Με κεφαλαιοποίηση 20
δισ. δολαρίων στις αρχές
του 2007, η Bear Stearns
έμοιαζε ασταμάτητη. Όμως
η εμπλοκή των hedge
funds της στην αγορά των
ριψοκίνδυνων ενυπόθηκων
δανείων την οδήγησε να
γίνει ένα από τα πρώτα
θύματα της κρίσης της
στεγαστικής πίστης, η
οποία προκάλεσε την
παγκόσμια
χρηματοοικονομική κρίση
και τη Μεγάλη Ύφεση.
Πώς έσκασε η φούσκα
Με τις τιμές των
ακινήτων να βρίσκονται
σε άνοδο στις ΗΠΑ, οι
τράπεζες αρχίζουν να
δίνουν στεγαστικά δάνεια
σε δανειολήπτες με πολύ
κακή πιστοληπτική
ικανότητα. Καθώς η αγορά
καλπάζει, η Bear Stearns
και οι άλλες επενδυτικές
τράπεζες μπαίνουν
επιθετικά στις
τιτλοποιήσεις αυτών των
subprime στεγαστικών
δανείων, χωρίς να δίνουν
προσοχή στους κινδύνους.
Όμως αφότου κορύφωσαν,
στα μέσα του 2006, οι
τιμές των κατοικιών
αρχίζουν να πέφτουν
απότομα και πολλοί από
αυτούς τους δανειολήπτες
σταματούν να πληρώνουν
τα δάνειά τους. Οι
εταιρείες που έδωσαν τα
δάνεια αρχίζουν να
νιώθουν την κρίση, με
την New Century
Financial, η οποία
ειδικευόταν στα subprime
στεγαστικά, να κηρύσσει
πτώχευση τον Απρίλιο του
2007.
Τον Ιούνιο, η Bear
Stearns αναγκάζεται να
πληρώσει 3,2 δισ.
δολάρια για να διασώσει
το hedge fund της
High-Grade
Structured-Credit
Strategies Fund, το
οποίο ειδικεύεται σε
ριψοκίνδυνες επενδύσεις
τιτλοποιημένων δανείων
(CDOs).
Τον επόμενο μήνα, η
τράπεζα αποκαλύπτει ότι
το High-Grade και άλλο
ένα hedge fund της έχουν
χάσει σχεδόν το σύνολο
της αξίας τους, λόγω της
απότομης πτώσης της
αγοράς των subprimes.
Η πτώση της Bear
H Bear Stearns εμφανίζει
ζημιές για το τέταρτο
τρίμηνο του 2007, για
πρώτη φορά εδώ και 80
χρόνια και ο CEO της,
Τζίμι Κέιν, αναγκάζεται
να αποχωρήσει. Τον
Ιανουάριο του 2008 το
διαδέχεται ο Άλαν
Σβάρτζ.
Έπειτα από δύο μήνες, η
Bear Stearns καταρρέει
μέσα σε λίγες ημέρες.
Όλα ξεκίνησαν στις 11
Μαρτίου, όταν η Federal
Reserve ανακοίνωσε
γραμμή χρηματοδότησης 50
δισ. δολαρίων για να
βοηθήσει τις τράπεζες
που αντιμετωπίζουν
προβλήματα. Την ίδια
ημέρα, η Moody’s
υποβαθμίζει πολλές από
τις τιτλοποιήσεις της
Bear Stearns σε junk.
Οι εξελίξεις αυτές
κάμπτουν την εμπιστοσύνη
της αγοράς στην Bear
Stearns, με αποτέλεσμα
οι επενδυτές να
αρνούνται να τη
χρηματοδοτήσουν μέσω
repo. Έως τις 13
Μαρτίου, η Bear έχει
ρευστότητα κάτω των 3
δισ. δολαρίων, κάτι που
σημαίνει ότι δεν μπορεί
να λειτουργήσει την
επόμενη ημέρα.
Ο Σβαρτζ καλεί την JP
Morgan και τη Federal
Reserve και ζητά έκτακτο
δάνειο. Και ενώ η JP
Morgan έχει συμφωνήσει
να της το δώσει, την
επόμενη ημέρα η μετοχή
της Bear Stearns
βυθίζεται.
Έως το Σάββατο, η JP
Morgan καταλήγει ότι η
Bear Stearns αξίζει
μόλις 236 εκατ. δολάρια.
Υπό το φόβο ότι η πτώση
της Bear θα συμπαρασύρει
ολόκληρη τη Wall Street,
η Fed συνεδριάζει
εκτάκτως. Έως το βράδυ
της Κυριακής, 16
Μαρτίου, το δ.σ. της
Bear έχει συμφωνήσει να
πουλήσει την τράπεζα
στην JP Morgan αντί 2
δολαρίων ανά μετοχή,
δηλαδή 93% χαμηλότερα
από το κλείσιμο της
Παρασκευής (οι μετέπειτα
διαπραγματεύσεις θα
ανεβάσουν το τελικό
τίμημα στα 10 δολάρια
ανά μετοχή).
Τελικά, το deal
αποδείχθηκε πονοκέφαλος
για την JP Morgan, η
οποία πλήρωσε
δισεκατομμύρια δολάρια
σε συμβιβασμούς που
σχετίζονταν με τα
στεγαστικά δάνεια
εξαιτίας της Bear
Stearns και της
Washington Mutual, την
οποία επίσης «διέσωσε»
στην κρίση. Ο CEO της JP
Morgan, Τζέιμι Ντίμον,
έχει δηλώσει ότι δεν θα
το έκανε ξανά.
Η Bear Stearns θα έμενε
στην ιστορία ως ένα από
τα πρώτα κομμάτια του
ντόμινο που έπεσαν στην
παγκόσμια
χρηματοοικονομική κρίση
που προκάλεσε παγκόσμια
ύφεση και άλλαξε την
εικόνα της Wall Street.
Έξι μήνες αργότερα, η
Lehman Brothers
χρεοκόπησε, η Merrill
Lynch απορροφήθηκε από
την Bank of America και
οι μεγαλύτερες
αμερικανικές τράπεζες
διασώθηκαν από την
κυβέρνηση.
Ο CEO που έπαιζε χαρτιά
και γκολφ την ώρα της
κρίσης
Ο CEO της Bear Stearns,
Τζίμι Κέιν, θα γινόταν
ένας από τους αρνητικούς
πρωταγωνιστές της
παγκόσμιας
χρηματοοικονομικής
κρίσης.
Ο Κέιν έγινε σύμβολο
όλων των κακών που
οδήγησαν το παγκόσμιο
χρηματοοικονομικό
σύστημα στην κατάρρευση,
όταν η επενδυτική
τράπεζα την οποία
διοικούσε από το 1993
(ήταν ο μακροβιότερος
CEO της Wall Street)
γονάτισε υπό το βάρος
μεγάλων χρεών και ζημιών
από trading.
Την ώρα που η τράπεζά
του κατέρρεε, ο Τζίμι
Κέιν απουσίαζε για
μεγάλα διαστήματα από το
γραφείο του, είτε
παίζοντας γκολφ ή
συμμετέχοντας σε
τουρνουά αγωνιστικού
μπριτζ.
Ήταν οι μεγάλες πιέσεις
για την απουσία του την
ώρα που η τιμή της
μετοχής της Bear Stearns
-και υπό το βάρος των
δημοσιευμάτων που τον
ήθελαν να κάνει χρήση
μαριχουάνας, κάτι το
οποίο ο ίδιος αρνούνταν-
που ανάγκασαν τον Κέιν
να δώσει τον τίτλο του
CEO στον Άλαν Σβαρτζ.
Ο Τζίμι Κέιν, ένας
απότομος, ανταγωνιστικός
τραπεζίτης που κάπνιζε
πούρα και έπαιζε
μανιωδώς μπριτζ, ήταν το
αρχέτυπο του αφεντικού
της Wall Street που
πλέον έχει σχεδόν
εκλείψει. Κάποτε, είπε
σε μία συνεργάτιδά του,
αφότου γνώρισε τον γιο
της: «Αυτό το παιδί έχει
κακή χειραψία. Δεν θα
πάει πουθενά στη ζωή
του».
Παρότι άλλοι τραπεζίτες
που έφυγαν κακήν-κακώς
από τη Wall Street την
εποχή της κρίσης
επέστρεψαν με νέα
κεφάλαια στην καριέρα
τους, ο Κέιν δεν το
έκανε ποτέ. Αντ΄ αυτού,
επέστρεψε στην πρώτη του
αγάπη, το μπριτζ.
Όταν δημοσιογράφοι
ζήτησαν ένα σχόλιο από
την επί 50 χρόνια σύζυγό
του, Πατρίσια Κέιν, στη
10η επέτειο της κρίσης
του 2008, εκείνη τους
είπε: «Έχει αποσυρθεί
και κάνει αυτό που αγαπά
πάνω από όλα. Βασικά,
ήταν το δεύτερο πράγμα.
Η Bear ήταν το πρώτο».
Πέθανε σε ηλικία 87 ετών
το 2021.
Πηγή: Money Review |