Όταν η
ενημέρωση μετέβη από το χαρτί στο διαδίκτυο, τα
σχετικά έντυπα όχι απλά κρατήθηκαν ακμαία, αλλά
η ροή της ύλης τους πλήθυνε στο διαδίκτυο.
Σταθερά η πρώτη δεκάδα των δημοφιλέστερων
ενημερωτικών σάιτ στην Ελλάδα περιλαμβάνει
τουλάχιστον ένα αφιερωμένο σε «Εθνικά» και
«στρατιωτικά» θέματα, συνήθως περισσότερο.
Αντίστοιχα, στο YouTube και το TikTok κάνουν
υπολογίσιμα νούμερα οι απανταχού στρατηλάτες του
ψηφιακού, είτε πρόκειται για πρώην και νυν
καραβανάδες, πράκτορες, διπλωμάτες και
διεθνολόγους ή ακόμα και για κάποιους
παθιασμένους ερασιτέχνες.
Όλα αυτά
ικανοποιούσαν διαχρονικά τον εθνικισμό χαμηλής
έντασης που για τους δικούς του λόγους διέτρεχε
και διατρέχει οριζόντια την ελληνική κοινωνία,
παράγοντας τις φαντασιώσεις υπεραναπλήρωσης ενός
«δυνατού έθνους» που αφενός μαστίζεται από τις
επιβουλεύσεις των γειτόνων του, αφετέρου όταν
έρθει η ώρα του, θα λάμψει ως ισχυρός παίκτης
που θα κληθεί να λάβει τις δικές του αποφάσεις.
Κι όσο πιο ισχυροποιημένη ήταν η βίαιη ειρήνη
που επιβλήθηκε παγκόσμια με την παγκόσμια
αμερικανική κυριαρχία των δεκαετιών του 1990 και
του 2000 (εξαιρώντας φυσικά τη Γιουγκοσλαβία και
τον αραβικό κόσμο που μάλλον υπάγονται σε άλλον
πλανήτη), τόσο πιο έντονες οι φαντασιώσεις και
ασυγκράτητα τα -συνήθως τουρκοφαγικά- πάθη.
Όμως οι
ισορροπίες σταδιακά άλλαξαν την τελευταία
δεκαετία. Η pax americana κλονίστηκε από την
ίδια την αδηφαγία της και όπως ήταν επόμενο σε
κάθε εποχή που δείχνει σημάδια μετάβασης, αυτά
τα σημάδια στους τοίχους συνήθως είναι από αίμα
που χύθηκε σε κάποιο πόλεμο. Ένα αίμα που
έμοιαζε διαφορετικό από αυτό των δυτικών
ακροατηρίων μέχρι που άρχισε να γίνεται οικείο
τη στιγμή που ντύθηκε με την πάλλευκη απόχρωση
της Ουκρανίας. Και σιγά-σιγά, ο κόσμος άρχισε
όντως να μυρίζει μπαρούτι, οι οικονομίες να
αποκαλύπτουν τους κινδύνους του
παγκοσμιοποιημένου χαρακτήρα τους στην τσέπη της
«μεσαίας τάξης» μέσα από την ενεργειακή κρίση
και η Ευρώπη να επιστρέφει στις ασταθείς
κυβερνήσεις και τα πολυκομματικά κοινοβούλια που
είχε να δει από τον Μεσοπόλεμο.
Ήδη από
τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις ανερμάτιστες
αντιδράσεις των πολιτικών της Δύσης, οι εγχώριοι
δημοσιολογούντες του πολέμου άρχισαν ξαφνικά να
γίνονται κήρυκες της ειρήνης με ζήλο που θα
εντυπωσίαζε και τους πιο μεγάλους πασιφιστές.
Ένας κόντρα ρόλος, μία έξοδος από τη συνήθη
ρητορική που είναι μεν καλοδεχούμενη, αλλά
ελάχιστα, καθώς δεν είναι πρόθυμη να αναγνωρίσει
το αδιέξοδο της πρότερης τοποθέτησης. Έκτοτε,
συνέχεια φαίνεται να παλινωδούν στις δημόσιες
εμφανίσεις τους: πασιφιστές στα διεθνή, Αττίλες
στα εθνικά τους. Την ίδια σχιζοειδή συμπεριφορά
που επιδεικνύει και το κοινό τους που πληθαίνει,
αντί να συρρικνώνεται απογοητευμένο από αυτές
τις αντιφάσεις.
Είναι
ενδεικτικό της παλιάς συνείδησης που
καλλιεργήθηκε στα χρόνια του αφασικού
νεοφιλελευθερισμού, αλλά και η ισχυρότερη
απόδειξη ότι μια νέα συνείδηση διαμορφώνεται για
να την αντικαταστήσει. Το περιθώριο που υπήρχε
μέχρι τώρα να αντλούμε ρητορικά την
υπεραξία των μεγάλων γεγονότων της Ιστορίας –
τον πόλεμο και τις κρίσεις πάνω απ’ όλα- με μία
ελαφρότητα που επιτρέπεται από το γεγονός ότι
αυτά τα επίδικα είναι μακρινά, στενεύει και
εξαντλείται προοδευτικά όλο και περισσότερο.
Στην
Ελλάδα, μέσα από μια οδυνηρή πορεία κατά την
οικονομική κρίση, ο δημόσιος λόγος αλλά και η
πολιτική διαχείριση καταλήφθηκαν από αυτή
ακριβώς την ελαφρότητα σε όλο το φάσμα: από τους
ακραίους νεοφιλελεύθερους που διεκδικούσαν να
αναγνωριστεί ο μισανθρωπισμός τους ως
τεχνοκρατία (με όλη τη συστημική πυγμή που τους
επέτρεπε αυτή την οίηση), μέχρι τους πιο
καλοπροαίρετους σίγουρα Αριστερούς που θέλησαν
περισσότερο να μιλήσουν για τις παρελθοντικές
και τρέχουσες αδικίες του νεοφιλελευθερισμού ανά
τον κόσμο, παρά να αναζητήσουν την πραγματική
στρατηγική εξόδου από αυτόν.
Τώρα
όμως, οι σκανδιναβικές χώρες που προτάσσονταν ως
τα πλέον βιώσιμα παραδείγματα σταθερότητας στον
προηγούμενο ιστορικό κύκλο αρχίζουν να
διαμοιράζουν φυλλάδια πολεμικής προετοιμασίας
στα σπίτια – με τις σημειώσεις για τον κίνδυνο
χρήσης πυρηνικών να εκτίθενται στο κίτρινο φόντο
που σύμφωνα με τη Θεωρία Χρωμάτων συμβολίζει την
ευφορία.
Οι
πολιτικοί της Γερμανίας που ηγεμόνευσαν
ουσιαστικά άνευ αντιπάλου στο ευρωπαϊκό
οικοδόμημα τις τελευταίες δεκαετίες, αρχίζουν να
προσπαθούν να αναπληρώσουν την ανεπάρκειά τους
μπροστά στην ιστορική περίσταση με φιλοπόλεμες
οιμωγές που είναι αμφίβολο ότι αρκεί μια
κυβερνητική θητεία για να έχουν επίδραση στο
κομφορμιστικό ακροατήριό τους. Τα δε μέσα
ενημέρωσης σε όλη την Ευρώπη ετοιμάζουν casual
αφιερώματα για τον πόλεμο, ίσα για να γεμίσουν
τηλεοπτικό χρόνο.
Κάπου
στο μέλλον, ίσως να γραφτεί ότι ήταν η
περιρρέουσα ανεπάρκεια σε συνδυασμό με τη
φιλοδοξία και τον κυνισμό που κατέστησαν τον
αφασικό κόσμο της Δύσης ανέτοιμο για αυτό που
ακολουθεί ιστορικά.
Γιάννης-Ορέστης Παπαδημητρίου (in.gr)
|