Οι δύο παραπάνω λόγοι
αποτελούν τις βασικές
αιτίες που κρατούν
χαµηλά τα επιτόκια στις
καταθέσεις, υποστηρίζουν
αρµόδιες τραπεζικές
πηγές µε αφορµή την
έρευνα που ξεκίνησε η
Επιτροπή Ανταγωνισµού. Η
τελευταία αναµένεται να
ολοκληρώσει εντός του
2024 την ενδιάµεση
έκθεσή της επί της
κλαδικής έρευνας που
διενεργεί µε αντικείµενο
τα επιτόκια καταθέσεων.
Εναυσµα για την έρευνα
αποτέλεσε η παρατήρηση
ότι το εγχώριο τραπεζικό
σύστηµα παρουσιάζει
χαρακτηριστικά
ολιγοπωλίου, καθώς
τέσσερις τράπεζες
ελέγχουν το 95% του
κλάδου.
Η πλεονάζουσα ρευστότητα
που διαθέτουν οι
ελληνικές τράπεζες σε
συνδυασµό µε το χαµηλό
µέσο υπόλοιπο που
διαθέτουν οι Ελληνες
καταθέτες αποτελούν,
σύµφωνα µε τις τράπεζες,
τις βασικές αιτίες που
«κρατούν» χαµηλά τα
επιτόκια στις
καταθέσεις. Αυτό
επισηµαίνουν αρµόδιες
τραπεζικές πηγές µε
αφορµή την έρευνα που
ξεκίνησε η Επιτροπή
Ανταγωνισµού µε
αντικείµενο τα επιτόκια
καταθέσεων, τα οποία
είναι από τα χαµηλότερα
µεταξύ των χωρών της
Ευρωζώνης.
Συγκεκριµένα το µέσο
επιτόκιο στη χώρα µας σε
ό,τι αφορά τους
λογαριασµούς
ταµιευτηρίου είναι µόλις
0,03% έναντι 0,39% στην
Ευρωζώνη, ενώ σε ό,τι
αφορά τις προθεσµιακές
καταθέσεις για τα
νοικοκυριά, το µέσο
επιτόκιο στη χώρα µας
διαµορφώνεται στο 1,83%
έναντι 3,09% που είναι ο
µέσος ευρωπαϊκός όρος.
Σύµφωνα µε τις ίδιες
πηγές, αυτό οφείλεται
κυρίως στο ότι η
ελληνική καταθετική βάση
προέρχεται από τη
λιανική (70% έναντι 60%
του µέσου όρου) µε πολύ
µικρά µέσα υπόλοιπα
καταθέσεων. Είναι
άλλωστε χαρακτηριστικό
ότι σύµφωνα µε στοιχεία
του ΤΕΚΕ το 70,9% των
καταθετών είναι
µικροκαταθέτες, καθώς
διατηρούν καταθέσεις έως
1.000 ευρώ. Καταθέσεις
πάνω από 1.000 έως 5.000
ευρώ είχε το 2023 το
13,3% των καταθετών, από
5.001 έως 50.000 ευρώ το
13,6%, από 50.001 έως
100.000 ευρώ το 1,4% και
πάνω από 100.000 ευρώ
µόλις το 0,8%. Οπως
επισηµαίνουν
χαρακτηριστικά, «τέτοια
ποσά χρησιµοποιούνται
για καθηµερινές κινήσεις
ρευστότητας και
βρίσκονται σε καταθέσεις
µιας ηµέρας, που το
επιτόκιο είναι πολύ
χαµηλό σε όλες τις
ευρωπαϊκές χώρες».
Σε ό,τι αφορά τις
προθεσµιακές καταθέσεις,
οι τράπεζες υποστηρίζουν
ότι υπάρχει µεγάλη
διαφοροποίηση µεταξύ
τους στα επιτόκια που
προσφέρουν, καθώς
ανάλογα µε την πολιτική
κάθε µιας δίνεται έµφαση
είτε στα µικρά ποσά είτε
στα µεγάλα, ή ακόµη και
στη διάρκεια που κάποιος
είναι διατεθειµένος να
δεσµεύσει τα χρήµατά
του. Ετσι, µπορεί µια
τράπεζα να πριµοδοτεί
τις χαµηλές καταθέσεις
από το πρώτο ευρώ ή
αντίστοιχα να αυξάνει το
επιτόκιο για µεγαλύτερα
ποσά ή να κλιµακώνει την
απόδοση ανάλογα µε τη
διάρκεια της
προθεσµιακής κατάθεσης.
Η διαφορά µεταξύ των
ευρωπαϊκών και των
ελληνικών επιτοκίων
περιορίζεται δραστικά
στις προθεσµιακές
καταθέσεις των
επιχειρήσεων, όπου η
µέση απόδοση
διαµορφώνεται στη χώρα
µας στο 3,17%, επίπεδο
που είναι πολύ κοντά
στον ευρωπαϊκό µέσο όρο,
που διαµορφώνεται στο
3,64%.
Σηµαντική διαφορά σε
σχέση µε τις ευρωπαϊκές
τράπεζες είναι ότι οι
ελληνικές, µετά τις
µαζικές πωλήσεις
κόκκινων δανείων και την
αποµόχλευση των
ισολογισµών τους,
διαθέτουν τον υψηλότερο
δείκτη ρευστότητας
µεταξύ των χωρών της
Ευρωζώνης, που µε βάση
τα τελευταία διαθέσιµα
στοιχεία διαµορφώνεται
στο 60,6% έναντι 102,8%
του ευρωπαϊκού µέσου
όρου. Αυτό σηµαίνει ότι
για κάθε 100 ευρώ
καταθέσεων που διαθέτουν
οι χορηγήσεις είναι 60
ευρώ περίπου και άρα
διαθέτουν πλεονάζουσα
ρευστότητα, η οποία µε
τη σειρά της µειώνει την
πίεση για την προσέλκυση
καταθέσεων µέσω των
αυξηµένων επιτοκίων.
Αλλοι προσδιοριστικοί
παράγοντες που
επηρεάζουν τόσο το ύψος
όσο και την ταχύτητα
προσαρµογής των
τραπεζικών επιτοκίων
στις µεταβολές των
επιτοκίων της ΕΚΤ και
του Euribor συνδέονται
µε δοµικά
χαρακτηριστικά.
Το υψηλό spread µεταξύ
χορηγήσεων και
καταθέσεων σύµφωνα µε
τις τράπεζες προκύπτει
κυρίως από τη µεγάλη
διαφορά των επιτοκίων
που εντοπίζεται στα
καταναλωτικά δάνεια,
αλλά και γενικότερα από
το µείγµα των δανείων µε
την υπεροχή των
επιχειρηµατικών έναντι
των δανείων λιανικής,
όπως τα στεγαστικά και
τα καταναλωτικά δάνεια.
Πηγή: Money Review |