Σύσταση
αγοράς για τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας
εκδίδει η Goldman Sachs, ενώ παράλληλα
υποβαθμίζει τη Eurobank σε neutral και
επαναλαμβάνει τη σύσταση αγοράς για την Alpha
Bank και την ουδέτερη στάση της έναντι της
Τράπεζας Πειραιώς.
Για την Εθνική Τράπεζα,
η Goldman (την έκθεση
παρουσιάζει το
MR)
θέτει την τιμή-στόχο στα
3,95 ευρώ, προβλέποντας
περιθώρια ανόδου 34%.
Για τη Eurobank ο στόχος
τίθεται στα 0,92 ευρώ (από
1,5 ευρώ προηγουμένως),
προβλέποντας περιθώριο
ανόδου 23%. Για την
Alpha Bank ο νέος στόχος
διαμορφώνεται στα 1,07
ευρώ (από 1,74 ευρώ) με
περιθώριο ανόδου 39%.
Για την Τράπεζα Πειραιώς,
ο στόχος τίθεται στα
0,84 ευρώ (από 1,80 ευρώ
προηγουμένως),
προβλέποντας περιθώριο
ανόδου 8%.
Ο αμερικανικός
επενδυτικός οίκος
αναλύει τις επιπτώσεις
που θα έχουν στις
ελληνικές τράπεζες ο
υψηλότερος πληθωρισμός,
η σύσφιγξη της
νομισματικής πολιτικής
και οι αυξήσεις των
τιμών του φυσικού αερίου
στην Ελλάδα.
Όπως εξηγεί, η αύξηση
της μακροοικονομικής
αβεβαιότητας οδηγεί σε
πιο συντηρητικές
εκτιμήσεις για το κόστος
κεφαλαίου (κυρίως λόγω
της αύξησης των
αποδόσεων των ελληνικών
κρατικών ομολόγων κατά
300 μονάδες βάσης σε
σχέση με το 2021) αλλά
και σε χαμηλότερες
εκτιμήσεις για τα κέρδη.
Συγκεκριμένα, η Goldman
Sachs υποβαθμίζει τις
προβλέψεις της για τα
κέρδη ανά μετοχή του
κλάδου κατά 4% για το
2022 και 9% για το
2023-2024, αντανακλώντας
τον υψηλότερο πληθωρισμό
και τα ακριβότερα
εμπορεύματα.
Οι εκτιμήσεις του οίκου
μιλούν για κόστος
κεφαλαίου 15% για τις
Alpha/Eurobank/Εθνική
και 17% για την Πειραιώς
(από 12% προηγουμένως).
Οι αναλυτές της Goldman
συνυπολογίζουν τον «κανόνα»
του υπουργείου
Οικονομικών ότι κάθε
αύξηση των τιμών του
φυσικού αερίου κατά 10
ευρώ έχει αρνητική
επίδραση 500-600 εκατ.
ευρώ στο ΑΕΠ (0,3%)
καθώς και τις εκτιμήσεις
της ομάδας εμπορευμάτων
τους ότι οι τιμές του
φυσικού αερίου θα είναι
κατά 60 ευρώ ανά MWh
ακριβότερες από ό,τι
αναμενόταν το δεύτερο
τρίμηνο του 2023.
Στο πλαίσιο αυτό,
μειώνουν τις προβλέψεις
για τη μέση ετήσια
αύξηση των
εξυπηρετούμενων δανείων
το 2022-2024 στο 4% (από
6,5% προηγουμένως) και
αυξάνουν τις προβλέψεις
για το κόστος ρίσκου
κατά 10 μονάδες βάσης
για το 2022-2023, στις
70 μονάδες βάσης κατά
μέσο όρο.