Αιτία αυτού του
φαινομένου είναι αφενός
η αναντιστοιχία ανάμεσα
στην αύξηση των τιμών
και την αύξηση του
διαθέσιμου εισοδήματος
τα τελευταία τρία
χρόνια, και αφετέρου η
συσσωρευμένη κόπωση από
τη συνεχιζόμενη
ακρίβεια, η οποία
ξεκίνησε κατά το δεύτερο
ήμισυ του 2021 και
συνεχίζεται. Με άλλα
λόγια, ακόμη και εάν οι
αριθμοί ευημερούν,
μεγάλο τμήμα της
κοινωνίας εξακολουθεί να
δυστυχεί.
Οι εκτιμήσεις των
καταναλωτών αφενός για
την εξέλιξη των τιμών
και αφετέρου για την
τρέχουσα οικονομική τους
κατάσταση αντανακλούν τη
διαφορά των ρυθμών
μεταβολής μεταξύ του
ονομαστικού διαθέσιμου
εισοδήματος και του
πληθωρισμού, και
επομένως την επίπτωση
του δεύτερου στο
πραγματικό διαθέσιμο
εισόδημα των
νοικοκυριών.
Το πορτοφόλι αδειάζει
Πιο αναλυτικά, όπως
επισημαίνει η Alpha Bank
στο εβδομαδιαίο δελτίο
της για την ελληνική
οικονομία, το ακαθάριστο
διαθέσιμο εισόδημα
κατέγραψε πτώση το 2020
εξαιτίας της πανδημίας
και των μέτρων
περιορισμού της
οικονομικής
δραστηριότητας που
τέθηκαν σε εφαρμογή, η
οποία υπερέβη την
αντίστοιχη μείωση του
Εναρμονισμένου Δείκτη
Τιμών Καταναλωτή (-5,1%
έναντι -1,3%). Στη
συνέχεια, το 2021 το
διαθέσιμο εισόδημα
ανέκαμψε με σημαντικά
υψηλότερο ρυθμό σε σχέση
με τον ΕΝΔΤΚ (7,6%
έναντι 0,6%), το οποίο
αποδίδεται, σε μεγάλο
βαθμό, στις επιδράσεις
βάσης (base effects),
καθώς η οικονομική
δραστηριότητα άρχισε
σταδιακά να
ομαλοποιείται. Ωστόσο,
παρά το γεγονός πως και
το 2022 το διαθέσιμο
εισόδημα κατέγραψε
εξίσου σημαντική αύξηση
(7,6%), ο πληθωρισμός
διαμορφώθηκε στο υψηλό
επίπεδο του 9,3%,
διαβρώνοντας το
πραγματικό διαθέσιμο
εισόδημα των
νοικοκυριών. Το πρώτο
εννεάμηνο του 2023 οι
απώλειες σε πραγματικούς
όρους αντισταθμίστηκαν
μερικώς, καθώς ο ρυθμός
ανόδου του ονομαστικού
διαθέσιμου εισοδήματος
ήταν σημαντικά
υψηλότερος από τον ρυθμό
αύξησης του ΕΝΔΤΚ (7,4%
έναντι 4,4%).
Η συνεχιζόμενη
απαισιοδοξία των
νοικοκυριών αποτυπώνεται
και στον δείκτη
καταναλωτικής
εμπιστοσύνης που
καταρτίζει το Ιδρυμα
Οικονομικών και
Βιομηχανικών Ερευνών
(ΙΟΒΕ), ο οποίος
επιδεινώθηκε τον
Ιανουάριο του 2024 και
διαμορφώθηκε σε -46,3,
στο χειρότερο επίπεδο
από τον Φεβρουάριο του
2023. Το 59% των
νοικοκυριών αναμένει
επιδείνωση της
οικονομικής του
κατάσταση το προσεχές
12μηνο, το 60% προβλέπει
άνοδο των τιμών, ενώ το
63% κρίνει ότι η
οικονομική του κατάσταση
δύσκολα μπορεί να
προβλεφθεί, στοιχείο που
δείχνει τον μεγάλο βαθμό
αβεβαιότητας.
Οι κίνδυνοι
Σύμφωνα, εξάλλου, με την
παγκόσμια έρευνα που
διενήργησε η Nielseniq
για τις προοπτικές της
κατανάλωσης και τις
καταναλωτικές τάσεις το
2024 «Consumer Outlook
2024», η αύξηση των
τιμών των τροφίμων
αποτελεί την υπ’ αριθμόν
1 ανησυχία για τους
καταναλωτές, ενώ στην
πρώτη πεντάδα των
ανησυχιών
συγκαταλέγονται η
οικονομική ύφεση και η
παγκόσμια σύρραξη. Το
τελευταίο, μάλιστα,
αποτελεί την τέταρτη
σημαντικότερη ανησυχία
για τους καταναλωτές,
ενώ στα μέσα του 2023
βρισκόταν πολύ
χαμηλότερα, στη 13η
θέση.
Η υποτονική οικονομική
μεγέθυνση στην Ευρωπαϊκή
Ενωση, που ενδέχεται να
επιβραδύνει τον ρυθμό
δημιουργίας εισοδημάτων
από τουριστικές ή άλλες
υπηρεσίες στην Ελλάδα,
και οι γεωπολιτικές
αναταράξεις στην Ερυθρά
Θάλασσα, που δύνανται να
αναζωπυρώσουν τον
πληθωρισμό μέσω του
κόστους μεταφορών,
αποτελούν κινδύνους που
μπορεί να υπονομεύσουν
την προβλεπόμενη, υπό
κανονικές συνθήκες,
αύξηση του διαθέσιμου
εισοδήματος.
Μάλιστα, εάν οι τιμές
παραμείνουν για ακόμη
τρεις μήνες σε υψηλά
επίπεδα, οι καταναλωτές
εμφανίζονται ακόμη
λιγότερο πιστοί σε
συγκεκριμένες μάρκες και
σήματα, ενώ πλέον ζητούν
πραγματικές μειώσεις
τιμών και λιγότερες
προσφορές. Σύμφωνα με
την έρευνα της
Nielseniq, το 36% των
καταναλωτών παγκοσμίως
ζητεί από τη βιομηχανία
να διαθέτει τα προϊόντα
σε μεγαλύτερες,
οικονομικές συσκευασίες
με χαμηλότερη τιμή ανά
μονάδα, ή από την άλλη
να διαθέτει τα προϊόντα
σε μικρές συσκευασίες
και σε πολύ χαμηλότερες
τιμές. Το 89% δηλώνει
ότι θα αναζητεί τις
χαμηλότερες τιμές, το
74% ότι θα αλλάζει μάρκα
εάν αυτή που αγόραζε
είναι ακριβή, το 72% ότι
θα μειώσει συνολικά τις
δαπάνες του.
Υπενθυμίζεται ότι
σύμφωνα με τις
εκτιμήσεις της εταιρείας
ερευνών αγοράς Circana,
ο τζίρος των σούπερ
μάρκετ στην Ελλάδα
προβλέπεται ότι θα
αυξηθεί κατά 4,8%, με
την τιμή ανά μονάδα να
αυξάνεται κατά 4,5%.
Κάτι που πρακτικά
σημαίνει ότι για ακόμη
μία χρονιά η αύξηση του
τζίρου θα είναι κυρίως
πληθωριστική και η
πραγματική κατανάλωση
οριακά αυξημένη.
Πηγή: Καθημερινή, Money
Review |