Ρόλος των εποπτικών
αρχών -κάτι που το κάνει
συνειδητά και συχνά η
Τράπεζα της Ελλάδος με
τον SSM να δίνει τον
τόνο, χωρίς από την άλλη
πλευρά να εγείρει
ανησυχίες- είναι η
υπενθύμιση προς τις
εμπορικές τράπεζες της
χώρας για την ανάγκη
μείωσης της
αναβαλλόμενης φορολογίας
και οι συστάσεις για
επαγρύπνηση αναφορικά με
αυτό. Πρόσφατα, πηγές
της ΕΕ επανήλθαν σε
συζητήσεις για το θέμα,
τονίζοντας τον σκοπό της
υποχρεωτικής αυτής
διαδρομής (ναι, θα
πρέπει να μειωθεί το
DTC) χωρίς φυσικά να
κρούουν τον κώδωνα του
κινδύνου.
Το σίγουρο είναι ότι αν
οι τράπεζες θέλουν να
ανεβάσουν τον πήχη της
διανομής μερίσματος στο
50% ακολουθώντας τον
ανταγωνισμό στην
ευρωζώνη, θα πρέπει να
δείξουν ότι
αντιμετωπίζουν σοβαρά
την πρόκληση της
αναβαλλόμενης
φορολογίας, ακόμη και αν
η κερδοφορία που
παρουσιάζουν είναι
υψηλή.
Η συζήτηση δεν άνοιξε
χτες, παραμένει ενεργή
το τελευταίο διάστημα,
ειδικά με την επιστροφή
σε εποχές μερισμάτων. Οι
επενδυτές πάντως – και
λογικό από πλευράς τους
– δεν τρέφουν τέτοιου
είδους ανησυχίες.
Πρόσφατα, στο περιθώριο
μιας σχετικής συζήτησης,
ο CEO της Τράπεζας
Πειραιώς, Χρ. Μεγάλου,
είχε αναφερθεί γενικά
όσο και ειδικά για το
θέμα. Σύμφωνα με τον
ίδιον, κατ’ αρχάς
αναβαλλόμενη φορολογία
(DTC)….έχει όλη η
Ευρώπη. Τους επενδυτές,
δεν δείχνει να τους
πολυαπασχολεί το θέμα,
κυρίως η συζήτηση αφορά
και προέρχεται από τους
Επόπτες, οι οποίοι
προφανώς και δείχνουν
κατανόηση όταν βλέπουν
ότι γίνονται πράγματα.
Και ειδικά για την
Τράπεζα Πειραιώς,
διευκρίνισε ο διευθύνων
σύμβουλος, «έχουμε ήδη
ανακοινώσει στην αγορά
ότι κάνουμε παραπάνω
κινήσεις write off από
αυτές που μας υποχρεώνει
η ελληνική νομοθεσία».
Το DTC σε Ισπανία,
Ιταλία και οι
διαφορετικές μορφές
μετατροπής
Όσο και αν η κερδοφορία
παραμένει η πρώτη
παράμετρος που οδηγεί
τις αποφάσεις για
διανομή μερίσματος και
μάλιστα σε ποσοστό
ανταγωνιστικό υψηλό – σε
πολλές ευρωπαϊκές αγορές
η διάθεση μερισμάτων ήδη
αντιστοιχεί στο 50% της
κερδοφορίας – δεν αρκεί
από μόνη της για να
εξασφαλίσει τις
επιθυμητές μερισματικές
αποδόσεις. Ένα εξίσου
σημαντικό κριτήριο, που
πρέπει να τηρηθεί, αφορά
την υποχρέωση μείωσης
της αναβαλλόμενης
φορολογίας (deferred tax
credits –DTC) που ως
γνωστόν, μπορεί να
προσμετράται στα
εποπτικά κεφάλαια λόγω
«ειδικής άδειας», πλην
όμως, αποτελεί απαίτηση
και χρήζει μείωσης-
αντικατάστασης με άλλα,
καθαρά εποπτικά
κεφάλαια, τις δεκαετίες
που έπονται…
Διότι, το διάστημα που
έχουν μπροστά τους για
να «καθαρίσουν» από το
DTC οι ελληνικές
τράπεζες είναι 30 έτη,
αναφορικά με το
αντιστάθμισμα των ζημιών
που υπέστησαν από το
κούρεμα των ομολόγων, το
PSI που έλαβε χώρα το
Μάρτιο του 2012.
Θεωρητικά, έχουν
χρονοδιάγραμμα να
ρυθμίσουν το θέμα αυτό
έως το 2042. Σήμερα, με
βάση τα τελευταία
στοιχεία (τέλος ΄23) τα
συνολικά κεφάλαια DTC
στις ελληνικές τράπεζες
είναι 12,8 δισ ευρώ –
ποσό πολύ χαμηλότερο μεν
από τις γειτονικές
Ιταλία και Ισπανία ως
αριθμός, αλλά,
πολλαπλάσιο στη σύγκριση
με αυτές, ως προς το
ποσοστό του ΑΕΠ. Εξ ου,
και ο μεγαλύτερος
κίνδυνος ή έστω πρόκληση
που πρέπει να
αντιμετωπίσουν τα
επόμενα έτη.
Η Ισπανία είναι μια
περίπτωση από μόνη της,
διότι εκεί, το σύστημα
λειτουργεί διαφορετικά.
Τα 40,9 δισ ευρώ DTC
που έχουν οι τοπικές
τράπεζες πρώτον
ισοδυναμούν με μόλις 3%
του ΑΕΠ και δεύτερον
έχουν τη δυνατότητα
μετατροπής σε κρατικά
ομόλογα, μία λύση που
βοηθάει τις τράπεζες να
μειώσουν την
αναβαλλόμενη φορολογία,
γράφοντας παράλληλα
έσοδα από την
αντικατάσταση των assets
τους.
Προοπτική που στην
Ελλάδα δεν υφίσταται για
λόγους που συνδέονται με
φόβους εκτίναξης του
δημοσίου χρέους και
διόγκωσης των
δημοσιονομικών
ελλειμμάτων. Οπότε, οι
ελληνικές τράπεζες
καλούνται να
ακολουθήσουν άλλο
μονοπάτι, της μείωσης
διά της κλασικής οδού
της αναβαλλόμενης
φορολογίας, σταδιακά για
τα επόμενα περίπου 20
χρόνια, αντικαθιστώντας
τμηματικά το DTC με υγιή
κεφάλαια που προέρχονται
από την κερδοφορία τους.
Πηγή:
The Power Game |