Η
ανεργία, αν και στο
χαμηλότερο επίπεδο
15ετίας, παραμένει η
δεύτερη υψηλότερη στην
ευρωζώνη, πίσω από την
Ισπανία. Προβλήματα όπως
οι εμπορικές εντάσεις
ΗΠΑ-ΕΕ και η πολιτική
αστάθεια σε βασικές
ευρωπαϊκές χώρες
παραμένουν κίνδυνοι.
Επιπλέον, η οικονομία
εξαρτάται υπερβολικά από
τον τουρισμό, που
απασχολεί το 10% του
εργατικού δυναμικού και
αντιπροσωπεύει σχεδόν το
ένα τρίτο των εξαγωγών.
Παρότι οι τιμές των
ακινήτων παραμένουν
ισχυρές, οι δαπάνες ανά
ταξίδι υποχώρησαν κατά
4,3% τους πρώτους δέκα
μήνες του 2024, πιθανόν
λόγω εξάντλησης των
αποταμιεύσεων των
τουριστών από την
πανδημία.
Οι
επενδύσεις παραμένουν
βασικός πυλώνας
ανάπτυξης, με τον δείκτη
πάγιων επενδύσεων προς
το ΑΕΠ να ανέρχεται στο
16%, αν και υπολείπεται
του 21% προ κρίσης. Οι
τράπεζες διατηρούν
χαμηλά τα επιτόκια
καταθέσεων, γεγονός που
επηρεάζει τη συσσώρευση
κεφαλαίου και τη
χορήγηση νέων δανείων.
Παράλληλα, η κυβέρνηση
συνεχίζει να μειώνει το
δημόσιο χρέος μέσω
προπληρωμής δανείων, με
στόχο τη σταδιακή
βελτίωση της
πιστοληπτικής
αξιοπιστίας.
Η
Moody’s προβλέπει
επιβράδυνση της ανόδου
των τιμών ακινήτων κάτω
από το 6% το 2025,
διατηρώντας ωστόσο
υψηλότερες αυξήσεις σε
σύγκριση με την
ευρωζώνη. Η πράσινη
ενέργεια αναδεικνύεται
σε στρατηγικό
πλεονέκτημα, με την
παραγωγή από ηλιακά και
αιολικά να έχει αυξηθεί
σημαντικά. Ωστόσο, η
υλοποίηση έργων όπως το
μετρό Θεσσαλονίκης και η
επένδυση στο Ελληνικό
καθυστερεί λόγω
γραφειοκρατίας.
Παρά τα
θετικά, παραμένουν
προκλήσεις. Οι μισθοί
παραμένουν από τους
χαμηλότερους στην ΕΕ,
ενώ η ακρίβεια στα
ακίνητα δυσκολεύει τα
νοικοκυριά. Οι
παγκόσμιοι γεωπολιτικοί
και κλιματικοί κίνδυνοι,
σε συνδυασμό με τις
προβλεπόμενες εμπορικές
εντάσεις ΗΠΑ-ΕΕ,
ενδέχεται να
επιβραδύνουν την
ανάπτυξη στο 2,2% το
2025 και 1,6% το 2026.
Ωστόσο, οι διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις, η
ψηφιοποίηση και οι
επενδύσεις σε πράσινη
ανάπτυξη είναι κρίσιμες
για τη βιώσιμη πορεία
της ελληνικής
οικονομίας.



|