μετασχηματίσουν το
παραγωγικό μοντέλο και θα ενισχύσουν την
παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα,
συμβάλλουν σε αυτό. Το ίδιο και η διατήρηση ενός
εργασιακού τοπίου που όχι μόνο εξακολουθεί να
μην μπορεί να οδηγήσει στον επαναπατρισμό του
σημαντικού επιστημονικού και τεχνικού δυναμικού
που βρίσκεται στο εξωτερικό, αλλά λειτουργεί
ανασταλτικά ως προς την αύξηση της
παραγωγικότητας της εργασίας.
Όμως,
αυτό δεν αναιρεί το πρόβλημα: όσο στεκόμαστε
μόνο στην ανάπτυξη ως μέγεθος και όχι ως
ποιοτικά χαρακτηριστικά και όσο δεν ασχολούμαστε
με το πώς θα ενισχυθούν, πρώτα και κύρια με
επενδύσεις, οι κλάδοι υψηλής προστιθέμενης
αξίας, τότε ούτε η «πραγματική σύγκλιση» με την
Ευρώπη θα έρθει ποτέ, ούτε θα υπάρξει έξοδος από
τη σημερινή συνθήκη μιας οικονομίας και
κοινωνίας «μειωμένων προσδοκιών».
Λευτέρης
Θ. Χαραλαμπόπουλος (in.gr)
|